|
Αλέξανδρος την Ιλιάδα αρετής εφόδιον ενόμιζε. |
|
Ο Αλέξανδρος, ο υιός του Φιλίππου και οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων από των βαρβάρων των την Ασίαν κατοικούντων |
|
Ο Αννίβας προ των πυλών
|
|
Εννοίξαν τον απόστολον τσ΄εμίλησεν ο Παύλος βαστάζετε τον κώλο σας τσαί θα τιρντίση ναύλας
|
|
Ο Αράπης από πισω παραμονεύει |
|
Ενθάδι κείται ο μονομάχος Άρειος, ος με της μυίγιαις 'πάλευε πεζός και καβελάριος
|
|
Αριστοτέλης δε φησιν ότι οι μεν υπ’ οίνου μεθυσθέντες επί πρόσωπον φέρονται, οι δε τον κρίθινον πεπωκότες εξυπτιάζονται την κεφαλήν· ο μεν γαρ οίνος καρηβαρικός, ο δε κρίθινος καρωτικός. |
|
Τις δε βίος, τι δε τερπνόν άτερ Χρυσής Αφροδίτης; |
|
|
Αββάς και το ραβδί του |
|
Κακό πόπαθες Αβράμη που σε πήρε το ποτάμι. |
|
Του Αβραάμ και του Ισαάκ τα αγαθά / καλά
|
|
Ξέρει ο Αβράμης τι έχει στον τουρβά (σακίδιο)
|
|
Ξέρει ο Αβράμης τι έχει στον τουρβά |
|
Αγαθούλα, από που φυσάν οι μύλοι; |
|
Αγαθία και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
|
|
Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Αγάθης κουταμάρες |
|
Ολογυρίζ η Αγαθή σα τη πορδή μεσ το βρακί |
|
Καλή σου σπέρα κι΄αγαθή, και μιά κοπέλλα τορνευτή, για να φα να πιή μ΄έσένα , και να κοιμηθή μ΄εμένα |
|
Αγαθή τη λεν, μα δεν τση στέκει τ' όνομα
ή
Αγάθη τήνε λεν μα δεν του μοιάζει τ' όνομα |
|
Όποιος την έβγαλε Αγαθή, το 'καμε για να γελάσει |
|
Αδελφή Αγάθη, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
|
|
Καλόπιασε τον αγαθό να μάθεις τα μυστικά του |
|
Ανέπιασε τον α(γ)αθόν, να πει τα μυστικά του
|
|
Ο αγαθός με τον πονηρόν δε 'μονοιάζουνε
|
|
Πολίτης αγαθός και άδικος δεν γίνεται |
|
Χωρίς αέρα το πουλί, χωρίς νερό το ψάρι, χωρίς αγάπη δε βαστούν κόρη και παλικάρι. |
|
Η αγάπη είναι η πιο γλυκιά τυραννία, γιατί το μαρτύριό της το υποφέρουμε πρόθυμα. |
|
Όποις χάνει στα χαρτιά (τράπουλα) κερδίζει στην αγάπη |
|
Η αγάπη κάνει το χρόνο να περνάει.Ο χρόνος κάνει την αγάπη να περνάει.
|
|
Καινούργια αγάπη πιάνεται, παλιά δε λησμονιέται.
αλλά υπάρχει και
Καινούργια αγάπη χάνεται, παλιά δε λησμονιέται. |
|
Η αγάπη σου είναι ψεύτικη σαν του Απριλιού το χιόνι, πρωί-πρωί απλώνεται, το μεσημέρι λειώνει. |
|
Αν δεν εχεις ότι αγαπάς, αγάπα ό,τι έχεις. |
|
Αγάπη δίχως πείσματα, φαΐ δίχως νοστιμάδα. |
|
Εκεί που σ’ αγαπάνε δεν είναι ποτέ νύχτα.
ή
Εκεί που σ΄αγαπάνε δεν νυχτώνει ποτέ |
|
Η Αγάπη είναι το κλειδί για όλες τις κλειδαριές που ανοίγει τις πύλες της ευτυχίας. |
|
Καλύτερα να είσαι η αγάπη ενός γέρου παρά η σκλάβα ενός νέου. |
|
Κοντακιανός λογαριασμός, παντοτινή αγάπη. |
|
Μήτε νύχτα δίχως μέρα, μήτε νιος δίχως αγάπη |
|
Όποιος θέλει ν’ αγαπήσει, θέλει να χασομερήσει. |
|
Σ’ αγαπώ κυρά να κλάνεις, αλλά μην το παρακάνεις. |
|
Αγάπη δίχως πείσματα δεν έχει νοστιμάδα. |
|
Από μεγάλη αγάπη έρχεται κι ο πικρός πόνος. |
|
Αραμπάς με τα καρούλια…Βάσανα πού ’χει η αγάπη. |
|
Η αγάπη πύργους κυνηγά και κάστρα ρίχνει κάτω.
ή
Η αγάπη πύργους καταλεί και κάστρα ρίχνει κάτω. |
|
Η αγάπη δεν πουλιέται, ούτε αγοράζεται.
|
|
Η αγάπη είναι μια τέχνη και μάλιστα η καλύτερη απ’ όλες τις καλές τέχνες. |
|
Η αγάπη θέλει αγάπη.
|
|
Η αγάπη και το μίσος δεν κρατούν πολύ καιρό.
|
|
Η αγάπη κινεί βουνά. |
|
Η αγάπη ψωμί δε φέρνει.
|
|
Αγαπούλη, από που φυσάν οι μύλοι; |
|
Αγαπουλίνος και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
|
|
Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Αγάπιου κουταμάρες
|
|
Αδελφέ Αγάπιε, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
|
|
Τα μανίκια τς Αλέξαινας και τα κουμπιά τς Αγγέλας |
|
Αγγέλω την λεν, μα δεν τση μοιάζει τ' όνομα
|
|
Καλημέρα (Γεια σου) Αγγέλω, κουκκιά σπέρνω |
|
Αγγέλω τήνε λέν, μά' χει διαόλους μέσα της
|
|
Αγγέλω τήνε λεν, μα τσόχει άρτους και δίπλα |
|
Τον άγγελον ατ αντίδωρον κί δί |
|
Αγγέλω κρένει η μάννα σου, δεν ξέρω τι σε θέλει.. |
|
Αγγέλω την λεν, μα δεν τση μοιάζει τ' όνομα |
|
Τα μανίκια τς Αλέξαινας και τα κουμπιά τς Αγγέλας |
|
Αγγελική φωνή από γαϊδαρου στόμα |
|
Ώσπου να πά' το μήνυμαν τζιαι να 'ρτει το χαπάρι, η Αντζιελού εγέννησεν τζι έκαμεν παλληκάρι. |
|
Δε δίνει στον άγγελο θυμιάμα.
|
|
Στον άγγελό του νερό δεν δίνει!
ή
Δεν δίνει του αγγέλου του νερό. |
|
Κυριακάκης κι' Αγγελής επί των ομοίων τα ήθη |
|
Ο Αγγελάκης πάλι κουβανιέται |
|
Δε δίνει στον άγιο του λιβάνι |
|
Μια (Άλλη) φορά ήμουν άγγελος
Ή
Άλλη φορά ήμουν άγγελος, τώρ' αγγελείζουν (ή αγγελίζουν) άλλοι
Ή
Έναν καιρό 'μουν άγγελος τώρ' αγγελίζουν άλλοι. Στην βρύση που πινα νερό τώρα το πίνουν άλλοι
|
|
Αμ μεν εν τζείνος δαχαμαί εν ο αντζελός του |
|
Αν δεν έτρωγα το χοιρινό εμιλούσα με τζ' αγγέλους
|
|
Απόψε είδα τον αγγελό μου |
|
Σ’ αυτήν που είναι αγνή μπορούμε να ’χουμε εμπιστοσύνη. |
|
Η αγνότητα είναι απροστάτευτη.
|
|
Σ’ αυτόν που είναι αγνός μπορούμε να ’χουμε εμπιστοσύνη. |
|
Η αγνότητα είναι απροστάτευτη.
|
|
Κάμνω τα πικρά γλυκά και τ' άγρια μερωμένα
|
|
Ιστορίες για αγρίους είναι αυτά που μου λες.. |
|
Aκαρπότερος Aγρίππου |
|
Α' δεν έτρωγε ο Αδάμ το ξύλο της γνώσεως, δεν αναγογιόντανε όπως ήταν ολόξορκος |
|
Δεν πρωτοπλάστηκε ο Αδάμ, αλλά βγήκε ένα σκουλήκι και σιγά σιγά έγινε ο άνθρωπος |
|
Ο ιδιοκτήτης στο σπίτι είναι ότι ο Αδάμ στον παράδεισο. |
|
Κι' εγώ από τον Αδάμ γεννήθηκα |
|
Αν εγελάστηκε ως κι ο Αδάμ, είναι που ήταν η Εύα ! |
|
Αν η ομοφυλοφιλία ήταν φυσιολογική, θα έφτιαχνε τον Αδάμ και τον Εύη |
|
Αδάμ’ς αιΐδα ’κι είχ εν και πυτίδα εσέρευεν |
|
Το διαμάντι και στην κοπριά να το ρίξεις πάλι διαμάντι θα είναι.
|
|
Τον αδερφό σου αγάπαγε κι όχι το μερτικό του.
|
|
Μακριά ο αδερφός και σιμά ο γείτονας.
|
|
Που έχει αδερφό καλόγερο, έχει ζευγάρια βόδια.
|
|
Σαν αρχοντήνει ο άνθρωπος θαμπώνεται το φως του και δε γνωρίζει το φτωχό, ας είναι κι αδερφός του
|
|
Oι αδελφοί μαλλώνουσι, και το τσικάλι βράζει |
|
Πώς πάνε οι στραβοί στον Άδη;
Ο ένας κοντά στον άλλονε.
|
|
Εν τω Άδη ουκ έστι μετάνοια,
ή
Ουκ εστί εν τω Άδη μετάνοια. |
|
Άδης στον άδη και βρωμάει και τυρίλιας. |
|
Αετού γήρας κορύδου νεότης.
|
|
Αετός μυίας ου θηρεύει. |
|
Αετός εν νεφέλαις.
|
|
Αετός μυίας ου θηρεύει. |
|
Αετός μυίας ου θηρεύει. |
|
Ούμπαν γάμος και κλητόν κι Αζαρίας με το τζιμπόν’ |
|
Πήρε τον τζίτζικα γι’ αηδόνι. |
|
Αν κελαηδάει ο γάιδαρος, γκαρίζουν τ' αηδόνια. |
|
Παρά αηδόνι στο κλουβί, κάλλιο κουρούνα στο βουνί. |
|
Κοντή γυναίκα πέρδικα, ψηλή καρακαηδόνα. |
|
Όταν λαλούν οι κόρακες, τα αηδόνια φεύγουν.
|
|
Τότε λαλούν τ’ αηδόνια όταν πάψουν τα κοράκια.
|
|
Είπα ‘γω πολλά και σώνει, ας λαλήσει κι άλλο αηδόνι.
|
|
Κόστισε ο κούκος αηδόνι. |
|
Η Άρτα είναι χρυσός μπαξές, κλουβί με πέντ' αηδόνια |
|
Κόψε ξύλο φτιάσε Γιώργο κι από κουτσουκιά Θανάση, αν ρωτήσης και για Γιάννη, ότι ξύλο κόψης, κάνει
|
|
Ένας Θανάης απ' τ' Σαμπατίνα, ένας κουντός μί γένεια
|
|
Ο κόσμος καίγεται κι ο Θανάσης λούζεται
|
|
Βάν' η κόρη στ' όνειρό της άκουρους και κουρεμένους, βάνει κι ο Παπα – Θανάσης ζωντανούς και πεθαμένους
|
|
Ο Θανάσης κ' η Μαριώ γδύσαν ένα λιοτριβείο
|
|
Άι Βαρβάρα βαρβαρώνει, Άη Σάββας σαβανώνει κι Άη Θανάσης παραχώνει. |
|
Λέγε με Θανάση |
|
Ποιος Θανάσης; |
|
Κόψε κέδρο, φτιάξε Αντώνη και από πλάτανο Θανάση, εάν πεις και για το Γιάννη, όποιο ξύλο να ‘ναι κάνει |
|
Τ’ Αγι' Αντωνιού, τ' Αϊ Θανασιού, του βλάχαρου ο Χειμώνας |
|
Τ’ Αγιαντωνιού τ’ Αηθανασιού, ειν’ η καρδιά του Χειμωνιού. |
|
Κόψε ξύλο κάνε Αντώνη κι από πλάτανο Θανάση (ή Μανόλη) κι αν ρωτήσεις και το Γιάννη, ό, τι ξύλο θέλεις (έχεις) κάνει. |
|
Σαν τον Καραθάνο με τη γυάλα |
|
Γάμαε Θόδωρε κούναε Θανάση |
|
Τώρα δ' λευώ για τον άη Θανάσ';
|
|
Άϊ - Αντώνης κι' 'Αϊ- Θανάσης, χέσι μέσα στου σαξί |
|
Θανάσ' πήγε στον κουμπάρο τ' για τυρί. Ου κουμπάρος του είπε το Μάη, κι αυτός πήγε τη μέρα τ' Άϊ – Θανάσ'(18 Ιανουαρίου) και πάγωσι στο χιόν'.
|
|
Ομπρός είμαι γέροντας, οπίσω νεούτσικος, βρέφος σάν τό πουλί τής Αθηνάς – σοβαρό γέρικο ομπρός οπίσω ωρά μικρή, ασκόπουλο
|
|
Σὺν Ἀθηνᾷ καὶ σὺ χεῖρα κίνει
|
|
Κομίζει γλαύκα ες Αθήνας. |
|
Ω Αθήνα πρώτη χώρα, τί γαϊδάρους τρέφεις τώρα;
|
|
Φέρ΄ τήν Αθήνα να κάψωμε την Παραμυθιά |
|
Αθηναίοι και Θηβαίοι και κακοί Μυτηλιναίοι άλλα λένε το βράδυ κι άλλα κάνουν το ταχύ (ή πρωί
|
|
Κάλλια αχινιό στα στήθη σου παρ' Αθηνιό στο σπίτι σου |
|
Οι Αθηναίοι δυό σε δυό περπατούν για να πάρουν συμβουλή |
|
Πέρα από της Αγια Κατερίνης ψωμί σε ξένο μην δίνεις. |
|
Απ’ της Αγια Κατερίνης όξω ζωντανά μην αφήνεις. |
|
Καληνύχτα Κατερίνα τζι' η γαούρα βόσσιει |
|
Καληνύχτα Κατερίνα τζι' ο γάμος ετέλειωσεν |
|
Τση Αγία Κατερίνης ρίχνουνε τσι βαρειές τσι άνκορες! (άγκυρες) |
|
Η αγια Κατερίνα το δανείζεται το νερό |
|
Κατερίνες και Μαργιόλες, γιόμισαν οι στράτες όλες |
|
Όλα τά 'χ' η Κατινίτσα μόν ο φερετζές τής λείπει |
|
Μωρή Ρίνα καί Κατίνα καί Σοφιά και Κατερίνα φέρε μ' τά σαφιά μου καί τά μεταξωτά μου.
Μία έχεις κι είμαι γω.
Ένα τ'όχεις κι είν' ογρό καί κρέμεται στόν καπνό
|
|
Της Αγίας Κατερίνας βασιλεύ' η πούλια
|
|
Η πείνα, πρώτα χτυπά στα γόνατα κι ύστερα στην κατίνα
|
|
Όλα τα ντέρτια, ντέρτια 'ναι, ντέρτι 'ναι και η πείνα πρώτα χτυπά στα γόνατα κι' ύστερα στην κατίνα |
|
Και σκύλινα και κάτινα και αλογινα και πρόβια
|
|
Να με λαλούν Κατίνα τζ ας πεθανίσκω που την πείνα",
ή
Ας με κράζουσιγ Κατίναν τζι' ας λαώννουμαι της πείνας
ή
Να με λέγουνε Κουτίνα κι' ας πεινώ |
|
Μπρός Μαριά καί πίσω 'Ρήνη κι' αξαπίσω Κατερίνη |
|
Εμπρός Ερήνη κι' από πίσω Κατερίνη
|
|
Παντρεύτηκι η Κατερινιώ και παίρνει άντρα γιμιντζή |
|
Σφικτόν κώλον καντινιό τονε θέλει ο πηλός |
|
Αιμιλίτσα, από που φυσάν οι μύλοι;
|
|
Έμιλη και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
|
|
Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Αιμιλίας κουταμάρες
|
|
Αδελφή Αιμιλία, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι. |
|
Ό,τι κάν' η αίγα στο σουμάκι κάνει το σουμάκι στο τομάρι της |
|
Μιά μαμουναρά αίγα χαλά όλο τό κουράδι |
|
Θωρείς εκείνο το βουνί, που το πηδά η αίγα; Πηδά το και το ρίφιον της, γιατ' οι παλιοί το λέγα
|
|
Ένα δεμάτι αίγα και μια σούβλα γάλα
|
|
Ξύσε ξύσ΄ η αίγα ήβγαλε τ΄ ομμάτι της |
|
Ξύσε ξύσε η αίγα ήαλε το τσέρατσο στοκ κώλο της |
|
Ποτζεί π΄ αππήησεν η αίγια εν ν αππηήση τζαί το ρίφιν |
|
Ξύσε ξύσ΄ η αίγα ήβγαλε τ΄ ομμάτι της |
|
Ώσπου να κάμη η αίγα μπέ, χάνει μια μπουκιά
|
|
Εσ σαν τογ κώλον της αίγιας, που τα κάμνει σαν τα πατερημά
|
|
Άμ' αστράψη του Ακάμα ούλα τα νερά δικά μας
|
|
Από ρόδο βγαίνει αγκάθι |
|
Η πείνα κάνει γλυκά ακόμα και τ' αγκάθια] |
|
Κριβός στη στάχτη, φτηνός στ’ αλεύρι
|
|
Ίντα κάνεις Αλεβίζο; Την πιστόλα μου γεμίζω |
|
Ίντα κάνεις Αλεβίζο; Την πιστόλα μου γεμίζω
|
|
Τα κουμπιά της Αλέξεως, ή
Τα κομβία της Αλέξαινας, ή
Τα κουμπιά της Αλέξαινας |
|
(Αυτά είναι) Τα νέα της Αλεξάντρας, |
|
Ο Μεγαλέξανδρος και το καταραμένο φίδι !!! |
|
Το παίζει Αλέκος. |
|
Εἰ μὴ Ἀλέξανδρος ἤμην, Διογένης ἂν ἤμην. |
|
Ο Καίσαρας έχει παραπάνω από τον Αλέξανδρο, τον Καρλομάγνο και τον Ναπολέοντα, ότι ο Ιησούς πρόφερε το όνομά του. |
|
Ο μεν Ηφαιστίων φιλαλέξανδρος, ο δε Κρατερός φιλοβασιλεύς.- Ο μεν Ηφαιστίων είναι φίλος του Αλεξάνδρου, ο δε Κρατερός φίλος του βασιλιά - |
|
Αλέξανδρος ο βασιλιάς, είχε τράγινο εις αυτί
|
|
Ο βασιλιάς Αλέξανδρος, απού 'χε το παλάτι όπου 'φτανε η χέραν του εκρέμα το καλάθι |
|
Πήγα να διαλέξω και πήρα τη γκαβ' Αλέξω
|
|
Σαν πήγα να διαλέξω, πήρα τ' γκαβό 'Λέξω, σαν πήρα αράδ' αράδα πήρα τ' Βιργινάδα |
|
Αδελφή Αλέξια, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
|
|
Αλεξούλα, από που φυσάν οι μύλοι; |
|
Αλέξα και μυαλό, καβούροι με φτερούγες |
|
Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Αλέκας κουταμάρες |
|
Τα μανίκια τς Αλέξαινας και τα κουμπιά τς Αγγέλας |
|
Τα κουμπιά της Αλέξεως
|
|
Μια κυρά κι πέντ' Αλέξου
|
|
Τα κουμπιά της Αλέξαινας
ή
Αυτά είναι τα κουμπιά της Αλέξαινας
ή
Τα κομβία της Αλέξαινας. |
|
Ρέ Αλέξη, κάκνος είσι γιά λελέξι
|
|
Αμ πής Αλέξι το πόδι σου να παίξει και το φτίσ σου να χορέψει |
|
Οι όρνιχες της Κουκουνούς τζαι τ' αβκά του Αλέξη. |
|
Η αλήθεια είναι κουτσή, αλλά φτάνει στην κορφή. |
|
Ἐν οἴνῳ αλήθεια.
. |
|
Αλήθεια χωρίς ψέμα, φαΐ χωρίς αλάτι.
|
|
Από μικρό κι από χαζό (τρελό) μαθαίνεις την αλήθεια.
|
|
Η αλήθεια βασιλεύει και το ψέμα ψέγεται.
|
|
Η αλήθεια είναι πικρή, αλλά πρέπει να λέγεται.
|
|
Η αλήθεια είναι του Θεού και το ψέμα του διαόλου.
|
|
Η αλήθεια έρχεται κι όταν δεν τη ζητήσει κανείς.
|
|
Η αλήθεια θα λάμψει κι ας περάσουν χίλια χρόνια.
|
|
Η αλήθεια και το λάδι πάντα βγαίνουν από πάνω.
|
|
Η γλώσσα λησμονάει και λέει την αλήθεια. |
|
Η κολακεία φέρνει φίλους, η αλήθεια εχθρούς.
|
|
Ο καιρός ξεσκεπάζει την αλήθεια.
|
|
Όποιος λέει την αλήθεια έχει το Θεό βοήθεια.
|
|
Πολλές φορές η αλήθεια έρχεται κι όταν ακόμα δεν τη ζητούμε.
|
|
Την αλήθεια πάντα κράτει και το ψέμα ας έχει αλάτι.
|
|
Το να βλέπω είναι αντίληψη, μα το να αισθάνομαι είναι αλήθεια.
|
|
Το φαρμάκι είναι πικρό στη γλώσσα, η αλήθεια στ’ αυτιά.
|
|
Ο Γενάρης κι αν γεννάται του καλοκαιριού θυμάται. |
|
Χέστηκε η φοράδα στ’ αλώνι |
|
Τo να σαι και παππούς αυτό δεν είναι πράμα,
το να 'χεις μυαλό Αμβρόσιου,
εκείνο είν' το δράμα! |
|
Ιά κάποιοι και 'ια μερικοί ευρέθη κι' η Αμερική
ή
ήτονε κι' η Αμερική |
|
Τ’ αμπέλι θέλει αμπελουργό, το σπίτι νοικοκύρη και το καράβι στο γιαλό θέλει καραβοκύρη. |
|
Η καλή καρδιά φυτεύ' αμπέλι, κ' η κακή το ζερριζώνει |
|
Μ' ανάξιο αμπελουργό τ' αμπέλι δεν προκόβει.
|
|
Σαν το κλάδεμα του αμπελιού |
|
Νερόν τζι αμπέλι, τζι αναρήν με το μέλι |
|
Τ' αμπέλι δεν θέλει προσευχή, τ' αμπέλι θέλει το τσαπί.
|
|
Για να φας αμύγδαλο, πρέπει να το σπάσεις . |
|
Η καλή αμυγδαλιά ανθίζει το Γενάρη και βαστάει τα αμύγδαλα μέχρι τον Αλωνάρη .
|
|
Αν πρώιμα η αμυγδαλιά ανθίσει το Δεκέμβρη , βαρύς χειμώνας κι όψιμος θε να ‘ρθει να μας εύρει .
|
|
Χέρι κάτασπρο κι αφράτο και ποδάρι αμυγδαλάτο. |
|
Ο τεμπέλης δεν τρώει τ’ αμύγδαλα, για να μην τα σπάσει. |
|
Ο Νότος δένει αμύγδαλα, κι' ο κυρ Βοριάς απίδι κι' η συνεβριά τα πωρικά κι' ο εξάνεμος τα μήλα |
|
Η αθασιά, η στρινιαρκά, γεννά που τόγ Γεννάριν |
|
Ο Μπρούσκος το είπε και ο Ανανίας το επικύρωσε |
|
Ώσπου ν’ αλλάξει ο γιορτιλής, σκόλασε η Ανάσταση.
|
|
Λαζαch μαζάch τον Θόδωρον, πρεμέζ την Ναστασίαν |
|
Τρεις στα Γέννα, τρεις στα Φώτα κι έξι στην Ανάσταση. |
|
Ώσπου ν’ αλλάξει ο γιορτιλής, σκόλασε η Ανάσταση. |
|
Αδελφέ Αναστάση, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
|
|
Στάσος και μυαλό, καβούροι με φτερούγες |
|
Άστραψε στην Ανατολή και βρόντηξε στη Δύση. |
|
Κόκκινη ανατολή καλοκαιρία, κόκκινη δύση κακοκαιρία
|
|
Άστραψε στην Ανατολή και βρόντηξε στη Δύση. |
|
Η Αντριάνα επνίετουν μέσα σ' ένα ποτήρι |
|
Οταν έρθ' η γνώση, πάει η ανδρεία
|
|
Νύν εν τω γήρατι επιδείξομαι την ανδρείαν
|
|
Η σοφία νικά (σήμερα) την αντρεία |
|
Όπου δε χωρεί αντρειά έρχεται η πονηριά
|
|
Τ' είν' που φελά η αντρειά, σα λείπ' η φρονιμάδα
|
|
Όταν είναι η αντρειά, λείπ' η γνώση κι όταν έλθ' η γνώση, πάει κ' αντρειά
|
|
Αδελφή Άνδρεα, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
|
|
Αντρούλα, από που φυσάν οι μύλοι;
|
|
Αντρούλα και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
|
|
Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Αντρούλας κουταμάρες |
|
Πόθεν που τ' Αντριά γουμάρα κι του Κώστα πουλαρίνα
|
|
Στσί τριάντα τ' άη αντρία αρχινάει μέρα μία
|
|
Τ' αϊ Ντρικά αντριών η νύχτα |
|
Τον Απρίλη και το Μάη το μουνί φουρομανάει τον Αντριά και το χαμένο χώσ' τον μέσα τον καημένο |
|
Τουν Αντριά κι' του χαλάζ κακό δεν κάν' |
|
Στις τριάντα (30 Νοεμβρίου) τ' Αντριά (Αγίου Ανδρέα) αντρειεύεται το κρύο, τα ζώα και τα σπαρτά |
|
Α' τ'αϊά Δριά κι εκεί πηδά η μέρα, πηδά και του βοσκού η 'υναίκα |
|
Άμα κατσιαρίση ο άις Αντριάς έσει νερά
|
|
Ανδρέαν δεν ετίμησες, Θεόν δεν εφοβήθης
|
|
Αντρέας με τ' αντρειωμένα χιόνια
|
|
Εις τις τριάντα τ' Αντρία, στις έξι του Νικόλα
|
|
Τ' αγιά Αντρέα αντρειούται η μέρα, της αγιάς Άννης ανασαίνει, τ' αΐ Σπυρή παίρνει ένα σπειρύ τ' αΐ Δανιλίου νιώθουντο σ' τα γαϊνσύρια, τ' αϊ Βασιλείου παίρνει μιαν ώρα
|
|
Ο απόστολος Βαρνάβας ανοί(γ)ει τα παντα(γ)ύρκα τζ' ο απόστολος Αντρέας βαδώννει τα
|
|
Στις τριάντα Αϊντριάς, αντριεύετ' ο βοριάς
|
|
Τ’ Αγιαντρεός ο καιρός θεριώνει, χώνει τη γριά στο παραγώνι. |
|
Αης – Ανδρέας έφθασε, το κρύο αγριεύει. |
|
Άδρωπον Αντρίαν, γάαρον σιερκάν τζαι γεναίκαμ Μαρούν έσσω σου μεβ βάλεις. |
|
Απ’ τ’ Απόστολου Αντρέα, αντρειώνει η μέρα. |
|
Άης Αντρέας έφτασε, το κρύο αντρειεύει. |
|
Ο Πελλαντρίκκος με την τζιυλιτούραν |
|
Απ’ τ’ Αγιά Αντρεός και μετά τρύπωσε ο γέρος στα σκουτιά. |
|
Αγιαντρέας φεύγει στο χειμώνα μας παντρεύει.
|
|
Αν βρέχει τ’ Αγιά Αντρεός, θα είναι ο Μάης καυτερός κι αν τ’ Αγια Αντρεός χιονίζει, ο Απρίλης τα σπαρτά μαυρίζει.
|
|
Τ’ Αγιαντρεός θεριεύει ο καιρός. |
|
Τ’ Αγιαντρεός ο καιρός θεριώνει, χώνει τη γριά στο παραγώνι.
|
|
Τ’ Αγιαντρεός, αντρειεύει ο καιρός. |
|
Αντρονίκη, όνομα τζιαι πράμα |
|
Χόρευε, κυρά Ντουντού, κοίταζε και του σπιτιού |
|
Έτσι τάχει το λινάρι, να ανθή τον Αλωνάρη!
|
|
Εύκου του ξένου κήπου ν΄ανθή ο δικός σου
|
|
Δεντρολίβανος ανθεί τσ' ατσιγκάνου την αυλή κι' ανθεί κι' αν ανθή πάλι τσιγκανιές βρωμά
|
|
Αγκάθι δεν είναι που να μην κάνη τ΄άνθη του
|
|
Τ' άνθω πέφτουνε, μα τ΄αγκάθια μένουνε |
|
Θάλασσα, πικροθάλασσα και πικροκυματούσα όλοι σε λένε θάλασσα κι εγώ ανθούσα |
|
Ένας ανθός έαρ ού ποιεί.
|
|
Έτσι τάχει το λινάρι, να ανθή τον Αλωνάρη!
|
|
Εύκου του ξένου κήπου ν΄ανθή ο δικός σου
|
|
Δεντρολίβανος ανθεί τσ' ατσιγκάνου την αυλή κι' ανθεί κι' αν ανθή πάλι τσιγκανιές βρωμά
|
|
Όλα τ΄ άνθη κ΄ η πασχαλίτσα |
|
Αγκάθι δεν είναι που να μην κάνη τ΄άνθη του
|
|
Τ' άνθω πέφτουνε, μα τ΄αγκάθια μένουνε |
|
Η αγάπη δεν είν' ανθός να πέση μόν' είναι βάτος με κλαδιά κι αλίμονο ποιος μπλέξη
|
|
Ατσάλι το αλαλιάς κι' ανθός τση κουταμάρας |
|
Μην το περηφανεύεσαι και μην το κάνης νάζι, γιατ' ο Θεός την ομορφιά σαν άνθος την τινάζει
|
|
Ο κόσμος ειν ένα δενδρί, κ' εμείς είμαστ' ο ανθός του, κι ο χάρος ειν ο τρυγητής που κοβι τον καρπό του
|
|
Ήρθε της Αγίας Άννης κάτσε ήλιε μου να ξανασάνεις
|
|
Της Αγίας Άννης ανασαίν' η μέρα
|
|
Έκαμε ο σκαλτζής (Γλυδής) σκαλτζούνι κι' η Μαγδαληνή τζιπούνι, κι' η Αννούλα μας φουστάνι ω τι σείσιμο που κάνει! |
|
Αλί καϋμένη Αννιό, που του κόπηκε το κοντό |
|
Άγιας Άννης να λογιέσαι και να μη δοξολογιέσαι. |
|
Σήμερα εσηκώσαμε το μωρό της Ανέττας |
|
Απού τσ Αγίας Άννας κι εκεί παίρνει ο νήλιος προς τα βόρεια μέρη και πηδά ο πετεινός και πηδά ο άρνος και πηδά ο βοσκός και πηδά του βοσκού η 'υναίκα |
|
Τ' αγιά Αντρέα αντρειούται η μέρα, της αγιάσ Άννης ανασαίνει, τ' αΐ Σπυρή παίρνει ένα σπειρύ τ' αΐ Δανιλίου νιώθουντο σ' τα γαϊνσύρια, τ' αϊ Βασιλείου παίρνει μιαν ώρα |
|
Άλλοτες ελέανε πως απού τσ' Αγίας Άννας, π' αρχινά η μέρα και μεγαλώνει, παίρνει ο νήλιος προς τα βόρεια μέρη και πηδά ο άρνος και πηδά και του βοσκού η 'υναίκα
|
|
Από τσ' Αγίας Άννας, αξαιν' η μέρα νιά γατοπατησιά
|
|
Απού τσ' Αγίας Άννας παίρνει (αρχίζει) η μέρα και μεγαλώνει κι απού τ' Αη Ιαννιού του Κληδόνου παίρνει (αρχίζει) και μικραίνει
|
|
Τ' αγιά Αντρέα αντρειούται η μέρα, της αγιάσ Άννης ανασαίνει, τ' αΐ Σπυρή παίρνει ένα σπειρύ τ' αΐ Δανιλίου νιώθουντο σ' τα γαϊνσύρια, τ' αϊ Βασιλείου παίρνει μιαν ώρα
|
|
Άγιας Άννης να λογιέσαι και να μη δοξολογιέσαι |
|
Ένας κούκος δε φέρνει την άνοιξη |
|
Περπάτα ελαφρά την άνοιξη. Η Μητέρα Γη είναι έγκυος |
|
Αν δε σπείρεις την Άνοιξη, δε θερίζεις το Καλοκαίρι. |
|
Αν δε σπείρεις την Άνοιξη, σε αργεί το Καλοκαίρι. |
|
Λουλουδάτα τρία πανέρια, η άνοιξη κρατάει στα χέρια. |
|
Μ’ ένα λουλούδι, Άνοιξη δεν έρχεται. |
|
Αντισθένους Ιμάτιον |
|
Είσαι για τον Άγιο-Αντώνη. |
|
Κόψε κέδρο, φτιάξε Αντώνη και από πλάτανο Θανάση, εάν πεις και για το Γιάννη, όποιο ξύλο να ‘ναι κάνει |
|
Τ’ Αγι' Αντωνιού, τ' Αϊ Θανασιού, του βλάχαρου ο Χειμώνας |
|
Τ’ Αγιαντωνιού τ’ Αηθανασιού, ειν’ η καρδιά του Χειμωνιού. |
|
Κόψε κέδρο κάμε Αντώνη, κι από πλάτανο Μανώλη, κι αν ρωτάς και για τον Γιάννη, ό,τι ξύλο κόψεις κάνει. |
|
Κόψε ξύλο κάνε Αντώνη κι από πλάτανο Θανάση (ή Μανόλη) κι αν ρωτήσεις και το Γιάννη, ό, τι ξύλο θέλεις (έχεις) κάνει. |
|
Κόψε ξύλο κάνε Αντώνη κι από πλάτανο Θανάση (ή Μανόλη) κι αν ρωτήσεις και το Γιάννη, ό, τι ξύλο θέλεις (έχεις) κάνει. |
|
Μπρος Μαρία, πισ’ Αντώνης |
|
Μπρος Μαριώ και πίσω Αντώνα |
|
"Είναι η μούλα του Παπάντωνη" |
|
Τ’ Αγι’ Αντωνιού, τ’ Αϊ-Θανασιού, του βλάχαρου ο χειμώνας. |
|
Κόψε κέδρο, φτιάξε Αντώνη και από πλάτανο Θανάση, εάν πεις και για το Γιάννη, όποιο ξύλο να ‘ναι κάνει. |
|
Παντρεύτηκε η Μαρία και πήρε τον Αντώνη με τρύπιο παντελόνι |
|
Τις δεκαεφτά του Γεναριού είναι κυρά τ’ Άγι’ Αντωνιού. |
|
Τ’ Αγιαντωνιού τ’ Αηθανασιού, ειν’ η καρδιά του Χειμωνιού. |
|
Μπρος Μαριώ και πίσω Αντώνα. |
|
Κόψε κέδρο κάμε Αντώνη, κι από πλάτανο Μανώλη, κι αν ρωτάς και για τον Γιάννη, ό,τι ξύλο κόψεις κάνει. |
|
Κόψε ξύλο κάνε Αντώνη κι από πλάτανο Θανάση (ή Μανόλη) κι αν ρωτήσεις και το Γιάννη, ό, τι ξύλο θέλεις (έχεις) κάνει. |
|
Αγάιτα, Αντώνη, κι' ο πουγγος σηκώνει |
|
Γκιόνης σκούζει, Γκιόνης δέρνει, Γκιόνης πάνει κι άγκαλνάει. |
|
Κουρέματα σου σαν τσ' αμπλάς, μια λύρα σαν τ' Αντώνη |
|
Ανήμερα τ' Αγι' – Αντωνιού, μας έπιασε φουρτούνα, ανάμεσα στο πέλαος μαζεύαμε μπαρμπούνια |
|
Και να τον κάψη κι' η φωτιά, του άϊ Αντωνιού η λάβρα |
|
Ως τ' άγι- Αντωνιού παγώνα πάει η τρούλλα του χειμώνα |
|
Ως τ' άγι- Αντωνιού παγώνα πάει η τρούλλα του χειμώνα |
|
Ως τ' αγι - Αντωνιού, τρυγόνα, είν' η γούρια του χειμώνα |
|
Κόψε ξύλο κάμε Αντώνη πάλε ξύλινος ο Αντώνης |
|
Μπρος Μαρία, πισ’ Αντώνης |
|
Πότε σου μημ πιστέησαι ΄ς την τίμια σου γυναίκα μα το κακόν οπόποθεν ο μαύρος Παπαντώνης |
|
Να σε παντρέψουμε Αποστόλη; Εσείς ξέρετε μαστόροι |
|
Δώδεκα Απόστολοι, καθένας με τον πόνο του |
|
Χέσε μέσα Αποστόλη που δεν πήραμε την Πόλη |
|
Απόστολος παρήγορος χασάπικης ειρήνης
|
|
Σε δώδεκα αποστόλους ήταν κι' ένας Ιούδας |
|
Των Αγίων Αποστόλω τα παπούτσα και στο δρόμο |
|
Από δώδεκ' Αποστόλους και πάλιν ο ένας ήβγεν κακός |
|
Απουπόξω μπέλα μπέλα κι' απού μέσα κατσιβέλα
|
|
Από 'πόξω μπέλα μπέλα κι από μέσα δεν εφέλα |
|
Κι η αράχνη για να βγάλει το ψωμί της κάθε μέρα υφαίνει και ξυφαίνει. |
|
Κουκουβάγιες και αράχνες στα αρχοντικά. |
|
Η αράχνη τα μικρά έντομα πιάνει και τα μεγάλα της χαλάνε τον ιστό. |
|
Αν καταλάβω Αράπης να γίνω |
|
Τόν άράπη νά λευκαίνης, τοϋ κουφοϋ νά τυμπανίζης,
τοΰ τυφλοΰ νά δείχνης στράταν, εύκαιρα τόν κόπο χάνεις.
|
|
-Χόρεψ’, Αράπη. -Δεν αδειάζω, αφέντη.
Χόρεψ’ άράπη — δέ μπορ’ άφέντη |
|
Σαν το μαλλί του Αράπη |
|
Αρβανίτη αν κάνεις φίλο, κράτα και κανένα ξύλο. |
|
Την Αργύρω βάλε να στα σάσω |
|
Ο Αργύρης κ΄ η Χρυσούλα, έκαμαν το Φαταούλα
|
|
Του βούλλωσ' ο Αργύρης το στόμα
|
|
Όταν ΄μιλούν οι ιερείς, Αργύρη, μη ΄μιλείς |
|
Στων αμαρτωλώ τη χώρα κι ο Αδραβάνης ’πίσκοπος
|
|
... του Αρείου το απύλωτον στόμα…
|
|
Η κακία πεθαίνει, αλλά η αρετή δεν πεθαίνει |
|
Αρετούσα τηνε λές την πολυειδωμένη
|
|
Αρετούσα τηνε λές την χιλιομουσκεμένη
|
|
Και πούθεμ μπου Ρωτόκριτος, και πούθεμ που Αρετούσα |
|
Είναι πολλά τα λεφτά Άρη…
Ήταν πολλά τα λεφτά, Άρη.
|
|
Η Άρτα είναι χρυσός μπαξές, κλουβί με πέντ' αηδόνια
|
|
Ο Θεός να σε φυλάει από Αγιαννιώτη Τούρκο κι από Αρτινό Χριστιανό
|
|
Αμη αποτάσσει ο Άγι – Αρτέμης κοντάρζα; |
|
Αδελφέ Αρτέμιε, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι. |
|
Αρτεμάκη, από που φυσάν οι μύλοι;
|
|
Αρτέμης και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
|
|
Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Αρτέμη κουταμάρες
|
|
Ένα μύδι κι ένα στρείδι κάνουνε τον Αρχιμήδη |
|
Η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά. |
|
Αν αρτυθείς να φας αρνί κι αν κλέψεις να είν' ασήμι |
|
Ασημένια μου μιλιά, χρυσή μου βουβαμάρα |
|
Η Μάρω μένει στα βουνά κι ο Γιάννος πάει στους κάμπους |
|
Τ' άι Φιλίππου φίλησε κερά Πούλια την δύσι, και συ γλυκιέ Αυγερινέ την νύκτα για να σβύση |
|
Όσο με βόηθηκε η νύχτα και η αυγή, δε με βόηθηκε μήτε μάνα μήτε αδερφή.
|
|
Βοηθάει η νύχτα κι η αυγή σαν να ‘χω μάνα κι αδερφή.
|
|
Αράχνη είδες την αυγή; Σε καλό δε θα σου βγή
|
|
Η νύχτα βγάζει επίσκοπο κι η αυγή μητροπολίτη. |
|
Τ’ Αγιαννιού του Θεριστή, γυρίζει η μέρα κι η αυγή! |
|
Αν δεν δουλέψεις την αυγή, γυμνός θα είσαι τη Λαμπρή. |
|
Τση μελαχρινής η τζιέρα, νόστιμ' είναι κάθε μέρα και τση άσπρης τση μπουχνάτης, μιαν αυγή 'ν' η ομορφιά της |
|
Αν είν' παπάς και λειτουργά, η αυγή θα μας το δείξει. |
|
Μαύρα κι άσπρα σύγνεφα, η αυγή τα ξεχωρίζει |
|
Αύγουστε, καλέ μου μήνα, να 'σουν δυο φορές τον χρόνο.
|
|
Ήρθε ο Αύγουστος, πάρε την κάπα σου.
|
|
Κάθε πράμα στον καιρό του και ο κολιός τον Αύγουστο
|
|
Μακάρι σαν τον Αύγουστο να 'ταν οι μήνες όλοι.
|
|
Πάτησε και ο Αύγουστος, η άκρη του χειμώνα
|
|
Ο Αύγουστος νοικοκυράκος και ο Μάρτης διακονιαράκος.
|
|
Να ’σαι καλά τον Αύγουστο που είναι παχιές οι μύγες. |
|
Αφροδίτη ύν τέθηκε
Θυσίασε γουρούνι στην Αφροδίτη
Αρχαιοελληνική παροιμιακή φράση
|
|
Η Μάρω μένει στα βουνά κι ο Γιάννος πάει στους κάμπους = |
|
Το ξέρει ο Αχμέτ, ο Μεχμέτ, και ο κόσμος όλος. |
|
|
Πάσαι ουν αι γενεαί από Αβραάμ έως Δαυΐδ γενεαί δεκατέσσαρες, και από Δαυίδ έως της μετοικεσίας Βαβυλώνος γενεαί δεκατέσσαρες, και από της μετοικεσίας Βαβυλώνος έως του Χριστού γενεαί δεκατέσσαρες.
|
|
Άρξον χείρ μου αγαθή, γράψον γράμματα καλά, μη δαρθής και παιδεθής και στον φάλαγκα βαλθής = Ερμηνεία: Εν τη ώα. Εν αρχή κώδικος της Μονής το εύρον ούτω: άρξον, χείρ μου αγαθή γράφε γράμματα καλά, μη ντραπής και λυπηθής κι' εις τον φόρον ντροπιάστης |
|
Όταν αγάπη και ικανότητα δουλεύουν μαζί, να περιμένεις ένα αριστούργημα.
|
|
Τα πουλιά είναι σαν την αγάπη. Υπήρχαν πάντα. Όλα τα είδη εξαφανίζονται, αλλά όχι τα πουλιά. Όπως η αγάπη.
Μαργκρίτ Ντυράς, 1914-1996, Γαλλίδα συγγραφέας |
|
Sine Cerere et Baccho friget Venus.
Χωρίς Δήμητρα και Βάκχο (Διόνυσο), η Αφροδίτη παγώνει
|
|
Αγάπη: μια περαστική ασθένεια που θεραπεύεται με το γάμο. = |
|
Τη μέρα που η δύναμη της αγάπης θα υπερνικήσει την αγάπη της δύναμης, ο κόσμος θα γνωρίσει την ειρήνη. |
|
Αγησίλαος ερωτώμενος πώς μεγάλην εκτήσατο δόξαν έφη:
«θανάτου καταφρονήσας.» |
|
Ο Αρκάς Αγλαός ο ψωφίδιος ο ευτυχέστερος των ανθρώπων. |
|
Τα πάντα πρέπει να τα θεωρούμε αγνά, ώσπου ν’ αποδειχτεί το αντίθετο.
|
|
Τα πάντα πρέπει να τα θεωρούμε αγνά, ώσπου ν’ αποδειχτεί το αντίθετο.
|
|
Γυμνήν είδε Πάρις με και Αγχίσης και Άδωνις. Τους τρεις οίδα μόνους. Πραξιτέλης δε πόθεν; |
|
Ο Αδάμ ήταν άνθρωπος: δεν θέλησε το μήλο για το μήλο, το θέλησε επειδή ήταν απαγορευμένο.
|
|
Πιστεύεται ότι το κρανίον του πρωτοπλάστου Αδάμ ήτο τόσον μέγα, ώστε εκ των κοιλωμάτων των οφθαλμών αυτού ηδύνατο να διήθη ελευθέρης ανήρ έφιππος.
|
|
Εχθρεύομαι όσο και τις πύλες του Άδη εκείνον που άλλα κρύβει μέσα του κι άλλα απ᾿ το στόμα βγάζει. |
|
Γυμνήν είδε Πάρις με και Αγχίσης και Άδωνις. Τους τρεις οίδα μόνους. Πραξιτέλης δε πόθεν;
|
|
Οι υψηλές θέσεις είναι σαν τα απότομα βράχια: μονάχα οι αετοί και τα ερπετά μπορούν να φτάσουν στην κορυφή. |
|
Βλέπουμε τους αετούς να πετούν ψηλά μόνοι τους, ενώ τα πρόβατα μαζεύονται σε κοπάδι.
|
|
Οι ανώτεροι άνθρωποι είναι όπως οι αετοί που χτίζουν τις φωλιές τους ψηλά, σε απρόσιτα σημεία.
|
|
Μακάρι ο φαλακρός αετός να μην είχε επιλεγεί σαν έμβλημα της Αμερικής. Είναι ένα πουλί με απαίσιο και ανήθικο χαρακτήρα. Και δεν βγάζει το ψωμί του τίμια.
Βενιαμίν Φραγκλίνος, 1706-1790, Αμερικανός πολιτικός & συγγραφέας |
|
Μην κακαρίζεις σαν πάπια, να πετάς ψηλά σαν αετός. |
|
Τα παιδιά είναι η μόνη μορφή αθανασίας για την οποία μπορούμε να είμαστε σίγουροι. |
|
Διογένης
Αθλίας, παρ’ αθλίου, δι’ Αθλίου προς άθλιο.
|
|
Διογένης
Καγώ, φησίν, Διογένης ο κύων.
|
|
Η Σοβιετική Ένωση είναι το νόθο παιδί του Καρλ Μαρξ και της Μεγάλης Αικατερίνης. |
|
Ουκ αισχύνει, ω Αισχίνη, ή της πόλεως αισχύνη, καταισχύνεις αισχύνης;'
(Δεν ντρέπεσαι Αισχίνη, εσύ, που αποτελείς τη ντροπή της πόλης, να καταντροπιάζεις τη ντροπή;). |
|
Ακαδημία:
(1) Αρχαίο σχολείο όπου εδιδάσκοντο η ηθική και η φιλοσοφία
(2) Σύγχρονο σχολείο όπου διδάσκεται το ποδόσφαιρο.. |
|
Όποιος δεν γνωρίζει γεωμετρία να μην μπει.
Ρητό γραμμένο πάνω απ' την πύλη της Ακαδημίας (του Πλάτωνα). |
|
Αλέξανδρος ερωτηθείς πού αυτώ οι θησαυροί εισί, επιδείξας τους φίλους έφη «εν τούτοις» |
|
Αν θες να πεις στους ανθρώπους την αλήθεια, κάν’ τους να γελάσουν, αλλιώς θα σε σκοτώσουν. |
|
H αλήθεια είναι υπερβολικά γυμνή. Δεν διεγείρει του άντρες. |
|
Επίκτητος
Ανίκητος είναι δύνασαι, εάν εις μηδένα αγώνα καταβαίνης, όν ουκ έστιν επί σοι νικήσαι.
|
|
Κείνο που σου προσάπτουνε τα χελιδόνια είναι η άνοιξη που δεν έφερες.
|
|
Άνοιξη είναι η παιδική ηλικία του έτους.
|
|
Μπορείς να κόψεις όλα τα λουλούδια, αλλά δεν μπορείς να εμποδίσεις την Άνοιξη να ‘ρθει. |
|
Δεν είναι η άνοιξη που ήλθε, είναι που μου χαμογέλασες. |
|
Την άνοιξη αν δεν την βρεις τη φτιάχνεις. |
|
Tην άνοιξη η φύση φορά τα γιορτινά της |
|
Αντιγόνη (Σοφοκλέους)
Δεν είναι στη φύση μου να μισώ, αλλά να αγαπώ. |
|
Εμέ δε Άνυτος και Μέλητος αποκτείναι μεν δύνανται, βλάψαι δε ού.
Σωκράτης, 469-399 π.Χ., Φιλόσοφος |
|
Αίσωπος ερωτηθείς τι των ζώων σοφώτατον, «των χρησίμων», έφη, «μέλισσα, των δ’ αχρησίμων αράχνης». |
|
Αιδώς Αργείοι: |
|
Αρετής προπάροιθε ιδρώτα θεοί αθάνατοι θήκαν.
(Μπροστά στην αρετή οι αθάνατοι θεοί έβαλαν τον ιδρώτα.)
|
|
Θέλει Αρετήν και Τόλμην η Ελευθερία
|
|
Η ανώτατη αρετή δεν είναι νά’ σαι ελεύτερος, παρά να μάχεσαι για ελευτερία. |
|
Οι κομψοί λόγοι και η προσεγμένη εμφάνιση σπάνια συμβαδίζουν με την αρετή. |
|
Μια είναι η αρετή, να αποφεύγεις πάντα το κακο.
|
|
Όταν μια γυναίκα αγαπάει, συγχωρεί τα πάντα, ακόμα και τα εγκλήματά μας. Όταν δεν μας αγαπάει, δεν της αρέσει τίποτα πάνω μας, ούτε καν οι αρετές μας. |
|
Ιωάννης Στοβαίος
Αριστείδης ο δίκαιος ερωτηθείς τι εστι το δίκαιον, «το μη αλλοτρίων επιθυμείν», έφη. |
|
Είς εμοί μύριοι, εάν άριστος εί.
Για εμένα, ο ένας αξίζει όσο δέκα χιλιάδες, εάν είναι άριστος.
|
|
Αν ο μέσος άνθρωπος είναι πλασμένος «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» του Θεού, τότε άνθρωποι όπως ο Μπετόβεν και ο Αριστοτέλης ήταν ανώτεροι από τον Θεό.
|
|
Το πιο απλό παιδί που πάει σχολείο σήμερα είναι εξοικειωμένο με δεδομένα για τα οποία ο Αρχιμήδης θα έδινε τη ζωή του. |
|
Τα καθαρά Μαθηματικά είναι το καλύτερο παιχνίδι του κόσμου. Σε καθηλώνει πιο πολύ από το σκάκι, έχει μεγαλύτερο ρίσκο από το πόκερ και διαρκεί περισσότερο από τη Μονόπολη. Και είναι δωρεάν, μπορείς να το παίξεις παντού —ο Αρχιμήδης το έπαιζε στη μπανιέρα του. |
|
Ω ματαιοδοξία! Είσαι ο μοχλός με τον οποίο ο Αρχιμήδης ευχήθηκε να κινήσει τη γη! |
|
Sine Cerere et Baccho friget Venus.
Χωρίς Δήμητρα και Βάκχο (Διόνυσο), η Αφροδίτη παγώνει
|
|
|
Αγάπησε τη γλώσσα σου για να καρπίσει ο νους σου |
|
Ακαρπότερος Ἀγρίππου |
|
Ιδρώτα θέλ’ η αρετή |
|
Ξυνόν ανθρώποις Άρης. |
|
Αρηϊφάτους θεοί τιμώσι και άνθρωποι |
|
|
Η Άβα την Τετάρτη, μας γύρισε την πλάτη |
|
Ο Άβας την Τετάρτη, μας γύρισε την πλάτη |
|
Ἀβδηριτισμόν ὀφλισκάνεις; |
|
Η θυσία του Αβραάμ |
|
Σπέρμα Αβραάμ |
|
Τ' Αβραάμ τ' αγαθά |
|
Τ' Αβραάμ τ' καλά
'Η
Τ' Αβραάμ τ' καλά και του Ισαάκ τα κουλουκύθια |
|
Ο Θεός να σουδώση του Αβραάμ και του Ισαάκ τ'αγαθά
|
|
Κόλποι του Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ |
|
Εν τούτῳ πεδίλῳ πόδ' ἔχειν |
|
Αγαθούς τίμα
|
|
Αρετή την λέν τη στρίγλα |
|
Αγαθή λαλιά δεν με δίνει
|
|
Είσαι τέλεια Αγαθώ
|
|
Αγαθή Τύχη |
|
Αγαθή Ελπίδα |
|
Αγαθή Πρόνοια |
|
Ξύπνα Αγαθοκλή...κοιμάσαι όρθιος |
|
Ο Αγαθοκλής ο μερακλής |
|
Ο αγαθός είναι κουτός
|
|
Ἀγαθοὺς τίμα |
|
Αγάπη μου |
|
Φάε αγάπη
ή
Φάτε αγάπη |
|
Φάε αγάπη |
|
Είσαι τέλεια Αγάπιος
|
|
Πίθος των Δαναΐδων
|
|
Φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντες (Από το Λατινικό ‘Timeo Danaos et dona ferentes’) |
|
Ατζέλου ψυχή παίρνει |
|
Μηδ΄ Αγγελής ςτο πέλαγο
|
|
Άγγελος Κυρίου δεν του το βγάνει |
|
Άγγελος πρωτοστάτης!
|
|
Κλάψε Αγγλία τον υπήκοόν σου |
|
Ο Άγις την Τετάρτη, μας γύρισε την πλάτη |
|
Πιάσε κατάρτι σαν τον Οδυσσέα και περίμενε να τελειώσουν οι Σειρήνες. |
|
Ο Άγνων την Τετάρτη, μας γύρισε την πλάτη |
|
Η Άδα την Τετάρτη, μας γύρισε την πλάτη |
|
Εξορία του Αδάμ |
|
Απ` τον Αδάμ καταγόμαστε όλοι. |
|
(Εν) αδαμιαία περιβολή |
|
Αδάμ παπαδάμ
ή
Αντάμ – παπ' Αντάμ |
|
Από του Αδάμ τον καιρό (Από τον καιρό του Αδάμ) |
|
Συτζιά του Αδάμ |
|
Ξύλω του Αδάμ |
|
Δεν είναι βόας, δεν είναι κροταλίας, είναι το φιδάκι ο Διαμαντής.
|
|
Πάει σαν τον στραβό στον Άδη
|
|
Φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντες (Από το Λατινικό ‘Timeo Danaos et dona ferentes’) |
|
Πίθος των Δαναΐδων |
|
Πίθος των Δαναΐδων |
|
Φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντες (Από το Λατινικό ‘Timeo Danaos et dona ferentes’) |
|
Ο Άδμων την Τετάρτη, μας γύρισε την πλάτη |
|
Σωστός Αδωνις |
|
Άδωνις, όνομα τζιαι πράμα. |
|
Αδώνιδος κήποι.
|
|
Αέθλιο μήλο |
|
Αέθλιο μήλο |
|
Μάτι αετού.
ή
Αετίσιο μάτι
|
|
Βάστα Θανάσ' - Μπράβο Θανάσ'! |
|
Τη γάμησε όλο το χωριό, την πήρε ο Θανάσης |
|
Οι γυναίκες, Θανάση μου, έτσι είναι: οι νόμιμες τρελαίνονται για την οικονομία και οι παράνομες για τη σπατάλη.
|
|
Αθανασάς ο κλαπαρχίδας |
|
Θανάση γιατί έκοψες το άλφα από μπροστά;
για ένα γράμμα χάνεις την αθανασία. |
|
Είναι για τον άη Θανάσ'; |
|
Πάμε για τον άη Αθανάσιο;
|
|
Αθάνατο νερό |
|
Ψήφος της Αθηνάς |
|
Το πουλί της Αθηνάς |
|
Αθήνα, ανθήνα, ανθός του κόσμου |
|
Γαμώ τη Νανά τη χορεύτρια |
|
Αιάντειος γέλως |
|
Αλλ’ ημίν Αίας πού ‘στιν; |
|
Ο Αίας την Τετάρτη, μας γύρισε την πλάτη |
|
Ανάθεμά τα τα κούτουλα αγρίμια |
|
Θα γίνουμε Αιγαίο πέλαγος
|
|
Η Αίγη την Τετάρτη, μας γύρισε την πλάτη |
|
Η Αίγλη την Τετάρτη, μας γύρισε την πλάτη |
|
Ο Αίγων την Τετάρτη, μας γύρισε την πλάτη |
|
Αιθέρια ύπαρξη. |
|
Έτερον εκάτερον |
|
Ρήνα μου, Κατερίνα, μη φαρμακώνεσαι, σου δίνω το βοτάνι. |
|
Κατίνα σαλαμάκι |
|
Γαιδούρι Κατιρνιώτικου
|
|
Είσαι τέλεια Μιλού
|
|
Αναγέλασεν η αίγια την κουδέλλαν |
|
Αίγιες τζαι κουέλλες |
|
Θωρεί με σαν η αίγια το μασαίριν |
|
Ανοίγω τους ασκούς του Αιόλου |
|
Αισχύνην σέβου
|
|
Αἰσχύνην σέβου
|
|
Μύθοι του Αισώπου |
|
Το Άκης πάει με όλα |
|
Μεταξύ σφύρας και άκμονος |
|
Αακραία καιρικά φαινόμενα |
|
Ακραία αθλήματα.
Γωστά επίσης σαν 'εξτρίμ σπορ' |
|
Πίθος των Δαναΐδων |
|
Φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντες (Από το Λατινικό ‘Timeo Danaos et dona ferentes’) |
|
Σαν αλαμάνος είσαι καημένε!
|
|
Τι κάνεις σαν Αλλαμάνος;
|
|
Αλαμανιά |
|
Γηραιά Αλβιώνα |
|
Albus dies = ευτυχίσμένη μέρα |
|
Alba stella = αίσιον άστρον |
|
Πριν αλέκτορα φωνήσαι |
|
Άλεκα τσαί ξάλεκα |
|
Έγινε Αλέκος |
|
(Και) Πού' σαι Αλέκο... |
|
Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος; |
|
Όριον έδωσε και πάρ' Αλέξανδρος |
|
Εμένα με λεν Αλέξανδρο |
|
Άλεκα τσαί ξάλεκα
|
|
Είσαι τέλεια 'Λέξω
|
|
Γυμνή Αλήθεια και στα Λατινικά 'Νuda Veritas' |
|
Ωμή Αλήθεια |
|
Στραγγαλισμός της αλήθειας |
|
Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων |
|
Αλύπως βίου |
|
Αλύπως βίου |
|
Αμάλθειας κέρας γνωστό και σαν κέρας αφθονίας |
|
Θα ντ’ ν’ πάρουμε την Αμαλία; |
|
Θωρείς με Παντελή; Θωρώ σε Αμπρουζή!
|
|
Η αθασιά της Αησιέ αν έσιει αθάσια ας έσιει |
|
Και το κουκούτσι αμύγδαλο. |
|
Πίθος των Δαναΐδων |
|
Φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντες (Από το Λατινικό ‘Timeo Danaos et dona ferentes’) |
|
Αναΐς από το Παναής |
|
Μου άλλαξε τον Ανανία |
|
Φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντες (Από το Λατινικό ‘Timeo Danaos et dona ferentes’) |
|
Πίθος των Δαναΐδων |
|
Πίπες, τσιμπούκια, γαμήσια, ο Ανάργυρος |
|
Ανάστα ο Κύριος
|
|
Αναστάσεως ημέρα
|
|
Είσαι τέλεια Στασής
|
|
Στασάκη, από που φυσάν οι μύλοι;
|
|
Ανάστα ο Κύριος (Θεός) (γίνεται). |
|
Αναστάσεως ημέρα
|
|
Ανατολή ανατολών
|
|
Είσαι τέλεια Αντρουλλού |
|
Μαλακαντρέα |
|
Όλα τ΄ άνθη κ΄ η πασχαλίτσα |
|
Πίθος των Δαναΐδων |
|
Φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντες (Από το Λατινικό ‘Timeo Danaos et dona ferentes’) |
|
Είναι στ' άνθια του |
|
Εν η Αννετού η κλατζιού |
|
Τζαι που σε παίρνουν, τζαι που σε φέρνουν βρα Αννεζού |
|
Για την Άη Άννα είσαι! |
|
Από τον Άννα στον Καϊάφα |
|
"Αντέρως Αλάστωρ" = Αντέρωτας που επιφέρει τον όλεθρο και την καταστροφή και την εκδίκηση. |
|
Ωραίος ως ο Αντίνοος |
|
Ο νέος ούτος Αντίνοος |
|
Κόψε ξύλον κάμ' Αντώνη |
|
Του Παπαντώνη τα πρόβατα... |
|
Βουβαμός τ' 'Αγ- Αντώνης |
|
Αντώνη καρκαντώνη πόφαγες πολύ ποπόνι |
|
Άϊ - Αντώνης κι' 'Αϊ- Θανάσης, χέσι μέσα στου σαξί |
|
Είσαι για τον Άγιο-Αντώνη. |
|
Κόψε πρίνο, καμ’ Αντώνη κι από κουμαργιά Μανώλη, κι αν ρωτάς και για το Γιάννη, ό,τι ξύλο κόψεις κάνει |
|
Αιδοίο ο αοιδός |
|
Ώχετο απιών
|
|
Ήρθανε τ' Αποστολάκια |
|
Αποστολικά πήγα
|
|
Απόστολοι εκ περάτων
|
|
Το νεγότσιο του Αποστολάκη |
|
Είναι σαν τον ιστό της αράχνης. |
|
Εγίνηκ' άραχνος |
|
Αργανθωνίου μακροβιότερος |
|
Θα μπήξω την άργυρη |
|
Είν' αργύρης άρρωστος
|
|
Καπνίζει αρειμανίως |
|
Αρειμάνιο μουστάκι
|
|
Πολλά Άρειος εν |
|
Λυώνει (και πάει) σαν τον Άρειο |
|
Δεν παύει το Άρειο της |
|
Παπαί, Μαρδόνιε, κοίους επ' άνδρας ήγαγες μαχησομένους ημέας, οι ου περί χρημάτων τον αγώνα ποιούνται, αλλά περί αρετής |
|
Επαίνει αρετήν |
|
Υπάρχει ζωή στον Άρη; |
|
Ο μίτος της Αριάδνης |
|
Αριέττα, Αριέττα, ετοιμάσου για κουφέτα |
|
Αρπάλεια χρήματα |
|
Σαν το γιοφύρι της Άρτας |
|
Έχει την Άρτα με (ή και) τα Γιάννενα |
|
Πρέβεζα χρυσό κλειδί, Άρτα μικρό Μισίρι
|
|
Άρτα ρήματα |
|
Είσαι τέλεια Αρτεμής |
|
Εύρηκα! |
|
Μη μου τους κύκλους τάραττε |
|
Άρχων πρωτοψάλτης |
|
Καθάρισε τον κόπρο του Αυγείου. |
|
Θυσία (σπονδή) στην Αφροδίτη |
|
Αφροδίσιον ει Πραξιτέλους |
|
'Ορος της Αφροδίτης
|
|
Αχίλλειος πτέρνα |
|
|
Όλοι οι γενναίοι άντρες έζησαν πριν τον Αγαμέμνονα. |
|
Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες (Τρόοδος, Κύπρος)
Γιώργος Σεφέρης, 1900-1971, Έλληνας ποιητής, Νόμπελ 1963 |
|
Ποιος θα μπορέσει αθάμπωτος το υπέρλευκο κρίνο να μυριστεί; |
|
Στα μαρμαρένια αλώνια
|
|
Και να σου κι ο Ανδρόνικος στους κάμπους καβαλάρης,
βροντομαχούν τα ρούχα τουκαι λάμπουν τ' άρματά του. |
|
...Ετσ' η Ανθούλλα έκαμνε
το καλωσόρισμά της
αντα ' μπαινες στην πόρτα της
γεμάτη η... ποθκιά της... |
|
Η κυρία Αντιγόνη το κανόνι |
|
Κι ο Τεύκρος τότε από την κόρδα του κι άλλη σαγίτα ρίχνει
στον Έχτορα αντικρύ, κι ολόκαρδα να τον πετύχει επόθεί·
μα δεν τον πέτυχε, τι ο Απόλλωνας της ζάβωσε το δρόμο (παρέσφηλεν γὰρ Ἀπόλλων).
|
|
Έτη φωτός στους ουρανούς, έτη Αρετής μες στον ασβέστη.
|
|
Τι θέλεις Αρετούσα μου, τι θέλεις Αρετή μου; |
|
Προξενητάδες ήρθανε από την Βαβυλώνα
να πάρουνε την Αρετή πολύ μακρια στα ξένα.
Οι οχτώ αδελφοί δε θέλουνε κι ο Κωνσταντίνος θέλει. |
|
Άφησ' Αρέτω τα πουλιά κι ό,τι αν θέλ' ας λένε! |
|
Μήνιν άειδε θεά Πηληιάδεω Αχιλήος.
Πρώτος στίχος της Ιλιάδας του Ομήρου |
|
|
Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον |
|
Σε τούτ᾿ την τάβλα που `μαστε, σε τούτο το τραπέζι,
τους Αποστόλους φίλευα και το Χριστό κερνούσα,
και την Κυρά μας Παναγιά θερμοπαρακαλούσα,
για να μου δώσει τα κλειδιά, τα Παραδεισοκλείδια
ν᾿ ανοίξω την Παράδεισο, να διώ ποιούς έχει μέσα. |
|
|
Ο Αχιλλέας και η Χελώνα - ένα από τα πιο γνωστά παράδοξα του φιλοσόφου Ζήνωνα του Ελεάτη |