|
Οι δυο μας να το ξέρουμι κι του χωριού ου κήρυκας |
|
Έχω διαβάσει στον Πλάτωνα και στον Κικέρωνα ρήσεις που ήταν σοφές και ωραίες. Αλλά σε κανέναν από αυτούς δεν διάβασα: «έλθετε προς εμέ πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι». |
|
|
Ο καδής γαμεί τη μάνα σου τζαι πού να τον αγκαλέσεις (καταγγείλεις); |
|
Αθθά Τουρτζιέψεις να γινείς καδής
Αν θα τουρκέψεις φρόντισε να γίνεις καδής |
|
Καρδιά καθαρά και πάτα και στην αγία Τράπεζα
|
|
Καθαρήν καρδιά κι' όπου θέλεις πάτησε
|
|
Η καθαρή μητέρα όσο ν' αναθρέψει το παιδί τρώγει μια χουλιάρα κι' η μουρτάρα τρώγει μια φκυαριά |
|
Καθαρή, Κυρά Θοδώρα! Το τσαρούχι μέσ' στην πήττα
|
|
Στο χωριό μας αφέντ' Δεσπότη, εγώ κι' η αδελφή μου είμαστε καθαρές. - Το βλέπω ευλογημένη μου, το βλέπω
|
|
Τα καθαρά μαντήλια κάνου γκι' εφτές |
|
Ας είν' καθάριο το γυαλί και τύφλες του που το λαλεί |
|
Καθαρή η Θοδώρω τα ποδάρια στο πινάκι
|
|
Πήγα κ' ηύρα την αγιακαθάρα
|
|
Ας είν' η δύση καθαρή, κι ανατολή ας αστράφτει (χιονίζει)
|
|
Καθαρός ουρανός μηδ' αστραπές μηδέ βρουντές |
|
Καθαρός ουρανός, αστραπές δε φοβάται
|
|
Είναι καθαρός σαν του γουρουνιού τη μύτη
|
|
Είναι καθαρός σαν της κόττας τα ποδάρια
|
|
Ο παπάς έναι μισός θεός, άμα έναι καθαρός
|
|
Ο καθαρός αέρας είναι το μισό φαΐ |
|
Τον παλιό καιρό ο κόσμος ήταν καθαρός και τα έβλεπε (νεράϊδες, μοίρες), τώρα πια δεν είμαστε καλοί.
|
|
Βγαίνει κάθαρος σαν το νερό της Λειτουργιάς |
|
Έχω το κούτελό (μέτωπο) μου καθαρό
|
|
Καθάριος ουρανός, σύγνεφα δε φοβάται
|
|
Ο Καίσαρας έχει παραπάνω από τον Αλέξανδρο, τον Καρλομάγνο και τον Ναπολέοντα, ότι ο Ιησούς πρόφερε το όνομά του. |
|
Μάραθο το μάραθο, γεμίζ' η γριά τον κάλαθο
|
|
Σκουλί σκουλί το μάραθο γεμίζ' η γριά τον κάλαθο |
|
Α' δεν το σκώσης το καλάθι δεν του βγαίνει ο πάτος |
|
Μη βάλης όλα σου τ' αυγά σ' ένα καλάθι |
|
Ο βασιλιάς Αλέξανδρος, απού 'χε το παλάτι όπου 'φτανε η χέραντου εκρέμα το καλάθι |
|
Καθένας κυττάζ να πλέξ του καλάθι τ' |
|
Η μάννα χρυσό πάπλωμα και τα σκεπάζει όλα, κ' η πεθερά ξέσκεπο καλάθι |
|
Στογ γάμοσ σου, εν να κουβαλώ νερόμ με το καλάθιν |
|
Κάλλο, από που φυσάν οι μύλοι;
|
|
Κάλλος και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
|
|
Πού ν τάλλου; Το φαϊ Κάλλου |
|
Ο καθείς το κάλλειο του γυρεύει
|
|
Αδελφέ Καλλή, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
|
|
Αράθυμος καλόγερας, εύκαιρο το σακί του.
|
|
Που τον τζαιρόν π' αγάπησα του τζύκκου καλοήριν, μήτε τον γάμον είδα το, μήτε το παναύριν |
|
Θύμωσε ο καλόγερος κι έκαψε τα ράσα του. |
|
Θύμωσε ο καλόγερος κι έκοψε τον πούτσο του.
|
|
Ή μικρός-μικρός παντρέψου ή μικρός καλογερέψου.
|
|
Επάσχασε ο καλόγερος, κουκιά του μαγειρεύουν. |
|
Άγιε μου Νικόλα σώσε με και σου τάζω τον αδερφό μου καλόγερο. |
|
Καλόγρια στα γεράματα.
|
|
Η αλεπού σαν γεράσει γίνεται καλόγρια |
|
Καλογριά στο μοναστήρι, το μουνί της εργαστήρ |
|
Η τελευταία για καλομοίρα για κακομοίρα |
|
Της καλομοίρας το παιδί, στους πέντε μήνες κάθεται, στους έξι καλοκάθεται, και στους εφτά και στους οκτώ, τον τοίχο-τοίχο πάει. |
|
Είδες, μάννα, καλομοίρα; Ιδέ και το παιδί της |
|
Σ' του καλόμοιρου τη μοίρα να βρεθή και το τορνέσι |
|
Ο τελευταίος για καλομοίρης για κακομοίρης. |
|
Είδες, μάννα, καλόμοιρον; Ιδέ και το παιδί του |
|
Στου καλόμοιρου την πόρτα, θηλυκό γεννιέται πρώτα |
|
Από την Πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα και στα ξανθά σου τα μαλλιά κρέμεται μια τσαπέλα
|
|
Από την Πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλλα, και πέφτω μεσ' στη θάλασσα και πλέω σα μπαλτάς
|
|
Από την Πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλλα, χαμήλωσε το φέσι (ή βγάλε το καπελάκι) σου για να φανεί η ομπρέλλα
|
|
Από την Πόλη έρχουμαι και στην κορφή κανέλλα, χαμήλωσε την ουμβρέλλα σου να μη βραχή η κοπέλλα |
|
Από την Πόλι έρχομαι και στην κορφή κανέλα κι αν δεν σ' αρέσει η μέση μου να σου την πελεκίσω
|
|
Του γέρου τα καϊνάκια όλου μύξις κι' όλου σάλια, κι του νέου τα καϊνάκια όλου μόσχους κι κανέλλα
|
|
Να 'χε φάει κανέλλα ο προξενητής
'Η
Ποιός ήτο ο προξενητής που να χε φάει κανέλλα
|
|
Σε πήρα για καννέλλα και βγήκες πιτύκι |
|
Από την Πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα
|
|
Του γέρου τα καϊνάκια όλου μύξις κι' όλου σάλια, κι του νέου τα καϊνάκια όλου μόσχους κι κανέλλα
|
|
Να 'χε φάει κανέλλα ο προξενητής
|
|
Ποιός ήτο ο προξενητής που να χε φάει κανέλλα |
|
Από την Πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα
|
|
Όπ΄ έχει πλατειά καρδιά, ποτέ του δε γερνάει |
|
Ο Κάρολος καρύδια τρώγει |
|
Καιρός πουλεί τα κάστανα καιρός τα ξαγοράζει |
|
Κατίνα, σαλαμακι! |
|
Όπου ακούς πολλά κεράσια, κράτα και μικρό καλάθι: |
|
Οι μακρές για το κεράσι, κι οι κοντές για το κουμάσι |
|
Τα λόγια είναι σαν το κεράσι |
|
Τα λόγια σαν τα κεράσια πιάνεις ένα και σηκώνονται δέκα. |
|
Με τους μεγάλους κεράσια δεν τρώνε
|
|
Η σφονδυλιά κι΄ η κερασιά ποτέ της δεν ξεχνιέται
|
|
Πολλά κεράσια πέφτουν χωρίς να 'ριμάσουν και πολλά παιδιά πεθνήσκους μπριχού να μεγαλώσνα
|
|
Κόψε ξύλο κάμ' Αντώνη, κ' από κερασιά Μανώλη, ανέ πής και για το Γιάννη, ό,τι ξύλο κόψης κάνει |
|
(Αυτό θα βαστάξ') απ' το Μάη ως τα κεράσια = |
|
Άλλοι ρίχναν τα κεράσια, κι' άλλοι λάχαν και τα φάαν
|
|
Με τον αφεντικό σου μη τρώς κεράσια μη σου ρήξη τα κουκούδια στο πρόσωπο
|
|
Έρθεν κι ο Κερασινόν έγκεν φύλλον πράσινον =
|
|
Κερασινόν φέρ'τον ήλον και μαραίν' τσε άμον μήλον |
|
Αγορά Κερκώπων.
Αρχαιοελληνική παροιμιακή φράση
|
|
Έγιν' ο τόπος ελευθέρα Κέρκυρα |
|
Ελευθέρα Κέρκυρα χ... όπου θέλεις |
|
Αγιίου Κήρυκ΄σήμερα, κακό κιρίκ', έλεγαν οι Κοννιάροι (οι Τούρκοι) οι παλιοί |
|
Κηρύκ’ και Μηρύκ’ κι απ’ τ’ αμπάρ’ στο παίρν’.
|
|
Σ τ' ανδρός το(ν νόστον η κιλλή, εξάψαν η πο(δ)ιαίς της
Επί των αγαλλομένων εν τη επανόδω των συζύγων των |
|
Ακριβός κιλλάρ'ς είν' πάντα κιλλάρ'ς
|
|
μην τον είδατε τον Κίτσο το λεβέντη τον αρχιληστή, |
|
Κάλλιο πέντε με την Κλαίρη, παρά δέκα με την Μαίρη. |
|
Η ιστορία της ανθρωπότητας θα ήταν διαφορετική αν η μύτη της Κλεοπάτρας είχε διαφορετικό σχήμα. |
|
Έναν τό 'σεν ο Κολώτας τζαί τό Πάσκαν τζαί τά Φώτα |
|
Η Κοντύλω με την Λένη |
|
Ο Κοντέλιας πάει στο Βόλο και η Βασίλω ξει τον κώλο. |
|
Όταν λαλούν οι κόρακες, τα αηδόνια φεύγουν.
|
|
Κόρακας να σε πιάσει. (το λέμε όταν βήχει πολύ κανείς) |
|
Κόρακας κοράκου μάτι δε βγάζει. |
|
Κόρακος εξελεύσεται «κρα». |
|
Ένα κοράκι βρίσκεται πάντα κοντά σ' ένα άλλο κοράκι. |
|
Κάνει κι ο κόρακας αητό, κάνει κι αητός κουρούνα
|
|
Άν άκουε ο θεός των κοράκων τις φωνές
γάϊδαρος δε θ’απόμενε σε σπίτια και αυλές
|
|
Ό,τι ο κόσμος κι ο Κοσμάς. |
|
Ότι κάνει ο κόσμος θα κάνει κι ο Κοσμάς |
|
Τον έφεραν από τον Κοσμά και το Δαμιανό |
|
Ήνταν ’ίνεται ο κόσμος, ας ίνεται και ο Κοσμάς |
|
Άμα τρώει ο κόρμος, τρώει κι ο Κορμάς
(κόρμος= κόσμος, Κορμάς=Κοσμάς) |
|
Άλλα λέει ο κόσμος κι' άλλα ο Κοσμάς!
|
|
Δεν πεθαίνω γω πεθαίν' ο Κοσμάς |
|
Ήνταν ευτάει ο κόσμος κ' η γη ευτάει κι ο Κοσμάς |
|
Ό,τ' θα πάθ' ου κόσμους, ας πάθ' κι' ου Κοσμάς |
|
Ό,τι να ‘χει ο κόσμος, έχει κι' ο Κοσμάς |
|
Όπως διάζ' ο κόσμος να διάζη κι ο Κοσμάς |
|
Ότ ο κόσμος κι' ο Κοσμάς κάνει κι' ο χατζη Θωμάς |
|
Της Αγιά Μαρίνας σύκο και τ' Άϊ Κοσμά σταφύλι, τ' Άϊ Λιός με το μαντήλι, του Σωτήρος με το κοφίνι |
|
Όρκο που δωκες, κριτή τον έκαμες
|
|
Ο Αφέντης του κριτή, είν' ο νόμος
|
|
Απο τους δυο που πάνε στον κριτή, ο ένας θα φύ' γελόντας, ο ένας θα βγη μοσκωμένος
|
|
Αμάχη μο ΄χει η Λάμπαινα βάνω κριτή το σπάρο και καρτερώ απ' το γκωβιό απόφαση να πάρω
|
|
Τόπος που δεν έχει κριτή και σπίτι χωρίς γάλα και μπόγιας να μην είν' παρών είναι κακά μαντάτα |
|
Α' θα να πάμε στον κριτή, και φανερά και αντάμα |
|
Σαν έχης φίλο τον κριτή, μη φοβάσαι τον δυνατόν!
|
|
Ο κριτής βαστάει το νόμο = Είναι του Θεού ο πίτροπος
|
|
Ο άδικος κριτής, η μαστιγά του τοση |
|
Κριτής τους νόμους αγνοών και ιατρός την τέχνην |
|
Σα στο λε' ο κριτής συβάσου |
|
Πολυκερνός κριτής τση μούχλας κατελώνης
|
|
Κριτής υποταζόμενος, ντροπή του και που κάθε κάθεται
|
|
Άικος κριτής, δίκια η κρίσι του Θεού
|
|
Όποιος λάχει λέει, μα ο κριτής θ' αποφασίση! |
|
Αν τόνε θέλομε κ' οι δυο κάθε κριτής, καλός είναι
|
|
Αν τόνε θέλομε κ' οι δυο κάθε κριτής, καλός είναι
|
|
Στου διαβόλου το χωργιό άδικος κριτής καθίζει!
|
|
Αν σε γαμίσ' ο κριτής που θα πας να κριθής |
|
Στων αμαρτωλών την χώραν κριτής άδικος καθίζει |
|
Ο κριτής λέγει ψέματα, η κοπριά δε λέγει |
|
Οι κριτάδες κι' οι δραγάτες πάντα ξένοι |
|
Πλούσιος όπως ο Κροίσος |
|
Κρυσταλλίτσα, από που φυσάν οι μύλοι;
|
|
Κρυσταλλία και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
|
|
Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Κρυσταλλίας κουταμάρες
|
|
Αδελφή Κρυσταλλία, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
|
|
Σκύλος που γαβγίζει δεν δαγκώνει |
|
Ψηλός ψηλός καλόγερος, κουδούνια φορτωμένος.
|
|
Σειέται το κυπαρίσσι, σειέται κι η ρίγανη. |
|
Καθένας το κορμάκι του το έχει κυπαρισσάκι |
|
Απού πού 'σαι, τσυπαρίσσι; - Απού τήν τσουνούργια βρύσι |
|
Ο μακρύς με την κοντή πάνε σαν το γιασεμί, η μακρυά με το κοντό πάνε σαν τον πειρασμό κι απού είναι ίσια σαν τα κυπαρίσσια
|
|
Οι ασφεντυλίες δεν κάνουν μεσοδόκια, παρά τα κυπαρίσσια |
|
Καθένας το κορμάκι του το έχει κυπαρισσάκι |
|
Απού πού 'σαι, τσυπαρίσσι; - Απού τήν τσουνούργια βρύσι |
|
Ο μακρύς με την κοντή πάνε σαν το γιασεμί, η μακρυά με το κοντό πάνε σαν τον πειρασμό κι απού είναι ίσια σαν τα κυπαρίσσια
|
|
Οι ασφεντυλίες δεν κάνουν μεσοδόκια, παρά τα κυπαρίσσια
|
|
Σειέται το κυπαρίσσι, σειέται κι η ρίγανη. |
|
Τρεία κάππα κάκιστα δυο μι παγκάκιστα. Κρήτη, Κύπρος και Κεφαλλονιά, Μυτιλήνη και Μωριά!
|
|
Οι Τζυπριώτες μόνο στο κατουρκόμ μονοβουλιάζουν |
|
Τσυπριώτην κάμνεις φίλον, βάστα τσαί κομμάτιξ ξύλο
|
|
Η κυρά έχει το σπίτι και η δούλα το κλειδί
|
|
Η κυρά έχει τον άντρα και η δούλα τα κλειδιά!
|
|
Αγίας Κερεκής άψιμον |
|
Δώσε το Σάββατο, θα βρεις την Κυριακή.
|
|
Άλλης Κυριακής ανάγνωσμα
|
|
Όλη η βδομάδα του γαμπρού και η Κυριακή της νύφης. |
|
Βάγια βάγια τω βαγιώ, φάε ψάρι τσαί κολοιό, την απάνου Τουριατσή βάλε τ' άσπρο σου βρατσί τσαι να πάης στην εκκλησιά με τα κότσινα αυγά |
|
Της Κυριακής τα όνειρα, ή στη μέρα ή στο χρόνο
|
|
Κυριακή κοντή γιορτή.
ή
Σαββάτο Κυριακή κοντή γιορτή. |
|
Της Κυριακής χαρά και της Δευτέρας λύπη. |
|
Τι Σαββάτο βράδυ, τι Κυριακή πρωί. |
|
Τετάρτη και Παρασκευή τα νύχια σου μην κόβεις και Κυριακή να μη λουστείς, αν θέλεις να προκόβεις. |
|
Αν πης Κερκακή χέζει ο βους και πιε ρακή
|
|
Αύριον εν Κερκακή φόρησ' τάσπροσ σου βρακί
ή
Την τζερκατζήν, φόρησ' τάσπροσ σου βρατζίν |
|
Αδελφέ Κυριάκο, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
|
|
Κυριακούλη, από που φυσάν οι μύλοι;
|
|
Κυριάκος και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
|
|
Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Κυριάκου κουταμάρες
|
|
Πολλά 'ν' τα χιόνια στα βουνά, πολλοί Δερβεναγάδες κι ο Λιάκος είναι μοναχός |
|
Κυριακάκης κι' Αγγελής επί των ομοίων τα ήθη |
|
Πόθθεν τζιαι πόθθεν η Τταλλού να κλάψει τον Κωλέττην;
|
|
Κωνσταντινιά, τον άντρα σου βάλτονε στο ζεμπίλι και βάλτονε ψηλά ψηλά, να μη τον φάν οι ψύλλοι
|
|
Κωνστάντω μ', με τι ματάκια να σε κλάψω; Μ' αυτά που σόχω στο κάρακλο! |
|
Χοχλιούς μαζώνεις, Κωσταντή; Έτσι το φέρ' η κατάρα |
|
Ο Κώστας το καλό παιδί και τ' άξιο παλληκάρι π' ανικάει το μπουρμπουνα και παίρνει το κουράδι
|
|
Ο Κώστας το καλό παιδί και τ' άξιο παλληκάρι αντραπηδάει τον κόπανο και κλάνει το στελιάρι |
|
Ελιά ελιά και Κώτσο βασιλιά |
|
Και παπάς έγινες Κώστα; Έτσι τα ’φερε η κατάρα |
|
Όσα ξέρει ο Κωσταντής, δεν τα ξέρει άλλος κανείς. |
|
Τα έκαναν τάτσι μίτσι κότσι, και σε συντόμευση 'Τα τακιμιάσανε" |
|
Από Σάββατον ως Σάββατον, εκκέλιασεν ο Κώστας |
|
Πίν' ο Κώτσος βρίσκει τον Παρίση |
|
Κόψε ξύλο κάμε Κώστα κι άπό κουτζουπιά Μιχάλη
ή
Ξύλον τέμνων Κώνσταν ποίει. |
|
Τι λέγεις παπά Νίκο; Ό,τι λέγ' ο παπα Κώστας |
|
Η Κωσταντινιά είν' της ολίγα κι ακού τον Κώστα να γκαρίζει
1876 |
|
Αλλουνού έχει τ' όνομα κι ο Κωνσταντής την χάρη
ή
Έμενα ήβγεν τ' όνομα κι ο Κωνσταντής την χάρη |
|
Ο Γιάννης έχει τ' όνομα κι ο Κωνσταντής τα τρώει, τα πίνει |
|
Βίλντα, Γιάννη, τουν Κώστα, κι' άλλους Κώστας δε 'νι |
|
Ο Κώστας κάθεται και ο Γιάννες γυναικίζει |
|
Άη Κωνσταντίνε μου, τι το 'καμε, τ' ασκέρι σου; |
|
Από τ' Άη – Κωνσταντίνου και την νύχτα ξεραίνονται τα σπαρμένα |
|
Είναι για τον άη Κωνσταντίνο-για τα κυπαρίσσια |
|
Κ'τσοί γκαβοί στον άγιο Κωνσταντίνο |
|
Πόθεν που τ' Αντριά γουμάρα κι του Κώστα πουλαρίνα |
|
Κόψε ξύλον κάμε Κώνσταν
|
|
Ήντα σου πιάνει Κώστα μου. Η κοπελιαρωσύνη |
|
Άη Κωνσταντίνε μου, τι το 'καμε, τ΄ασκέρι σου; |
|
Ο Γιάννης έχει τ' όνομα κι ο Κωνσταντής τα τρώει, τα πνίει
|
|
Ο Γιάννης έχει τ' όνομα κι ο Κωνσταντής την χάρη
|
|
Αλλού πα' ο γάαρος τσ' αλλού ο Κωνσταντής |
|
Σύρε με, Γιαννούλη μου και φέρε με, Κωσταντιανέ μου |
|
|
(Απόδοτε) τα του Καίσαρος τω Καίσαρι |
|
Ο Καίσαρας έχει παραπάνω από τον Αλέξανδρο, τον Καρλομάγνο και τον Ναπολέοντα, ότι ο Ιησούς πρόφερε το όνομά του. |
|
Τα του Καίσαρος τῷ Καίσαρι και τα του Θεού τῷ Θεῷ |
|
Ο Καίσαρας έχει παραπάνω από τον Αλέξανδρο, τον Καρλομάγνο και τον Ναπολέοντα, ότι ο Ιησούς πρόφερε το όνομά του.
|
|
Αίσωπος
Ζητών Ερμήν γλύψαι, Κέκροπα έγλυψα.
|
|
Ο Κολόμβος όταν ξεκίνησε, δεν ήξερε που πήγαινε και όταν έφτασε, δεν ήξερε πού βρισκόταν.
Ουίνστον Τσώρτσιλ, 1874-1965, Βρετανός πρωθυπουργός, Νόμπελ 1953 |
|
Ο μεν Ηφαιστίων φιλαλέξανδρος, ο δε Κρατερός φιλοβασιλεύς.
Ο μεν Ηφαιστίων είναι φίλος του Αλεξάνδρου, ο δε Κρατερός φίλος του βασιλιά |
|
Επίκτητος
Ουδέ γαρ Μίλων έσομαι και όμως ουκ αμελώ του σώματος. Ουδέ Κροίσος και όμως ουκ αμελώ της κτήσεως. Ουδ' απλώς άλλου τινός της επιμελείας διά την απόγνωσιν των άκρων αφιστάμεθα.
|
|
|
Τον δε εχθρόν φίλον ποιείν, ρητό του Κλεόβουλου του Λίνδιου |
|
Τον δε εχθρόν ευεργετείν |
|
|
Καρδίαν καθαράν θέλ' ο Θεός |
|
Πίττα καθάρια
|
|
Άγριο πουρνό, καθαρή ημέρα |
|
Μούτρα σαν Καθαρή Δευτέρα
|
|
Την βγάζω (έβγαλα) καθαρή
|
|
Άβιβλος ιερεύς, καθαρός ψεύτης |
|
Από τον Άννα στον Καϊάφα |
|
Παραπομπή στις Ελληνικές καλένδες. |
|
Ειρήνη του Καλλία |
|
Πάω στην Καλλιόπη |
|
Είσαι τέλεια Καλλής
|
|
Καλόγριά μου, σα μεθύσω, πού θα κοιμηθώ;
Παλικάρι μου, αν μεθύσεις, έλα στο κελλί. |
|
Καλομοίρα, Καλομοίρα που άφησες τα μύρα; |
|
Η τελευταία για καλομοίρα για κακομοίρα
|
|
Αργομοίρα καλομοίρα |
|
Ήτο(ν) καλόμοιρος
και
Ήτο(ν) καλομοιρασμένος |
|
Κανάλι συζητήσεων
|
|
Αλλάζω κανάλι
|
|
Παίζω με τα κανάλια |
|
Μόσχος (μόσκος) και κανέλα |
|
Που τημ Πάφου έρκουμαι, τζιαί στην κορφήν κανέλλα, κατέβασ' το καππέλλο σου, για να φαν' η κουμπρέλλα
|
|
Πουλεί κανέλλα
|
|
Πουλεί κανέλλα
|
|
Μόσχος (μόσκος) και κανέλα |
|
Patrium Carmen
|
|
Οι σύγχρονες Κασσάνδρες
|
|
Το σύνδρομο της Κασσάνδρας |
|
Δεν χαρίζω κάστανα |
|
Βγάζω τα κάστανα από τη φωτιά |
|
Δεν τρέχει κάστανο», |
|
Λάδι βρέχει, κάστανα χιονίζει
|
|
Καύνειος έρως |
|
Το καλό κεράσι γκάργκα το τρώει |
|
Έχ' το λαιμό σαν το κεράσι
|
|
Ξέρ΄ ο βλάχος τι είναι το κεράσι;
|
|
Πε τα φάβατα ως τα κεράσια
ή
Πέ τα κουκιά ως τα κεράσια
ή
Απού τα κεράσια ως τα βύσσινα
|
|
Η βαλανιδιά δεν κάνει κεράσια
|
|
Είναι τα ξένα τα κεράσια |
|
Νέον κεράσ' και νέον καρδίαν |
|
Επεράσαν τα κεράσα! |
|
(Έπεσε σαν) Κεραυνός εν αιθρία |
|
Κέρβερος: |
|
Είναι για τηγ Κέρκυρα |
|
Παράπονα στον Κίμωνα |
|
Κιμώνειος ειρήνη. |
|
Και νεκρός ενίκα |
|
Κουρκούτι είναι αυτή η κλάρα!
|
|
Που την πας την κλάρα;
|
|
Τους 'πήρε με την κλάρα |
|
Όπου γλέντι και χαρά η Κοντύλω πρώτη |
|
Κοροίβου ηλιθιώτερος ή μωρότερος |
|
Έχω (έχεις, έχει,σε όλα τα πρόσωπα) μπάρμπα στην Κορώνη |
|
Η Κούλα την Τετάρτη, μας γύρισε την πλάτη
Ισχύει για όλα τα δισύλλαβα ονόματα, γυναικεία και ανδρικά, που τονίζονται στην παραλήγουσα.
|
|
Ο Κρής τον πόντον (αγνοεί) |
|
Απ΄τον καιρό του Φαβιέρου! |
|
crispa oratio (κρίσπα οράτιο) |
|
Κριτὴν γνῶθι |
|
Φκιά κουφά τζ' ο Θεός κριτής
|
|
Κριτής, βαρύ το φόρτωμα |
|
Ο Κρόνος τρώει τα παιδιά του |
|
Το άλλο; Το έφαγε η γραία η Κρουστάλλω |
|
Είσαι τέλεια Τταλλού
|
|
Κύκνειο άσμα: |
|
Κυλώνειον άγος |
|
Κύμβαλον αλαλάζον |
|
Κύμβαλον αλαλάζον |
|
όσο να πεις κύμινο |
|
Ώσπου να πεις κύμινο. |
|
Κρατώ με τα δόντισ |
|
νὴ ή μὰ τὸν κύνα! |
|
Ντουνιά μ' Κυπαρισσία μ'!
|
|
Ντουνιά μ' Κυπαρισσία μ'! |
|
Κυριακή κοντή γιορτή |
|
Κακός... όχι Κάκος |
|
Είσαι τέλεια Τζιυρκακός
|
|
Για όλους τους γάμους μου, εμπιστεύομαι πάντα τον πάτερ-Κύριλλο
|
|
Τώρα είμαι μόνον Κώστας |
|
Το είπε και της Κωστομαρίας |
|
Τον έπιασε Κώτσο |
|
Του μπαμπά ντου μοιάζ' ο Κώστας
|
|
Του τατά του μοιάζει ο Κώστας
|
|
Ο Κωστής που τα γκάζια |
|
Εν τούτω νίκα |
|
Αμ πης Κωστή τάντεροσ σου να κλωστεί |
|
|
Το κάστανο θέλει κρασί και το καρύδι μέλι, και το κορίτσι φίλημα πουρνό και μεσημέρι |
|
Θέλω να σου κάνω αυτό που κάνει η άνοιξη στις κερασιές. |
|
Αυγερινός θε να γενώ, να ‘ρθω στην κάμερή σου
να ιδώ την τάβλα απού δειπνάς, την κλίνη απού κοιμάσαι
την κόρη π᾿ αγκαλιάζεσαι, αν είν᾿ καλλιά από μένα.
|
|
Ψηλό μου Κυπαρίσσι λυγάει η κορφάδα σου
το ποιός θα σου φιλήσει την ομορφάδα σου.
|
|
Όλα τα κυπαρίσσια δείχνουνε μεσάνυχτα.
Όλα τα δάχτυλα, Σιωπή |
|
Όλα τα κυπαρίσσια δείχνουνε μεσάνυχτα.
Όλα τα δάχτυλα, Σιωπή |
|
Ψηλό μου Κυπαρίσσι λυγάει η κορφάδα σου
το ποιός θα σου φιλήσει την ομορφάδα σου. |
|
Προξενητάδες ήρθανε από την Βαβυλώνα
να πάρουνε την Αρετή πολύ μακρια στα ξένα.
Οι οχτώ αδελφοί δε θέλουνε κι ο Κωνσταντίνος θέλει. |
|
|
Ψηλός ψηλός καλόγερος, κουδούνια φορτωμένος.
Αίνιγμα |