|
Ούτε διάκο σ’ είδαμε ούτε πρωτοσύγκελο, και συ δεσπότης έγινες; |
|
Ο Μάρτης βάνει το σκύλο στο δροσό και το γάτη στον πυρόμαχο |
|
|
Ήθος ανθρώπω δαίμων.
|
|
Είναι φτούνη 'φτου μια κακούργα Δαλιδά! |
|
Μωρή κακούργα, Δαλιδά, άει στο διάλο, μωρή! |
|
Τα κανόνισε, λοιπόν, η Δαλιδά κι είχε πράγματι μια ανιψιά ξεγυρισμένη και κόμματο αλλιώτικο.
|
|
Άγουρα δαμάσκηνα και πικρές ελιές. |
|
Τον έφεραν από τον Κοσμά και το Δαμιανό |
|
Αγέρας και γυναίκα δεν κλειδώνονται.
|
|
Φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντας.
Βιργίλιος, 70-19 π.Χ., Λατίνος ποιητής |
|
Ούλοι οι Άγιοι σαν την Δέσποινα είναι; |
|
Στον πορισμένο τον καιρό, δυστυχισμένη χώρα, εγώ η Μάρω δέσποινα και ο Γιάννης Θεολόγος |
|
Εγώ η Μάρω, Δέσποινα κι' ο Γιάννης, θεολόγος |
|
Ούλοι οι άγιοι δεν είναι σαν τη Δέσποινα
|
|
Παναγία μου Δεσποινα μου στραβοκούφανε τομ παπά μου |
|
Σε τούτη την περίσταση στον οργισμένο τόπο, έγιν' η Κούτσω δέσποινα, κι ο Γιάννης θεολόγος |
|
Όσα να τς δώκς η Δέσπω δε σ' λει κ' πολλά έτη
|
|
Αλλού με τρίβεις Δέσποινα, κι αλλού εγώ πονάω.
|
|
Σ’ τον μπιρισμένο τον καιρό δυστυχισμένη χώρα, εγώ η Μάρω Δέσποινα κι ο Γιάννης Θελόγος |
|
Ας με λένε δεσποτίνα κι' ας πεθνήσκω πε τη πείνα |
|
Οποία η δέσποινα, τοίαι και αι θεραπαινίδες. |
|
Αν ήταν καλή η δουλειά, θα δούλευε κι ο Δεσπότης. |
|
Σαν θέλει η μοίρα, ο μυλωνάς γίνεται και δεσπότης. |
|
Φοβήθηκε ο παπάς τον Νοέμβρη και ο Δεσπότης τον Φλεβάρη. |
|
Άλλου μέ τρίβεις, δέσποτα, κι άλλοϋ ’χω ’γώ τόν πόνο |
|
Κάθε πρώτη του μηνός, για δεσπότης, για φανός.
|
|
Καλά είν’ τα φαρδομάνικα, μα είν’ για δεσποτάδες. |
|
Οι βλάχοι γίναν δήμαρχοι κι οι γύφτοι καπετάνιοι. |
|
Και στο δήμαρχο να πας, γαϊδουρινή θα τηνε φας! |
|
Δημητρούλα μου γειά σου πάρτα όλα δικά σου. |
|
Όλα τα μάτια άγιο Δημήτριο δεν βλέπουνε |
|
Την μέρα του Αγίου Δημητρίου ο χειμώνας σκαρφαλώνει στο φράχτη. |
|
Ο μπαρμπα-Δημήτρης τινάζει τα άσπρα γένια του και πέφτει το πρώτο χιόνι |
|
Πούστης τον πούστη αγαπά, πουτάνα τη πουτάνα, κι ο Μήτσος ο κωλομπαράς τους παίρνει όλους σβάρνα. |
|
Τ’ άη – Δημητριού, τι είσαι ‘σύ και τι ‘μαι εγώ λέει το νιο κρασί στο παλιό. |
|
Τον τρυγητή ξερόκανε τον Άγιο-Δημήτρη λασπόκανε. |
|
Τ’ Αϊ – Δημητριού, μικρό καλοκαιράκι, κράτα το πουκάμισο και πέτα το σακάκι. |
|
Πέρασε του Αϊ – Δημητράκη, άναψε γριά το τζάκι. |
|
Ο Αγιώργης τ’ ανοίγει και ο Αϊ Δημήτρης τα κλείνει. |
|
Άγιος Δημήτρης έρχεται (έφτασε) στα χιόνια φορτωμένος.
|
|
Έκαμε κι ο Νιόνιος βάρκα κι όλη μέρα τηνε καλαφάτιζε |
|
Αη-Δημητράκη, μικρό καλοκαιράκι. |
|
Τα έκαναν τάτσι μίτσι κότσι, και σε συντόμευση 'Τα τακιμιάσανε" |
|
Άγιο Δημήτρη το σπυρί σου ως του Αγίου Πλατάνου
|
|
Θαν το φας και θα ειπείς και το Δήμο λεβέντη!
|
|
Τα θρέφ' ο δήμος λοιμόν φοβούνται; |
|
Βούλευμα μεν το Δίον, Ηφαίστου δε χειρ.
Αισχύλος, 525-456 π.Χ., Αρχαίος τραγικός ποιητής (Προμηθεύς Δεσμώτης)
(για τα δεσμά του Προμηθέα) |
|
Αεί γαρ πίπτουσιν εύ οι Διός κύβοι.
Σοφοκλής |
|
Εἰ μὴ Ἀλέξανδρος ἤμην, Διογένης ἂν ἤμην.
(Αν δεν ήμουν ο Αλέξανδρος, θα 'θελα να 'μουν ο Διογένης) |
|
Αν σου κάτσει η Μαρία, τύφλα να’ χει ο Διονύσης. |
|
Από τ' Άγιου - Διονυσίου και πέρα μπαίνει η οργή στη θάλασσα |
|
Μη ζητάς τή δόξα περισσότερο από την ευτυχία!
|
|
Μόνε δεις τή Δόξα μ', μή φοβάσαι! |
|
Νειάτα και κάλλη φτείρουνται και πλούτος μπατταλεύγει, μόνο μιά δόξα και τιμή στό κόσμο βασιλεύκει
|
|
Όταν έρθ' η δόξα, χάνεται το μνημονικό
|
|
Οι δόξες είναι αστραπές πού φέγγου μά πετούσι κ' εις ανοιγοσφάλισμα των ομματιώ σκορπούσι
|
|
Πάντα όσ' άν ποιήτε εις δόξαν Χριστού καλώς ποιείτε
|
|
Πολλοί τον πλούτον εμίσησαν την δόξαν ουδείς
|
|
Ποτέ ανθισμένος δρόμος δεν οδηγεί στή δόξα
|
|
Ουδέν κτήμα σεμνότερον της δόξας, πλήν μόνης της αρετής. Πάντων δ' ευτυχέστατος είναι ο αμφοτέρας ταύτας κατέχων
|
|
Ως πού να πή δόξα Πατρό, πέφτ' η πέτρα κί τόνε βαρεί |
|
Δόξα από βραδύ κάπα κρέμα στό μαντρί |
|
Δόξα νάχεις τρυγητή μου που ‘δα τρίχα στο μουνί μου. |
|
Δόξα να ’χεις Αγιάννη μου Θεριστή, που ’δα την πούτσα μου ορθή! |
|
Ιδού δόξης στάδιον λαμπρόν. |
|
Ο πλούσιος έχει την τιμή, ο πλούσιος και τη δόξα. |
|
Αγεράσης τσ' ά-χ-χαλάσης, την καλήν τή-δ-δόξα θάσης
|
|
Η κυρά έχει το σπίτι και η δούλα το κλειδί |
|
Η κυρά έχει τον άντρα και η δούλα τα κλειδιά! |
|
Αφέντες και δούλοι ένα γίναμε ούλοι. |
|
Να δουλεύεις σαν το δούλο και να τρως σαν τον αφέντη. |
|
Έκλασεν ο δράκος τζ' έκαμα εγιώ αγγόνιν |
|
Μέθ θωρείς την οσσιάσ σου έτσι μηαλήτζ' τζαί νομίζης, πως είσαι δράκος |
|
Έκλασεν ο δράκος, τζ' έβκαλεφ φωνήν
|
|
Ο δράκος βρίσκει λέσα πεθαμέν ανθρώπ' ξεχών' έτρωε.
|
|
Δράκου ρίζα νάχη (δε γλυτώνη) η κωκλή
|
|
Οι όψιμες θέλουν βροχές κι οι πρώιμες δροσούλες.
|
|
Τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, θέλουν τα μνιά δροσιά!
|
|
Τρώω βούτυρο κι' αυγά, μου έφαγαν την καρδιά. Τρώω κρεμμύδια, τρώω δροσιά
|
|
Τα σύκα θέλουνε δροσιά και τα κεράσια κάψα
|
|
Άλλο δεν έψησε την Οσία Μαρία, παρά η δροσιά του Μαγιού
|
|
Ανάρια τα κλωνάρια του κουνάει ο γερο-πεύκος,
και πίνει και ρουφάει δροσιά κι αχολογάει και τρίζει
|
|
Από τσου ξένους δροσιά, κι από τσου δικούς φωτιά
|
|
Ήμεις οι ζέν ιδώ ήμαστι σαν τ' δροσούλα στου κλαράκ' |
|
Αυτός είναι ανιδρόσγους παπάς πουτέ δεν είδαμι τ' δρουσιά τ'
|
|
Όποιος τσοιμάται στη δροσιά τσαί στη δροσοπεζούλα κακοχειμώνα τημ περνά η έρημη του γούλα |
|
Άντρα μου, καλάντρα μου, τρώς κρομμύδι, τρώς δροσιά, τρώω κι' εγώ τ' αυτγά με το πολύν πολύν πιπέριν και καίεται η καρδιά μου
|
|
Από κρυφοθέρμη περίμενε να σου δώση δροσιά |
|
Ο Μάης ρίχνει τη δροσιά, Απρίλης τα λουλούδια
|
|
Ο Θεός με τον πάγο δροσίζει και με την δροσιά καίγει
|
|
Κατακαϊμένε άνθρωπε σαν πόντικας γεννιέσαι, σαν λοντάρι θρέφεσαι, σαν τη δροσιά χαλειέσαι |
|
Όποιος δεν επερπάτησε τη νύχτα με φαγγάρι και την αυγή με τη δροσιά τον κόσμο δεν εχάρη |
|
Άστραψε στην Ανατολή και βρόντηξε στη Δύση. |
|
Και το δώρο, για μια θύμησ' είναι
|
|
Το δώρον θέλει αντίδωρον |
|
Φόβου τους Δαναούς και δώρα φέροντας
|
|
Το δώρο έχει αντίδωρο. |
|
Δώρο αν είναι και μικρό, μεγάλη χάρη έχει. |
|
Εχθρών άδωρα δώρα ούκ ονήσιμα |
|
Μερικών ανθρώπων κ' η αποδωρά των είναι φαρμάκι
|
|
Πέντι παραδιού δώρου η χαρά τ' είνι μιγάλ'
|
|
|
Πλάτων
Δούλοι γαρ και δεσπότης ουκ αν ποτέ γένοιντο φίλοι. |
|
Δεσπότης δούλου δείται και δούλος δεσπότου.
Αριστοτέλης
|
|
Sine Cerere et Baccho friget Venus.
Χωρίς Δήμητρα και Βάκχο (Διόνυσο), η Αφροδίτη παγώνει
|
|
Όσο υπάρχουν δικτατορίες, δεν μου πάει η καρδιά να επικρίνω τη δημοκρατία. |
|
Δημόκριτος την φιλαργυρίαν έλεγε μητρόπολιν πάσης κακίας. |
|
"Στην εποχή του παραδείσου, ο διάβολος έκανε τη γυναίκα να ντυθεί, σήμερα την κάνει να γυμνώνεται... Αλίμονο! Κι αυτός ο διάβολος διεφθάρη από τότε. |
|
Αίσωπος
Ο εγγύς Διός, εγγύς κεραυνού. |
|
Διογένης ερωτηθείς υπό τινος, διά τίνα αιτίαν οι άνθρωποι, τοις μεν προσαιτούσι, διδόασι, τοις δε φιλοσοφούσιν, ουδαμώς, είπεν, «Ότι χωλοί μεν και τυφλοί ίσως ελπίζουσι γενέσθαι, φιλόσοφοι δε ού.»
|
|
Sine Cerere et Baccho friget Venus.
Χωρίς Δήμητρα και Βάκχο (Διόνυσο), η Αφροδίτη παγώνει
|
|
Ο Διόνυσος έχει πνίξει περισσότερους ανθρώπους από τον Ποσειδώνα.
|
|
Είμαι ακόλουθος του Διόνυσου. Θα προτιμούσα να είμαι σάτυρος παρά άγιος.
|
|
ἄνθρωπε, καλὴ μὲν Ἥρα,
καλὴ δὲ καὶ Ἀθηνᾶ, καλλίστη δὲ πασῶν ἡ Διώνη |
|
Dura lex, sed lex
(Ντούρα λεξ, σεντ λεξ) |
|
|
Χρυσός Δανάην έπεισεν εθέλουσαν. |
|
Η Αλήθεια είναι θυγατέρα του Δία.
Πίνδαρος |
|
Δικαίως κτω
|
|
Δικαίως κτω
|
|
Διογένης τον έρωτα είπε σχολαζόντων ασχολίαν. |
|
Διογένης ερωτηθείς τι των θηρίων κάκιστα δάκνει έφη: των μεν αγρίων συκοφάντης, των δε ημέρων κόλαξ. |
|
Διογένης λοιδορούμενος υπό τινος φαλακρού, έφη: «Σε μεν ουχ υβρίζω, τας δε τρίχας σου επαινώ, ότι κακόν εξέφυγον κρανίον». |
|
Δόξαν δίωκε |
|
Δόξαν μη λείπε |
|
|
Αυτή είναι μια Δαλιδά! |
|
Είναι ούλο δαλιδά
|
|
Θ' ανοίξει τη δαλιδά του
|
|
Σαμψών και Δαλιδά |
|
Tον ξάπλωσε με δυο δαμάσκηνα... |
|
Δαμόκλειος σπάθη. |
|
Δαμόκλειος σπάθη. |
|
Δάμων και Φιντίας
|
|
Πίθος των Δαναΐδων |
|
Έχει δισπουτκά χέρια
|
|
Δήλιον πρόβλημα.
|
|
Δήλιος κολυμβητής.
|
|
Από δήμαρχος κλητήρας ή
Απ' τα ψηλά στα χαμηλά |
|
Δημήτρη μου, Δημήτρη μου, μου τό κλεισες το σπίτι μου. |
|
Το είπε ο Δήμος!
|
|
Η Δία την Τετάρτη, μας γύρισε την πλάτη. |
|
Ο Δίας την Τετάρτη, μας γύρισε την πλάτη. |
|
Γαμιέται ή γαμήθηκε ο Δίας |
|
Διγενής κ' εγένουμουν |
|
Έχει την αντρεία του Διγενή |
|
Την άτσα του Διγενή έχει
ή
Το πόδι του Δι(γ)ενή έχει
|
|
Την ημέρα με τον λύχνος…σαν τον Διογένη
|
|
Με το κερίν το γυρεύγει…ως ο Διογένης
|
|
Καγώ, φησίν, Διογένης ο κύων. |
|
Διόσκουροι (Κάστωρ και Πολυδεύκης) |
|
Καττοφάες
|
|
Μεζές του Άη Δεμέτη: Κάττος στιφάδο. |
|
Κάλλια στον Τούρκο παρά στο Γκρέκο |
|
Η Δόξα την Τετάρτη, μας γύρισε την πλάτη
|
|
Φήμη και Δόξα
|
|
Δόξαπατρί
|
|
Είναι 'ς τις δόξες του |
|
Εν τή δόξη του και εν τή παρδαλία του |
|
Η δούλα του ση χρείαν κάεται (Πήγε να χέσει) |
|
Δράκου φωνή κόμα δεν άκσες
|
|
Ακούτε,Φώτου τα παιδιά, του Δράκου παλληκάρια. |
|
Και του δράκου τη ρίζα να 'η |
|
Έχει δύναμη δράκου
|
|
Δράκου δόντι νάχης δε γλυτώνεις
|
|
Δρακόντειος νόμος.
|
|
Δρακόντει μέτρα |
|
Αυτός είναι δράκος |
|
Αυτός είναι δράκος στο φαϊ
|
|
Δράκος με τ' αλυσσίδια |
|
Σαν του Μαγιού το δρόσο.
|
|
Τον έβαλε 'ς το δροσιό (φρέσκο) |
|
Το κρεμύδι 'ναι δροσιά |
|
Fortis et durus
(φορτις ετε ντούρους)
|
|
Λίγο δώρο και πολλή αγάπ'
|
|
Τα δώρα σταύρωσαν τον Χριστό
|
|
Το δώρο δε δωρίζεται
|
|
Άδωρα εχθρών τα δώρα |
|
Δώρον άδωρον |
|
|
Η Δέσπω κάνει πόλεμο με νύφες και μ' αγγόνια. |
|
Κλάψε με, μάνα μ’, κλάψε με τη νύχτα με φεγγάρι
και την αυγούλα με δροσιά ώσπου να δύσει ο ήλιος,
να βγουν τα ‘λάφια στις βοσκές κι όλες οι λαφίνες.
|
|
|
Όλα τ’ άνθη, μητέρα, δεν είν’ αδελφάκια;
Σε γαστρούλες και κήπους, αγρούς και ρυάκια,
Μια δροσιά, και μικρά και μεγάλα;
|