|
Γαμεί η αλιντζαύρα τον λα(γ)όν, γιατ' εν ο γέρακας ποπάνω |
|
Το γεράκ' ψ'λά πετά, μα χαμηλά λογιάζ' |
|
Στου γερακιώνε τσι φωλιές κουνάδια δεν πατούνε |
|
Η μακρά με τον κοντό πάει σαν τον πατασμό, κι ο μακρύς με την κοντή πάει σαν το γιασεμί, κι ότι νά 'ναι ίσα ίσα, πάνε σαν τα κυπαρίσσα
|
|
|
Επήρε καιρό σαν του Γαβαλά την πιστόλα |
|
Ατού ο Γαβρίλης |
|
Περπάτα ελαφρά την άνοιξη. Η Μητέρα Γη είναι έγκυος.(Ινδιάνικη παροιμία)
|
|
Το να ακουμπάς τη γη είναι να έχεις αρμονία με τη φύση. .(Ινδιάνικη παροιμία)
|
|
Γαία πυρί μιχθήτω.
|
|
Γαίαν έχει ελαφράν. |
|
Ο Θεός να σε φυλά από τσι γαλανές
|
|
Όσες κουρούνες γαλανές,
τόσες πεθερές καλές
|
|
Γαλανός σαν το λουλάκι
|
|
Μαζί με τη γαρυφαλιά ποτίζεται κι η γλάστρα. |
|
Για της γαρουφαλιάς τουν καϊμό πιν' η γλάστρα του νιαρό |
|
Βρακί δεν έχει ο κώλος μας, γαρίφαλο στ’ αυτί μας. |
|
Σ᾿ είχα γαρούφαλο στ᾿ αυτί, και τώρα σ᾿ έχω αγκάθι. |
|
Κασίδα στην κορφή και γαρούφαλο στ᾿ αυτί. |
|
Ο διάβολος φαίνεται από τας μορφάς φιδιού, μαύρου γερακιού. |
|
Ο διάβολος φαίνεται από τας μορφάς φιδιού, μαύρου γερακιού.
|
|
Με τα γεράκια κάθουμαι τσσι μπούφοι δε φοβάμαι |
|
Κακό γεράκι επέρασε από τη γειτονιά μας
|
|
Γύρα, γύρα το γεράκι ως τα δίχτυα θε να φτάκει
|
|
Κάλλιο τον λαγό παρά την γερακίνα
|
|
Η πρώτη σκλάβα, η δεύτερη κυρά κ΄ η τρίτη γερακίνα, του τρώγει τα μυαλά |
|
Ο γέρος ο Γεράσιμος τζ΄ η ΄ρκά η Παραδείσα
είχαν τα πόθκια στέκοντα τζι ο κώλος τους εφύσαν.
|
|
Αφέντ' άη – Γεράσιμε, μεγάλο 'ν' τ' όνομα σου, φύλλο δε σειέτ' από δεντρί, χωρίς το θέλημά σου
|
|
Εν τζ' εφ φαρράς του Γεράσιμου |
|
Ο άγιος Γεράσιμος ανοίγει τσι γιορτάδες, κι' ο άγιος Χαράλαμπος τσι κλείνει
|
|
Το γέρο δεν τον ρωτούν πού πονεί, αλλά πού δεν πονεί.
|
|
Ο όμορφος νιος κάνει κι όμορφο γέροντα |
|
Γέρου πορδή μην ακούς, λόγο ν’ ακούς. |
|
Θέλει η γριά και παίζει ο γέρος.
|
|
Όπ΄ έχει πλατειά καρδιά, ποτέ του δε γερνάει |
|
Νύν εν τω γήρατι επιδείξομαι την ανδρείαν |
|
Τι έχεις γέρο που χορεύεις; Δε μ' αφήνουν τα δαιμόνια. (Αρκαδία) |
|
Αν θες την ευτυχία σου και γέρος ν' αποθάνης, με τους μεγαλυτέρους σου ποτέ να μην τα βάνης |
|
Του γέρου σκόνταμμα, του χάρου μήνυμα. |
|
Χαρά στο νιο που νοιάζεται, το γέρο που γελάει. |
|
Ζήε γέρο να παθαίνεις
Ζήε γέρο να μαθαίνεις
|
|
Απ’ τ’ Αγιά Αντρεός και μετά τρύπωσε ο γέρος στα σκουτιά. |
|
Έκανε η Γιωργούλα θέλημα. |
|
Αυτά είναι ύδατα κυρά Γιωργούλα!
|
|
Είσαι καμπίσια μικρή Γιωργούλα.
|
|
Καυχιέται η Γιωργούλα μας το ποιος θα τη φιλήσει,
|
|
Άη Γιώργη μου βοήθα να φάνω το πανάκι μου |
|
Αϊ Γιώργην όσον και να ξεπέφτει, πέντ' έξι άγιους ακόμ' αξίζει
ή
Άη Γιώργης κι αν ξεπέσ δέκ άγιους καταπονεί |
|
Άγι Γιώρην βόγιαθα με. -αμ ανέμιζε και συ τα χέργια σ' κομμάτ' |
|
Άι Γιώργη βοήθαμε σήκω κ΄συ μαγκούφι μου |
|
Άλοον τ' Αγιωργιού (άλοον=άλογον) έντομο λεπτό μεγαλόσωμο (ο μάντις). Είναι 'γκακόν να το σκοτώσης, γιατί θυμώνει ο Άης Γιώργης |
|
Αυτός είναι μπίτι Γιώργος |
|
Βάλλεις τογ Γιωρκήν με τον Άΐγ – Γιώρκην; |
|
Άγι’ Γιώργη μου Αράπη, βάσανα πώχει η αγάπη |
|
Άγις Γεώργις σκορπά τα παιδιά, Άγις Δημήτρις τα μαζώνει κι άγις Νικόλας καλά τα συμμαζόνει |
|
Άδεια π΄έχει ο Γιώργης να πάη στο στρατιωτικό |
|
Άι Γιώργη Σκυριανέ, άι Νικόλα ψαριανέ, Ταξιάρχη Παναρμιώτη και αι Γιάννη Κρανιδιώτη |
|
Άϊ μου Γεώργη μου, βοήθα μου. Μα σειέ και συ τα πόδια σου! |
|
Απού τ' άϊ – Γιωρτζού στο 'ώμα τσ' απού τ' άϊ – Νιτσήτα, τσοίτα |
|
Χαίριτι ο νιος τα νιάτα του κι ου Γιώργους για τις κάλτσες του. |
|
Αϊ-Γιώργη μου ακριβός είσαι. |
|
Από τ’ Άϊ Νικήτα κοίτα, από τ’ Άϊ Γιωργιού ξεκοίτα. |
|
Εροματισέμ με ο Άης Γιώρκης |
|
Εν να βάλης ρογ Γεωρκήν με τον άϊν Γεώρκιν; |
|
Εμπήκε ο Γιώργης στο χωριό κι απάντησε το Γιάννο. |
|
Είναι τ' Άϊ – Γιρωργιού και χορεύγη η Γιώργαινα |
|
Είναι ακριβότερα από το σφουγγάτον του Άη Γιώργη |
|
Γιώργου, Γιώργου, Γιωργαρά, παίξι το βιουλί καλά, να χουρέψ' ξ Κουσταντ'νιά μι του Γιώργου τουν ψαρά |
|
Γιώργον είχα, Γιώργον πήρα, Γιώργον έστειλα στα ξύλα |
|
Γιώργον είχα, Γιώργον πήρα και σκατά στο Γιώργο πόχω |
|
Γιώργο Γιάννο γύρευε και Νικολό καρτέρει |
|
Γιώργη, ο σορόκος φουσκώνει! |
|
Σαράντα ο γιατρός ο Κούκος, σαράντα κι ο Γιώργης ο μπούφος. |
|
Σαμού φήνει τ' άβgο του Έζ Γιώργης σο τσαΐρι, έρτσεται η άνοιξη |
|
Του Σταυρού σταύρωσε και δένε, τ' Άη Γιωργιού τσιμάριζε κι αμόλα |
|
Παρά πορδή έχασ' ο Γιώργης το γάϊδαρο |
|
Ο Άϊς Γιώργης βρακώνει και ξεβρακώνει |
|
Ο άη Γιώργη ο βούργαρος και σκορποφαμελίτης |
|
Ο Άη – Γιώργης τ' αρχινάει κ' η Γαστριτσα τ' αποσώνει |
|
Ξεπέλ' σε 'Εζ Γιώργης τ' αβγό του σο τσαΐρι.
Ξαπόλυσε ο Άι -Γιώργης τ' άλογο του στο λιβάδι |
|
Κόψε ξύλο φτιάσε Γιώργο κι από κουτσουκιά Θανάση, αν ρωτήσης και για Γιάννη, ότι ξύλο κόψης, κάνει |
|
Κόψε ξύλο φκιάσε Γιώργο, κι απ' αγραγκελωνιά Βασίλη, κι αν ρωτήσης και για Γιάννη ό,τι ξύλο κόψεις, κάνει |
|
Κόψε ξύλο φκειάσε Γιώργο |
|
Κουμπάρε; τάχα να ήσαι καλεσμένος τ' Άϊ -Γιωργιού; |
|
Κόσμος σ'τον Αγιώργη και σκυλιά σ' το Κουτσοπόδι |
|
Κόσμος στον άγ' Γεώργη! |
|
Θες να μάθης τι είν' ο Γιώργης; Δος του ράβδον εις το χέρι |
|
Η λαμπρή καμάρα 'ναι και σκύψε να περάσης τ' άϊ Γιωργιού 'νεν η χαρά σαν έχης να 'γκινιασης |
|
Η λαμπρή είν' καμάρα τσ' ας περνάη, τ' Αγιού Γεωργιού είν' το τέλος, φιάστε τα δραπανάτσια σας, γιατ' έφτατσε το θέρος |
|
Βγήτσε καντήλα λάδι ο Γιώργις |
|
Βαρβάρα βαρβάρων', Σάββας σαβανών', άη Νικόλας παραχών', άη Γιώργης ξιναχών΄, άη Δημήτρης τα μαζών΄ |
|
Αυτός είναι σαν εκείνον που καρζών' Άϊ Γεώργη απ' κάτ' απ' τ' άλογο |
|
Χόλιασι ου Γιώργους κι έκαψε τις κάλτσες του.
|
|
Όλοι μιλούν για τ’ άρματα κι ου Γιώργους για τις κάλτσες. |
|
Χαίριτι ο νιος τα νιάτα του κι ου Γιώργους τις κάλτσες του.
|
|
Τουν Γιώργου τουν χάριζαν παλάτια, κι αυτός κάλτσες κοίταζε.
|
|
Ο Αγιώργης τ’ ανοίγει και ο Αϊ Δημήτρης τα κλείνει. |
|
Του Σταυρού κοίτα κι από του Αη –Γιωργιού ξεκοίτα |
|
Απρίλης με τα λελούδια, Μάης με τα χορτάρια. Και του Αη – Γιωργιού να φέξει! |
|
Άη Γιώρκη βοήθαμε τζιαι ‘σου τον πόδα τάρασσε |
|
Ακριβὰ τα σφουγγάτα του αγίου Γεωργίου
ή
Άγια Γιώργε, ακριβά πουλεί τα σφουγγάτα |
|
Απ’ τ’ Αη-Γιωργιού και πέρα, δως του φουστανιού σου αέρα.
ή
Από τ’ Άη-Γιωργιού και πέρα, παίρνουν τα φουστάνια αέρα. |
|
Γιώργο είχα, Γιώργο πήρα κι αν η δόλια μεταχηρέψω πάλι Γιώργο θα γυρέψω |
|
Είπαν το παιδί σου Γιώργο, ξαναβάφτισέ το! |
|
Κάθε μέρα δεν είναι τ’ Αη-Γιωργιού. |
|
Και τ’ Αη-Γιωργιού να φέξει. |
|
Όπου Γιώργος και μάλαμα. |
|
Ήντα σε κόφτει που τβ βουν του Γιακουμή. |
|
Ο μακρύς με την κοντή πάνε σαν το γιασεμί, η μακρυά με το κοντό πάνε σαν τον πειρασμό κι απού είναι ίσια σαν τα κυπαρίσσια
|
|
Στες είκοσι γαρύφαλλο, και εις τες τριάντα βιόλα και εις τες σαράντα γιασεμί και στους πενήντα 'μόλα
|
|
Ας με λένε Γιωργοδήμα κι ας πεθαίνω από την πείνα! |
|
Πικρόν του στομάτου, γλυκόν της καρδιάς |
|
Κάλλιο λάχανα με γλύκα, παρά ζάχαρι με πίκρα |
|
Μη βλέπης την άσσημη μου μούρη μόνον το καλό μου γούρι |
|
Όσο βιάζεται η γριά, τόσο κόβεται η κλωστή. |
|
Ο κόσμος και το εμπόριο γραμματική δεν έχει |
|
Γραμματικέ που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις. |
|
Γάιδαρος είν' ο γάιδαρος, αν εφορεί και σέλλα, κ' η γριά κι αν εμορφίζεται, δεν γίνεται κοπέλα. (Κεφαλονίτικη)
|
|
Είπαν της γριάς να χέσει, κι αυτή ξεκωλιάστηκε. |
|
Πες, πες το κοπέλι κάνει τη γριά και θέλει. |
|
Η γριά το μεσοχείμωνο, πεπόνια αναζητάει
|
|
Τ’ Αγιαντρεός ο καιρός θεριώνει, χώνει τη γριά στο παραγώνι. |
|
Πέρασε του Αϊ – Δημητράκη, άναψε γριά το τζάκι. |
|
Η γριά Νέτζω χάλευε τον Δεκέμβρη μήνα κεράσια. |
|
Εγληγόρεψ' η Γληγόρω σίντας είδε την κομμάτα!
|
|
Του Μελέτη τη γεναίκα ο Γρηγόρης τηνε πήρε
|
|
Ο Μελέτης εμελέτα κι ο Γρηγόρης εγρηγόρα |
|
Το γλήορον και το καλόν ΄εν παν μαζίν τα δκυό τους. |
|
Ε Μελέτης εμελέτα, τσ' ε Γληγόρης επαντρεύτη
|
|
Θα σε πιάση ο γέρω Γληγόρης με τη λαγούσα του |
|
Ο Μελέτης εμελέταν τζι ο Γληόρης επελέκαν. |
|
Ο Γρηγόρης εγρηγόρει κι ο Μελέτης εμελέτα, κι ο Γρηγόρης τηνε πήρε του Μελέτη τη γυναίκα. |
|
|
Την γεωργίαν των άλλων τεχνών μητέρα και τροφόν είναι.
|
|
Καθημερινά με το πιρούνι μας ψηφίζουμε το μέλλον της γεωργίας της Ελλάδας και του πλανήτη όλου |
|
Τη νια ημέρα εν τ' Ά – Γιωργιού και την άλλη τ' Ά – Γιωργιού το παλληκάρι |
|
Τα παιδιά και οι τρελοί κόβουν το Γόρδιο δεσμό που οι ποιητές ξοδεύουν μια ζωή για να λύσουν. |
|
Ου μοι τα Γύγεω.
Δεν είναι για μένα τα πλούτη του Γύγη. (Δεν τα θέλω)
|
|
|
Γης Μαδιάμ |
|
Τον καιρόν της Γαλιλαίας |
|
Τον καιρόν της Γαλιλαίας |
|
Αυτός εγίνηκε τώρα γεράκι
|
|
Μάτι αστρίτη, Μάτι γερακιού.
|
|
Γερακίσιο μάτι, |
|
Είναι για τον άγιο Γεράσιμο
|
|
Ο Παλαιων Πατρών Γερμανός είναι αυτός; |
|
Το σκυλί σου Γιωργούλα μου! |
|
Τζωρτζίνα το κάμανε |
|
Τώβρες το γαϊδούρι Γιώργη; Χτσ! |
|
Τώβρες το γαϊδούρι Γιώργη; Χτσ! |
|
Τον άγη – Γιώρην κουρτά μετά πλακία |
|
Τι' κάν'ς Γιώργον; -Σκαντοχερία κάνου |
|
Πίντς Ιουργάκ' μ', κρασάκ'; |
|
Γεωρκήν τολ λέν, τογ καημένον |
|
Ρέ Γιώρκο, πού νά γιωρκίσεις ψώρα!! |
|
(Τόσην ώρα) δε μπήρε κάβο (ο Γιώργης) |
|
Μούντζα νάχη ο Γιώργης μπροστά στον Χ... |
|
Λές τι τόνε λένε Ντόρντση κι εξεγίνηκε από Γιώργος; |
|
Ζαγιάνατα, Θοδωρή, και βάστα, Γιώργο |
|
Καλό σου κάνει, Ζώρζη μου
ή
Και καλόν του Ζώρζη κάνει |
|
Διότι υπώπτευεν, ήξευρε και ησθάνετο ότι ο Γιωργής έτρεφε παιδικόν αίσθημα προς την Αρχόντω. |
|
Μάτια γλαυκά, |
|
Κομίζει Γλαύκα εις Αθήνας |
|
Κομίζει Γλαύκα εις Αθήνας |
|
Μάτια γλαυκά, |
|
Κάμνει τα γλυκά πικρά |
|
Ο Γολγοθάς μου |
|
Ο Γολγοθάς μου |
|
Την τύχη μου την γόρδια |
|
Γόρδιος Δεσμός |
|
Η Γούλα την Τετάρτη, μας γύρισε την πλάτη
|
|
Γραῦς χορεύει
|
|
Γραῶν ὕθλος |
|
Πλάκωσ' ο γρίβας
|
|
|
Έχεις δυο μάτια γαλανά σαν τ᾿ ουρανού το ρέγγι.
ωσάν η πούλια την αυγήν το ᾿να και τ᾿ άλλο φέγγει.
|
|
Την Γαλάτειαν ή μιαν καλύβην; την Γαλάτεια
.
|
|
Όπου ακούς αέρα είναι η Γαλήνη που βρυκολάκιασε.
Οδυσσέας Ελύτης |
|
Ο Γιώργος είναι πονηρός και από τι 11 και μπρός κυκλοφοράει για γαμπρός. |