Τα πράγκας και τα σίδερα τη ζαβαλή τη Γιάννε έν’
λέγεται για εκείνον που βασανίζεται για άλλους
Εξηνταπέντε Γιάννηες, έναμ πετεινόβ βαρούσιν.
Εξνταπέντε Γιάννηδες έχουν το βάρος ενός κόκορα.
Αναφέρεται στο πουλάκι, που στα κυπριακά είναι γνωστό σαν ''μουγιαννούιν'', το οποίο εθωρείτο κουτό και πολύ ελαφρύ. Η παροιμία έχει την έννοια ότι το βαρετό είναι και το σοβαρό, αλλά λέγεται και σαν λογοπαίγνιο για τους Γιάννηδες, τους οποίους κατά τη λαϊκή παράδοση οι πρωτινοί ήθελαν πιο κουτούς και κούφιους ανθρώπους.
Ψύλλοι ψύλλοι φύετε τζαι κορκοί ψοφήσετε τζ' Αϊς Γιάννης έρκεται με το κονταρόξυλλον τζαι κονταροξυλίζει σας.
Ψύλλοι ψύλλοι φύγετε και κοριοί ψοφήστε κι' Αϊς Γιάννης έρχεται με το ξύλο του κονταριού και θα σας κονταροξυλίσει.
Όταν θέλουμε να διώξουμε τα κακά που μας ακολουθούν.
Φοβάται ο Γιάννης το θερκόν τζαι το θερκόν τογ Γιάννην.
Φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη.
Λέγεται για εκείνους που φοβάται ο ένασ τον άλλο.
Απέξω Γιάννης κι από μέσα Σουλεϊμάνης.
Αν εύρεις Γιάννην κούρευκε
Όταν δεν μπορούμε να εντοπίσουμε τον ένοχο ή αυτόν που έχει την ευθύνη για κάτι.
Βοηθάει ο Άη- Γιάννης και ο Σταυρός, γιομίζει το αμπάρι κι ο ληνός.
Ακόμη δεν τον είδανε και Γιάννη τον βαφτίσανε.
Ο Αγγελάκης Νικηταράς από την Τριπολιτσά ζήτησε από τον Κολοκοτρώνη, που ήταν φίλος του, να βαφτίσει το μωρό του. Τον πληροφόρησε δε ότι σχεδίαζαν να το ονομάσουν Γιάννη αλλά προς τιμή του θα το βγάζανε Θοδωρή. Γνωρίζοντας ότι ο Γέρος του Μωριά ήταν συνέχεια απασχολημένος του έστελνε συνέχεια υπενθυμίσεις.
Μια μέρα ο Γέρος πήρε την απόφαση και κατέβηκε στο χωριό για τη βάπτιση του παιδιού αλλά βρήκε ότι η γυναίκα του Νικηταρά δεν είχε ακόμη γεννήσει. Ο Νικηταράς του δικαιολογήθηκε ότι τόκανε γιατί ήξερε ότι θα αργούσε να κατέβει και του έστελνε τα μηνύματα πριν τη γέννηση για να φτάσει μετά τη γέννηση.
.
Όταν ο Κολοκοτρώνης άκουσε την απολογία του Νικηταρά, ξέσπασε σε δυνατά γέλια και φώναξε: « Ωχού! Μωρέ, ακόμα δεν τον είδανε και Γιάννη τον βαφτίσανε!»
Έλα να σε κάψω Γιάννη
να σε κάψω για να γιάνεις
Τ’ Αγιανιού του Ριγανά, πάνε οι Βλάχοι στα βουνά.
Στις 24 Ιουνίου οι Βλάχοι πήγαιναν στα βουνά για να περάσουν το καλοκαίρι.
Τ’ Αγιαννιού του θεριστή, ούτε κότα στην αυλή.
Σαν τον Αϊ-Γιάννη τον νηστευτή
Για κάποιο που αδυνάτισε πολύ
Όλην την ημέρα Καλογιάννη, και το βράδυ Κακογιάννη.
Για καλοπιάσματα μέχρι να γίνει η δουλειά μας
Του Σταυρού μέχρι τ’ Αγιανιού ήρθε η ώρα τ’ αμπελιού.
Γεναριάτικο φεγγάρι με τα’ Αϊ Γιαννιού τη χάρη.
Γιάννης κερνά και Γιάννης πίνει.
Λέγεται, για όσους φροντίζουν τον εαυτό τους, ενώ υποτίθεται πως εξυπηρετούν άλλους.
Κάθε μέρα δεν είναι τ’ Αϊ-Γιαννιού.
Είναι κι άλλες γιορτές. Δεν είναι δυνατόν κάποιος να είναι συνέχεια τυχερός.
Είχαμε το Γιάννη γερό, έπεσε το κόσκινο και τον πλάκωσε.
Λέγεται με ειρωνικό τόνο για ασθενικά άτομα.
Είσαι τέλεια Γιαννής (Κυπριακή)
Χρησιμοποιείται σαν συνώνυμο του χαζού
Όπου Γιάννης και του Θεού η χάρη.
Ξέρει ο Γιάννης τι έχει μέσα στον τορβά του.
ο 'τορβάς είναι τουρκικης προοέλευσης και σημαίνει τα ρούχινη σακούλα που μετέφεραν οι αγρότες και χωρικοί το φαγητό τους.
Άγιε μου Αγιάννη μου Ριγανά, φέρνεις δροσούλα στα μνιά!
Απ’ τ’ Αγιαννιού του Θεριστή, κάνουν γιόμα κι οι κουτοί!
Απ’ τ’ Αγιαννιού του Ριγανά και πέρα θέλουν τα μνιά αγέρα!
Απ’ τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, ανοίγ’ ο Θεούλης τ’ ασκιά.
Απ’ τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, αρρωσταίνει ο τεμπέλης βαριά!
Απ’ τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, βάλε για σκούφια τα βρακιά!
Απ’ τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, βαραίνουν τα ράσα τον παπά!
Απ’ τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, βλέπει κι περβολάρης χαρά!
Απ’ τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, βρωμάν τα βαριά μουνιά!
Απ’ τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, ιδρώνουν βυζιά και μνιά!
Απ’ τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, μακριά από φωτιά!
Απ’ τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, μαυρίζει ο ήλιος τα σπαρτά!
Απ’ τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, μη σε βρει βαριά γκαστριά!
Απ’ τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, μην ξανατρώς αυγά!
Απ’ τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, μην ξαναφοράς βρακιά!
Απ’ τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, μουσκεύουνε ούλα τα βρακιά!
Απ’ τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, ξεβρακώνεται κι η κυρά!
Απ’ τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, πάν’ στ’ αλώνια τα σπαρτά!
Απ’ τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, χαρά ’χουν τα μποστανικά!
Απ’ τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, ψήνει ο ήλιος τ’ αυγά!
Απ’ του Ριγανά και πέρα θέλουν τα μνιά αέρα!
Απ’ του Ριγανά και πίσω, τρούπω τον κώλο σου στον ίσκιο!
Απ’ τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, πάρε την τσίτσα σου κοντά!
Δόξα να ’χεις Αγιάννη μου Θεριστή, που ’δα την πούτσα μου ορθή!
Ήρθε τ’ Αγιάννη, ανασαίνει το δρεπάνι!
Θερίζει ο Γιάννης, δροσίζει ο Αγιάννης!
Θεριστή μου κι Αγιάννη, κάνε το πράμα μου να γειάνει!
Όποιος τ’ Αγιαννιού θερίζει, ο Διάβολος τον ορίζει!
Σάματις έρθει τ’ Αγιαννιού, χαίρεται κι ο κώλος της μυλωνούς!
Τ’ Αγιαννιού τον Θεριστή, βάλε καπίστρι στο τσουπί!
Τ’ Αγιαννιού τον Θεριστή, θέλει κι η χήρα να δροσιστεί!
Τ’ Αγιαννιού τον Θεριστή, κάνουν κι οι φτωχοί γιορτή!
Τ’ Αγιαννιού τον Θεριστή, πέταξ’ η βλάχα το βρακί!
Τ’ Αγιαννιού του Θεριστή, γυρεύει και το μουνί αρτυμή!
Τ’ Αγιαννιού του Θεριστή, γυρίζει η μέρα κι η αυγή!
Τ’ Αγιαννιού του Θεριστή, δεν θέλει το μουνί ντροπή!
Τ’ Αγιαννιού του θεριστή, ούτε κότα στην αυλή.
Τ’ Αγιαννιού του Ριγανά κουρεύουνε μνιά και αρνιά!
Τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, βάλε την βλάχα ανάσκελα!
Τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, θέλουν τα μνιά δροσιά!
Τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, κουρεύουν κι βλάχες τα μνιά!
Τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, ξεψειρίζουν τα μουνιά!
Τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, ούλες τις κρένουν τα σταμνιά!
Τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, πάν’ οι βλάχοι στα βουνά!
Τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, πιάνει Λίβας τα σπαρτά!
’ Αγιαννιού του Ριγανά, ξετάζουνε οι ρουφιάνες τα ριζικά!
Τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, βάνει κι ο Διάβολος την ουρά!
Τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, χλιμιντράει κι η παπαδιά!
Τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, χωσ’ τον κώλο σου στην σκια!
Γεναριάτικο φεγγάρι με τ’ Αϊ Γιαννιού τη χάρη.
Κατά το μαστρο-Γιάννη και τα κοπέλια του.
Όχι Γιάννης, Γιαννάκης.
Δεν είναι Γιάννης είμαι γιανακτής και δεν είναι Γιαννάκης είναι γιανακουλης
Η Μάρω μένει στα βουνά κι ο Γιάννος πάει στους κάμπους
Πρόκειται για την ιπποτική συμπεριφορά του Γιάννου (πλανήτης Ερμής) προς την σύζυγό του Μάρω (πλανήτης Αφροδίτη γνωστός και σαν Αυγερινός), που της επιτρέπει να περνά ωραία τόσο το Καλοκαίρι στα ορεινά όσο και τον χειμώνα στα πεδινά.
Βγάλε το παιδί σου Γιάννη, και απόλα το στον λόγγο
Υπονοεί ότι δεν έχει καμιάν άλλη ανάγκη βοήθειας, αρκεί η μαγική κατά κάποιον τρόπο δύναμη του ονόματός του.
Είπε ο Γιάννης του Γιαννή: «Χαιρετίσματα στη Σέρ’φο
Βελερισμός (μορφή παροιμιόμυθου) που σατιρίζει κάποιον ανόητο που δεν ήξερε τι να πει την ώρα που έφευγε το καΐκι.
Κι αυτοκράτορας να γένεις, πάντα Γιάννης θε να μένεις
Για όσους αποκτούν αξιώματα αλλά παραμένουν χυδαίοι στο ήθος.
(Το κάναμε) του Γιάννου η φλογέρα
Όταν ο καθένας λέει τον πόνο του.
Άφησε ο Γιάννος την κλεψιά κι έπιασε το ζευγάρι.
Για κάποιον που αναπάντεχα νοικοκυρεύεται ή φρονιμεύει.
Καταλαχού να τσ' ο Γιάννης
Καταλαχού= κατά που έλαχε, τυχαία, κατά σύμπτωση
Δυο Γιάννηδες κι ένας Πέτρος κάνουν ολάκερο γάιδαρο