|
Θά του/τής κόψω τό βήχα |
|
|
Πότε νάρθη τω Βαγιώ να δακάσω τον κολιό
|
|
Σήμερά ναι του Βαγιώ τρώνι ψάρια κι κολιό κι ως τεν άλλη Κεριακή τρων το κόκκινο τ' αυγό |
|
Βάγια Βάγια τω Βαγιώ, τρώνε ψάρια και κολιό, ως τεν άλλη Κυριατσή του μαμά κι του τσιτσί |
|
Βάγια βάγια τω βαγιώ, φάε ψάρι τσαί κολοιό, την απάνου Τουριατσή βάλε τ' άσπρο σου βρατσί τσαι να πάης στην εκκλησιά με τα κότσινα αυγά
|
|
Η σοδειά είναι βάλσαμο στα μάτια του γεωργού |
|
Οι φίλοι είναι βάλσαμο στην ψυχή |
|
Απήγανο και βάλσαμο της γης το χαμομήλι. |
|
Από κλωνί βασιλικού κι' από βαλσάμου ρίζα |
|
Δεν τον μέλει τον Γιαννάκη, αν εχάθη το βαμβάκι |
|
Άγιος Νικόλας φώναξε, Βαρβάρα απολογήθη και συ μικρέ Σαββατιανέ φύγε από την μέση. |
|
Τα Νικολοβάρβαρα για βρέχει για χιονίζει |
|
Αν δεν έλθω τ' αγιού Στρατηγού θάρθω τ' άγιου Φιλίππου κι' αν δεν έλθω τ' άγιου Φιλίππου τα Νικολοβάρβαρα με παιδιά μου, με σκυλιά μου
|
|
Βαρβάρα βαρβάρων', Σάββας σαβανών', άη Νικόλας παραχών', άη Γιώργης ξιναχών΄, άη Δημήτρης τα μαζών΄
|
|
Τα Νικολοβάρβαρα και τα βουνά τρομάξαν |
|
Έχει της αγιάς Βαρβάρας τα κλειδιά |
|
Εν η αγία Βαρβαρού |
|
Να πάρη ο διάολος τον πατέρα της αγιάς Βαρβάρας
|
|
Φύγε, φύγε, κατσιφάρα (ομίχλη, καταχνιά) κι έρχεται στ' αγιάς Βαρβάρας
|
|
Βαρβαρίτσι, Νικολίτσι, Σάββα τι ήθελες στη μέση; |
|
Άγια Βαρβάρα μίλησε, κι Αη-Σάββας αποκρίθη, κι άγιος Νικόλας έρχεται στα χιόνια φορτωμένος. |
|
Άγια Βαρβάρα γέννησε, κι Αη-Σάββας το εδέχθη, κι ο Αη-Νικόλας έτρεχε να πάει να το βαφτίσει… |
|
Άγια Βαρβάρα μίλησε, Νικόλας απολογήθη κι εσύ κακόσαββα πού βρέθηκες στη μέση; |
|
Βαρβάρα βαρβαρώνει, Σάββας σαβανώνει, Νικόλας παραχώνει |
|
Η Βαρβάρα βαρβαρώνει, Αϊ-Σάββας σαβανώνει κι ο Αϊ- Νικόλας παραχώνει. |
|
Μπρος πίσω τα Νικολοβάρβαρα βαρύ χειμώνα κάνει. |
|
Απ’ τα Νικολοβάρβαρα αρχίζει ο Χειμώνας. |
|
Άγιε Νικόλα βόηθα με, Βαρβάρα μου λυπήσου με και συ καημένε Σπυρίδωνα θυμήσου με. |
|
Άι Βαρβάρα βαρβαρώνει, Άη Σάββας σαβανώνει κι Άη Θανάσης παραχώνει. |
|
Αγία Βαρβάρα μίλησε κι ο Σάββας απολογήθη: - Μαζώχτε ξύλα κι άχερα και σύρατε τα στο μύλο, τι ο Άγιο Νικόλας έρχεται στα χιόνια φορτωμένος. |
|
Αγία Βαρβάρα φώναξε κι Άγιος Νικόλας απεκρίθη. |
|
Βαρβάρα βαρβαρώνει, Σάββας σαβανώνει, Αϊ Νικόλας παραχώνει. |
|
Μπρος πίσω του Χριστού τα Νικολό – Βάρβαρα. |
|
Άγια Βαρβάρα εγέννησε Σάββα κι' άη Νικόλα |
|
Άε Βαρβάρα φύσα, άε Σάββα βρέξον, άε Νικόλα σόνστσον |
|
Άι Βαρβάρα (γ)έννησε, γι' η Στελιανή το δέχτη, κι άης Νικόλας το 'κουσε, γιατί πά να το βαφτίση |
|
Αγιά Βαρβάρα φώναξε Σάββας απολογήθη, κι άϊς Νικόλας έτρεξε να πα να λειτουργήσει |
|
Αϊ Βαρβάρα βαρβαρίζει κι άϊ Νικόλας χωματίζει |
|
Ο απόστολος Βαρνάβας ανοί(γ)ει τα παντα(γ)ύρκα τζ' ο απόστολος Αντρέας βαδώννει τα
|
|
Ο απόστολος Βαρνάβας ανοίγει τα παναΰρκα, τζ' ο άϊς Μηνάς βαδώννει τα
|
|
Όπου γάμος και χαρά, η Βασίλω πρώτη. |
|
Στογ καταραμένον τόπον οι μαϊμούδες βασιλεύκουν
|
|
Γονικόν το παπαδίκι, σόϊ μ πάει το βασιλίκι |
|
Όπου τάβλα και μαντήλα, δέχτου και την κυρ – Βασίλα
|
|
Ο Κοντέλιας πάει στο Βόλο και η Βασίλω ξει τον κώλο. |
|
Όπου δόξα και μαντίρα, δέξου και την κυρ Βασίλαν
|
|
Όσο βιάζεται η Βάσω, τόσο κόβεται η κλωστή |
|
Βασίλ', 'ς σα ξύλα, 'ς σό νερόν, Βασίλ', 'ς σή χαμαιλέτεν
ή
Βασίλ' σα ξύλα, βασίλ' σην χαμελέτεν |
|
Ο Βασίλης με τον παπά κι' η παππαδιά με το Βασίλη |
|
Άγιος Βασίλης έρχιτι απ' τσι Γιαντσαριώτις, δόμ κι μέ τσανάκ' αλγόμ' γες |
|
Ο Βασίλης του τοππάρη είδεν το μουννίν τσ' εχάρη |
|
Ο Βασίλης με τον παπά κι' η παππαδιά με το Βασίλη |
|
Κόψε ξύλο κάμε Γιάννη κι από κουτσουπιά Βασίλη
|
|
Άστραψεν ο Βασιλιάτης τζιαί μουγκάρισεν ο σοιρός ες ει νερά |
|
Κόψε ξύλο φκιάσε Γιώργο, κι απ' αγραγκελωνιά Βασίλη, κι αν ρωτήσης και για Γιάννη ό,τι ξύλο κόψεις, κάνει
|
|
Βασίλη, τίμα τόν παπά — καί σύ παπά ’χε γνώση |
|
Όπου τάβλα και μαντήλι και καλώς τον κυρ Βασίλη |
|
Όσον καιρό θερίζαμε, Βασίλη κυρ Βασίλη, και σαν αποθερίσαμε «Ποιος είσαι, βρε κασίδη; |
|
Αν παντρευτώ και κάνω γιο
και βγάλω τον Βασίλη
Και βγει πάνω στον πλάτανο
να κόψει το σταφύλι
και πέσει...Αχ τον γιο μου τον Βασίλη.
Ή σε συντομία
Τζιαν καμω γιον Βασιλη; |
|
Άγιο Βασίλης έρχεται Γεννάρης ξημερώνει
|
|
Τ' αγιά Αντρέα αντρειούται η μέρα, της αγιάσ Άννης ανασαίνει, τ' αΐ Σπυρή παίρνει ένα σπειρύ τ' αΐ Δανιλίου νιώθουντο σ' τα γαϊνσύρια, τ' αϊ Βασιλείου παίρνει μιαν ώρα |
|
Ο Βασίλης με τα λόγια, χτίζ' ανώγια τσαι κατώγια
|
|
Σν- Βασίλη με κοφτό – χάνι γιού τ ζες φτωχό
|
|
Σν- Βασίλη με ψητό – χάνι γιού τ ζες αρχόd |
|
Άμντα θαρζείς, πούναι ούλ' μέρες τ' 'Αη-Βασ' λειού;
|
|
Όσό είχε το βουτσί κρασί, Βασίλη και Βασίλη, τώρα που σώθη το κρασί που σε είδα, βρε Βασίλη |
|
Το γύφτο κάναν βασιλιά κι αυτός γύρευε ρείκια. |
|
Από πίσω βρίζουν και το βασιλιά. |
|
Βασιλικός κι αν μαραθεί, την μυρουδιά τη έχει. |
|
Βασιλικός στην πόρτα μας κι εμείς τονε ζητούμε. |
|
Για χάρη του βασιλικού ποτίζεται και η γλάστρα. |
|
Κι εμείς έτσι δεν ήμασταν καλή μου Βεατρίκη; |
|
O κόσμος είναι βενέτικη κρησάρα και τα κοσκινίζει όλα |
|
Αβδέλλ' από Φηγκιά, γιατρός από τη Βενετιά
|
|
Όποιος πουλάει στο σπίτι του πουλάει στη Βενετία
ή
Όποιος πουλεί στην πόρτα του, πουλεί στην Βενετία
|
|
Ντα Μέγαρα, ντα πόλι, ντα Χάσια, ντα Βενετία. Έκαμες το Ληξούρι Βενετία
|
|
Στα είκοσ' είσαι Βενετιά στα τριάντα είσαι χώρα στα σαράντα μάδευκε και στα πενήντα 'φόρα
|
|
Κάλλιον στην ερημιά να ζής με τα θεριά, παρά στη Βενετία με γυναίκαν κακιά
|
|
Πως περνού στη Βενετία με τη πάσα μαριολίαν |
|
Τα μικρά παιδιά είναι πενιτιά και τα μεγάλα (σαν αξίζουν) βενετιά |
|
Παρά παπούτσιμ που τηβ Βενεδκιάν, τζαί ναν 'μαρτζελλωμένον, κάλλιομ που τηγ γειτονιάν, τζαί ναν 'κομμαδκιασμένον
|
|
Στον τόπο σου πουλείς τη Βενεθιά |
|
Ο βήχας καί ο έρωτας δεν κρύβονται
|
|
Η πλούτη κι' η νιότη φαίνεται. Τό ξυλόχτενο κι' ο βήχας ακούγεται
|
|
Ο βήχας, ο έρωτας και τα λεφτά (χρήμα, παράς) δεν κρύβονται.
|
|
Τρόπος δέν είναι νά κρυφτή ο βήχας κι' η αγάπη, ιάτ' είναι πράμα φανερό, σάν τό κερί π' ανάφτει
|
|
Βήχα καί συνάχι, χαρά σ' αυτόν πού τάχει |
|
Αυτή έχει βουλιάξει γι αυτό τη λένε Βιθυνία. |
|
Βίλντα, Γιάννη, τουν Κώστα, κι' άλλους Κώστας δε 'νι |
|
Πιάστηκαν βλαμάδες στα βαγγέλια |
|
Τ’ Άη Βλάση ζευγαρώνουνται ούλα τα πετούμενα κι ο λύκος |
|
Τ' άη Γιαννιού με το μαντήλι, και τση Βλαχερνός με το καλάθι |
|
Όποιος δεν ξέρει να βοηθάει μένει κατάμονος και δυστυχάει. |
|
Όποιος δεν ξέρει να βοηθάει μένει κατάμονος και δυστυχάει. |
|
Τα μαύρα νέφη του βοριά ,τα κόκκινα του νότου,κι εκείνα τα κατάμαυρα του σκύλου του σορόκου. |
|
Γέρο βοριά αρμένιζε και νότο παλληκάρι. |
|
Βουνό με βουνό δεν σμίγει. |
|
Ο βασιλιάς του σπιτιού είναι το βρέφος
|
|
Οι πολλοί μαμίδοι το βρέφος κοτσόν ποίγουν
|
|
Χαρά στο βρέφος π' αγρυπνά, τον γέρο που κοιμάται
|
|
Μυθωδώς λέγεται ότι βρέφος σφίγξαν από τον λαιμού όλον απήγξεν αυτά. |
|
Κουφού καμπάνα κι' αν βροντάς, λολλόν κι' αν θυμιατίζης και μεθυσμένο κι' αν κερνάς, ούλα τα χαραμίζεις |
|
Κάθα πράμα στο τζαιρόν του τζι' η βροντή στον ουρανό |
|
Όλο τον καιρό δεν ήτο (βροχή) και το Μάη εβροντολόγα |
|
Αλλού βροντάνε τα νερά κι αλλού αλέθει ο μύλος |
|
Αλλού χτυπάει το νερό κι αλλού βροντά ο μύλος |
|
Αν δεν αστράψει δε βροντά κι αν δε βροντά δε βρέχει
|
|
Βροντούν όλα τα σίδερα, βροντούν κι οι σακκοράφες. (Βροντά κι η σακοράφα)
|
|
Έχει το θεό της βροντής μέσα του
|
|
Κάθα πράμα στο τζαιρόν του τζι' η βροντή στον ουρανό
|
|
Κοντά βροντή, μακρυά βροχή
μακρυά βροντή, κοντά βροχή -
|
|
Το λάθος, αγαπητέ μου Βρούτε, δεν είναι στ’ αστέρια, αλλά μέσα μας. |
|
|
Ο Βάκχος έπνιξε περισσότερους μες το ποτήρι, παρά ο Ποσειδώνας μες στη θάλασσα.
|
|
Βάκχος: Μια χρήσιμη θεότητα που επινοήθηκε από τους αρχαίους σαν δικαιολογία για να μεθάνε. |
|
Όταν πρέπει να διαλέξει ποιος θα σταυρωθεί, ο όχλος θα διαλέξει πάντα να σώσει τον Βαραββά. |
|
Κάλλιστον εντάφιον η βασιλεία
(Το ωραιότερο σάβανο είναι η βασιλεία.) |
|
Ο κύριος λόγος που ο Αϊ-Βασίλης είναι τόσο κεφάτος είναι επειδή ξέρει πού κάθονται όλα τα άτακτα κορίτσια. |
|
Οι βασιλιάδες και οι γυναίκες θεωρούν ότι όλα όσα γίνονται οφείλονται σ' αυτούς
|
|
Σύντομα θα απομείνουν μόνο πέντε βασιλιάδες στον κόσμο: ο βασιλιάς της Αγγλίας, ο ρήγας κούπα, ο ρήγας σπαθί, ο ρήγας καρό και ο ρήγας μπαστούνι.
|
|
Ο φόβος δημιούργησε τους Θεούς. Το θράσος δημιούργησε τους βασιλιάδες. |
|
Βελισαρίω οβολόν δότε τω στρατηλάτη, ον τύχη μεν εδόξασεν, αποτυφλοί δ’ ο φθόνος.
Ιωάννης Τζέτζης, 1110-1180, Βυζαντινός λόγιος
|
|
Ναι, είμαι Εβραίος. Και όταν οι πρόγονοι του αξιότιμου αντιπάλου μου ήταν αγριάνθρωποι σε ένα άγνωστο νησί, οι δικοί μου ήταν ιερείς στο Ναό του Σολομώντα.
|
|
Ο Βίκτωρ Ουγκώ ήταν ένας τρελός που πίστευε ότι ήταν ο Βίκτωρ Ουγκώ. |
|
Και σύ τέκνον, Βρούτε; |
|
|
Sine Cerere et Baccho friget Venus.
Χωρίς Δήμητρα και Βάκχο (Διόνυσο), η Αφροδίτη παγώνει
|
|
|
Βάγιες μπροστά και βάγιες πίσω
|
|
Βαγιά των βαγιών
|
|
Πήρε βάγια η κουκουβάγια
|
|
Βάλτε του βάγια!
ή
Επήρε βάγια!
|
|
Μετά βαΐων και κλάδων
|
|
Μετά βαΐων και κλάδων. |
|
Ο Βάκης την Τετάρτη, μας γύρισε την πλάτη
|
|
Να τα χέσω τα κόκκινα τριαντάφυλλα κάθε Αγίου Βαλεντίνου. Δέκα χρόνια μαζί και ούτε λόγο δεν δώσαμε. |
|
Του γονιού η κοιλιά βάρσαμο |
|
Βάλσαμο παρηγοριάς |
|
Ύπνος: το βάλσαμο της φύσης |
|
Σφάζει με το βαμβάκι |
|
Ήρθαν τα Νικολοβάρβαρα |
|
Τώρα έχομε Νικολοβάρβαρα |
|
Νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου |
|
Σα βασίλισσα |
|
Πιστός τς βασιλείας |
|
Τού λείπει ο Βασίλης
|
|
Άϊ – Βασίλης έχει |
|
Αρκοβασίλτς
|
|
Ελιά, ελιά και Κώτσο βασιλιά!
|
|
Βέλη στη φαρέτρα |
|
Σιγά μη χάσει η Βενετιά βελόνι. |
|
Μήπως ήπιες από το πηγάδι της Βένιας; |
|
Ιδού ή εδώ ή αυτός είναι ο Βενιαμίν |
|
Big Bertha |
|
Απορία ψάλτη βήξ (βήχας) |
|
Βίας μη έχου |
|
Βίαν μηδέν πράττειν
|
|
Η Βούλα την Τετάρτη, μας γύρισε την πλάτη
|
|
Θείον βρέφος
Το άγαλμα του Θείου Βρέφους της Πράγας, |
|
Βριάρεως και Κόττου ισχυρότερος. |
|
Όλα πήγανε στο βρόντο |
|
Βροντές πολλές το νερό λίγο |
|
|
Χριστόν ή Βαραββάν; Χριστόν |
|
Βασίλη κάτσε φρόνιμα να γίνεις νοικοκύρης
|
|
Του μικρού βοριά παράγγειλα, να 'ναι καλό παιδάκι.
Μη μου χτυπάει πορτόφυλλα και το παραθυράκι.
|
|
Βοριάς χτυπάει την πόρτα μου και στην ψυχή μου αγιάζι
και στα πικρά τα μάτια μου στιγμή στιγμή βραδιάζει
|