|
Άμε να ζωγραφίσης έναν Άι – Μανώλη |
|
Τσίτα – φούλα και τ' άσπρα πούλα |
|
Οίνος ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου |
|
|
Απόστολος παρήγορος χασάπικης ειρήνης |
|
Ζήσε εν ειρήνη γιά νά τρώς ψωμί γλυκό!
|
|
Κάλλια ρίγανη κ' ειρήνια πέρι ζάχαρη καί γκρίνια |
|
Κάλλιο ξερό ψωμί μέ ειρήνη, παρά μάγγανα μέ μέλι
|
|
Όποιος ζεί μέ ειρήνη, κοιμάται αναπαυμένος!
|
|
Ρήνεια μόνοια,νά σκάσουν τά δαιμόνια |
|
Ρήνα, Ρήνα κυρά Ρήνα, πάρ' τον Καλογιάννο άντρα |
|
Κάλλια χόρτα με ειρήνη, παρά ψάρια με τη γκρίνη
|
|
Χόρευγε Μαριά και Ρήνη χόρευγε κ’ εσύ Φροσύνη |
|
Μωρή Ρίνα καί Κατίνα καί Σοφιά και Καταιρίνα φέρε μ' τά σαφιά μου καί τά μεταξωτά μου. - Μία έχεις κι είμαι γω. Ένα τ'όχεις κι είν' ογρό καί κρέμεται στόν καπνό
|
|
Κάλλιο λάχανο και ΄ρήνια πάρα ζάχαρι και γκρίνια |
|
Της Πηνελόπης ο αργαλειός βελόνι της Ελένης |
|
Της Ελένης το βρακί, κρέμεται στο μπογιατσή, κάνει πάνω κάνει κάτω, όλο τσιρλιτό γεμάτο |
|
Λεν την λεν την λεν και Λέν' με λεν σου λέω, δεν σου λέγω πως με λεν |
|
Για τ' ατήν την Ελενίτσαν, για τ' ατήν αντρώς κ ευρέθεν και καρσάν κ' επελεκέθεν |
|
Άγια Λένη να λογιέσαι και να μή δοξολογιέσαι |
|
Ένδοθι την Εκάβην, έκτοθι την Ελένην |
|
Η Κοντύλω με την Λένη |
|
Έσιει κυράς Ελένης που το πωρνόν; Σφίξε τα ξεβλοράμματα. Έσιει το δείλις; Κόψε τα ζεβλοράμματα |
|
Εν το κουτσόν της αγίας Ελένης |
|
Ελένη Μπιρμπιλόχαρτη και ούγια λευκαμένη! |
|
Και η Ελενιώ τον άντρα της με τους πραματευτάδες
|
|
Κυρά Σελένη το βράδυ, βάλε σπόρο στο σακκί. Κυρά Σελένη το πωρνό, βάλε ρόβιν των βωδιών |
|
Λευτεριά για να (μ') ορίζεις, λευτεριά για να με γδύσεις
|
|
Τη λευτεριά του ο άνθρωπος σα χάσει τι του μένει;
|
|
Λευτεριά να κλέφτουμε, και να μη μάς πιάνουνε! |
|
Λευτεριά για να (μ') ορίζεις, λευτεριά για να με γδύσεις
|
|
Λευτεριά θα πει να μη με βλάβης, και όχι να μπορείς να κάνης τσ' όρεξαίς σου
|
|
Λευτεριά θα πει, να κάνεις τη δουλειά σου!
|
|
Λευτεριά και να με δέρνουν, χέζω μεσ' στη λευτεριά του
|
|
Λευτεριά και να με πεινάνε, χέζω μεσ' στη λευτεριά μου
|
|
Ελεύτερος καί λεύτερη μαντήλι διπλωμένο
|
|
Η ζάχαρ' είναι ζάχαρη, τό μέλι είναι μέλι, δέν είν' ελεύθερος κανείς νά κάνη ό,τι θέλει!
|
|
Τη λευτεριά του ο άνθρωπος σα χάσει τι του μένει;
|
|
Άϊ μου Λευτέρη άρτο και διπλέρι |
|
Άϊ μου Λευτέρη άρτο και διωλέρι |
|
Χα ο Λεφτέρτς, και πασιά λέγωσε 'πέατον Λεφτέρ |
|
Όποιος βόσκεται μ’ ελπίδας, αποθαίνει και της πείνας.
|
|
Πάμε στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα. |
|
Η ελπίδα είναι το ψωμί των φτωχών
|
|
Ο ζευγίτης κάθε χρόνο έχ’ ελπίδα να πλουτίσει”
|
|
Όσο υπάρχει ζωή, υπάρχει ελπίδα |
|
Μα η ελπίδα μιας άνοιξης ζεί και μέσα στην καρδιά του χειμώνα. |
|
Η μέρα που ο Θεός δημιούργησε την ελπίδα ήταν πιθανότατα η ίδια μέρα που δημιούργησε την Άνοιξη. |
|
Η ελπίδα είναι καλό πρόγευμα αλλά κακό δείπνο. |
|
Η ψεύτικη ελπίδα σκοτώνει πιο γρήγορα από την πικρή αλήθεια. |
|
Οι δυνατοί έχουν θέληση και οι αδύναμοι έχουν ελπίδα. |
|
Την ελπίδα ούτε η φωθκιά την κρούζει μήτε το νερόν την πνίει
|
|
Η ελπίδα είν' ως αστραπή πού ωσάν τήν διής εχάθη, τό πόδι της οπού βαλε ποτέ τής δέν εστάθη
|
|
Υπομονή Μανόλη, σαν υπομένουν όλοι. |
|
Θάμμασμα, μαρέ Μανώλ' σ' ένα κλήμα δυό σταφύλια |
|
Θύμωσε (Άλλαξε) ο Μανωλιός κι έβαλε τα ρούχα (βρακί, σκούφια, κάπα) του αλλιώς |
|
Ο Μανώλης με τα λόγια, χτίζει ανώγεια και κατώγεια. (κι εκατό παραθυράκια)...
Ο Μανώλης με τα λόγια χτίζει ανώγια και κατώγια, κι αν τα λες και δεν τα κάνεις την υπόληψή σου χάνεις |
|
Κόψε ξύλο κάνε Αντώνη κι από πλάτανο Θανάση (ή Μανόλη) κι αν ρωτήσεις και το Γιάννη, ό, τι ξύλο θέλεις (έχεις) κάνει. |
|
Κόψε κέδρο (ξύλο, πρίνο) κάμε Αντώνη, κι από πλάτανο (κερασιά, κουμαργιά) Μανώλη (Θανάση), κι αν ρωτάς και για τον Γιάννη, ό,τι ξύλο κόψεις κάνει, και αν πεις και για Νικόλα, κάμνουνε τα ξύλα όλα |
|
Άλλαξεν η χήνα τα 'εβαλ' οδ' εκείνα, άλλαξεν η πάπια κι' έβαλε τα σάπια, άλλαξε κι' ο Μαγαλιός κι' έβαλε την κάππα αλλεώς |
|
Έσέ τα λέω, Μανώλη, για να τ' ακούνε όλοι
|
|
Α λαλήσ' κι' α δε λαλήσ' κ'δούνια τάχ' η Μανωλής |
|
Θα γίνη του Κουτρούλ' το πανηγύρι και του Μανώλ' ο γάμος
|
|
Έκαμα τουν του Μανώλ' τσι βρακουζώνι |
|
Με γεια Μανώλη την καμιτζόλα εφτά δραχμές είχε με χάτριζια μ' όλα |
|
Ξυπασμός, μωρέ Μανώλη |
|
Κατά το μαστρο Μανώλη και τα κοπέλια του
|
|
Όρτσα Μανώλης πόντσα Μιχάλης
|
|
Το είπε κι' ο κυρ Μανώλης! |
|
Κάνω 'γω κι ας είναι σκόλ' για να ντύσου του Μανώλ' ...
(σε μερικές περιπτώσεις συμπληρώνεται με)
...π' ο φορεί καθόλ' βρακί, |
|
Αδελφή Εμμανουέλλα, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι. |
|
Μανουελίτσα, από που φυσάν οι μύλοι;
|
|
Μανουέλλα και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
|
|
Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Μανουέλλας κουταμάρες |
|
Η φήμη κάνει τον άνθρωπον ξακουσμένον |
|
Θεωρία επισκόπου και καρδία μυλωνά |
|
Η νύχτα βγάζει επίσκοπο κι η αυγή μητροπολίτη. |
|
Άδε νουν για πίσκοπον! |
|
Α δεν ορίζη ο πίσκοπος, ποιος διάολος ειν' που ορίζει; |
|
Όπου τοβ Βάτον, βάδωννε
όπου μητέραν, φεύκε,
τζ’ όπου τομ πελλοπίφανον
μπήε τη στύπαν μέσα
(Κύπρος)
|
|
Αδελφή Εριφύλη, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
|
|
Εριφυλίτσα, από που φυσάν οι μύλοι;
|
|
Εριφύλη και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
|
|
Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Εριφύλης κουταμάρες = Ειρωνικά
|
|
Αν σμίξουν τα Δεματορά με το καϊμένο Ρίφι, τότες θενα συγκάνουνε η πεθερά κι η νύφη |
|
Η Μάρω μένει στα βουνά κι ο Γιάννος πάει στους κάμπους |
|
Πέφτει βροχή – παντρεύοντ' οι φτωχοί. Πέφτει ψιχάλα – παντρεύετ' η δασκάλα. Πέφτει χιόνι – παντρεύετ' η Ερμιόνη (ή και το μάρμαρο παγώνει) |
|
Απ' ατου άϊ (γι)άννυ τ' άϊ Αρμογενιού |
|
Ο βήχας, ο έρωτας και ο παράς (τα λεφτά) δεν κρύβονται. |
|
Και πούθεμ μπου Ρωτόκριτος, και πούθεμ που Αρετούσα |
|
Αν εγελάστηκε ως κι ο Αδάμ, είναι που ήταν η Εύα ! |
|
Τζείνα πόσ' η Ευαλλού, ζητά να τα φορτώσ' αλλού |
|
Εμέλ' λαλούσιν Ευαλλούν, σήμερα δα, τζ' άρκον αλλού
ή
Εμέναγ κράζουμ μ' Ευαλλούν, σήμερα δα τζ' αύριον αλλού
|
|
Γαμώ το μουνί της Εύας |
|
Αδελφή Εύα, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
|
|
Εύα, από που φυσάν οι μύλοι;
|
|
Εύα και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
|
|
Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Εύας κουταμάρες |
|
Η γυναίκα είναι Εύα, σε γελά κάθε μέρα
|
|
Οι γυναίκες είναι Εύες (πονηρές)
|
|
Κανένας δεν υπάρχει που να μην έχει πάρει μυρουδιά από τον Αδάμ κι από τα μεσοφούστανα της Εύας. |
|
Ο Γιαννος και η Βαγγελιω σε ενα σχολειό πηγαινουν!
|
|
Άμα υπάρχει το λιλί, χορεύει και η Βαγγελή |
|
Καλώς τον κύριο Ευάγγελο που ‘χει την τρίχα κάγκελο |
|
Σκίσε με Βαγγέλη και πέτα με στ΄ αμπέλι |
|
Άλλοι παπάδες ήρθανε, άλλα Βαγγέλια φέραν.
|
|
Στάζει μέλι η πούτσα του Βαγγέλη. |
|
Κόψε ξύλο κάμε Σπύρο, κι από κουτσουπιά Βαγγέλη, κι α ρωτάς και για το Γιάννη/ ό,τι ξύλο βάνεις κάνει (πιάνει)
|
|
Βαγγέλη, βαγγελίσετε, σιτάρια σηκωθήτε ( ξεπαχνάσετε )
|
|
Αδελφέ Ευγένιε, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι. |
|
Ευγενάκη, από που φυσάν οι μύλοι;
|
|
Ευγένης και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
|
|
Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Ευγένη κουταμάρες |
|
Στις καστανιές του Παπαλιώνη κλαίει η Βγένω και δεν μορώνει…(Αντρώνι) |
|
Η ευγένεια δεν πωλείται στο παζάρι
|
|
Απού το καλαμοβράκι του τρέχ΄η ευγένεια |
|
Ευγένεια μένει παντού και πάντοτε ευγένεια
|
|
Η ευγένεια ούτε πουλιέται ούτε εξαγοράζεται |
|
Ευδοκίτσα, από που φυσάν οι μύλοι;
|
|
Ευδοκώ και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
|
|
Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Ευδοκίας κουταμάρες |
|
Ο κόσμος εκαιούνταν κι η Ευδοκία ευλογούνταν
|
|
Αδελφή Εδοκία, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
|
|
Αν η ομοφυλοφιλία ήταν φυσιολογική, θα έφτιαχνε τον Αδάμ και τον Εύη |
|
Θύμωσε η Θυμιώ και ξύπνησε το πρωί με θυμό. |
|
Αδελφή Ευμορφία, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
|
|
Μορφούλα,από που φυσάν οι μύλοι;
|
|
Ομορφούλα και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
|
|
Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Ευμορφίας κουταμάρες
|
|
Στόλιζε το κούτσουρο, να ιδής την ευμορφιά του |
|
Η νύφη μας την ευμορφιά στην κεαλή την έχει |
|
Ευσταθίτσα, από που φυσάν οι μύλοι;
|
|
Στάθω και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
|
|
Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Σταθούλας κουταμάρες
|
|
Αδελφή Ευσταθία, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
|
|
Η μόρφωση τον ευτυχή στολίζει, τον άτυχο με θάρρος τον οπλίζει. |
|
Τα λεφτά δεν κάνουν την ευτυχία |
|
Η ευτυχία έχει κατοικήριο τη ψυχή και δεν βρίσκεται στα χρήματα ή στα βοσκοτόπια |
|
Στην ευτυχία έχεις πολλούς, στη δυστυχία κανέναν. |
|
Σαν κυνηγάς την ευτυχία, να σηκώνεσαι νωρίς. |
|
Μη γυρεύεις την ευτυχία. Έρχεται μόνη της. |
|
Η ευτυχία μοιάζει με χειμωνιάτικο ήλιο. Ανατέλλει αργά και δύει νωρίς. |
|
Η ευτυχία με τη δυστυχία σ’ ένα έλκηθρο ταξιδεύουν (Ρώσικη) |
|
Η ευτυχία έχει ανησυχίες και η δυστυχία ελπίδες. |
|
Η ευτυχία είναι το μόνο πράγμα που μπορείς να δώσεις χωρίς να το’χεις. |
|
Η ευτυχία είναι διάλειμμα της δυστυχίας. |
|
Ευτυχία δεν είναι να κάνεις αυτό που θέλεις, αλλά να θέλεις αυτό που κάνεις. |
|
Φροσούλα, από που φυσάν οι μύλοι; |
|
Φρόσω και μυαλό, καβούροι με φτερούγες |
|
Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Φρόσας κουταμάρες |
|
Άλλη καμιά δεν το ᾿βαλε το λαχιουρί φουστάνι, πρώτη η Φροσύνη το ‘βαλε και βγήκε στο σιργιάνι. |
|
Τούτα λογιάζει η Νένα τση, κι άλλα λογιάζει εκείνη, κι άλλα ξομπλιάζει η Αρετή, κι άλλα θωρεί η Φροσύνη
|
|
Χίλια καντάρια ζάχαρη θα ρίξω με τη λίμνη, για να γλυκάνει το νερό, να πιει η κυρά Φροσύνη.
|
|
Ή σε πήρα ή με πήρες, επαρθήκαμε, Φροσύνη μου |
|
Χόρευγε Μαριά και Ρήνη χόρευγε κ’ εσύ Φροσύνη |
|
Γι' αυτό και ο Αλή Πασάς έπνιξε τη Φροσύνη
|
|
Αδελφή Ευφροσύνη, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
|
|
Αδελφέ Εφρέμιε, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
|
|
Εφρεμούλη, από που φυσάν οι μύλοι; |
|
Εφρεμάκος και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
|
|
Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Εφρέμη κουταμάρες
|
|
|
Τη μέρα που η δύναμη της αγάπης θα υπερνικήσει την αγάπη της δύναμης, ο κόσμος θα γνωρίσει την ειρήνη.
Μαχάτμα Γκάντι, 1869-1948, Ινδός στοχαστής και ακτιβιστής |
|
Να διδάξουμε στα παιδιά μας την ειρήνη, αλλιώς κάποιος άλλος θα τους διδάξει τη βία. |
|
Θ’ Ελέναν; επεί πρεπόντως ελέναυς, έλανδρος, ελέπτολις.
|
|
Οι λέξεις που ξεκινούσαν από «ελ» μου ασκούσαν πάντα μια μαγεία. Ελλάδα, ελευθερία, ελπίδα και μια Ελένη που ερωτεύτηκα. |
|
Τόση ελευθερία στην τέχνη για να κάνουμε τόσο λίγα! |
|
Η λευτεριά βασίλειο καί η σκλαβιά καδένα καί διάλεξε, παιδάκι μου, από τά δύο ένα |
|
Οι λέξεις που ξεκινούσαν από «ελ» μου ασκούσαν πάντα μια μαγεία. Ελλάδα, ελευθερία, ελπίδα και μια Ελένη που ερωτεύτηκα. |
|
Ο σπόρος μέσα στη γη είναι ζωή. Στα χέρια των καλλιεργητών ελευθερία |
|
Πιστόν Ελλάς οίδεν ουδέν.
Η Ελλάδα δεν γνώρισε τίποτε [ή κανέναν] άξιο εμπιστοσύνης.
|
|
Πιστόν Ελλάς οίδεν ουδέν.
Ευριπίδης, 480-406 π.Χ., Αρχαίος τραγικός (Ιφιγένεια εν Ταύροις) |
|
Ο αγρότης, ο ψαράς, ο άνθρωπος του χωριού, είναι γεννημένοι πρίγκιπες. Αλλά όσο ο Έλληνας προχωρεί προς την πόλη, μαθαίνει το συμφέρον, τα λεφτά, την κομπίνα. Χάνει τις αξίες του και γίνεται λούστρος.
Ελένη Βλάχου, 1911-1995, Δημοσιογράφος & εκδότρια |
|
Για τους περισσότερους ανθρώπους, δικαιοσύνη σημαίνει, απλά, ελπίδα για περισσότερες χάρες.
|
|
Οι λέξεις που ξεκινούσαν από «ελ» μου ασκούσαν πάντα μια μαγεία. Ελλάδα, ελευθερία, ελπίδα και μια Ελένη που ερωτεύτηκα. |
|
Τίποτε δεν είναι χωρίς ελπίδα, πάντα πρέπει να ελπίζουμε.
|
|
Η ελπίδα τρέφει τους περισσότερους ανθρώπους.
|
|
Ο μόνος ευτυχισμένος θεωρώ ότι είναι ο ελεύθερος, εκείνος που ούτε ελπίζει ούτε φοβάται κάτι.
|
|
Παρόν: Το κομμάτι της αιωνιότητας που χωρίζει τα εδάφη της απογοήτευσης από το βασίλειο της ελπίδας.
|
|
Έλπιζε ως θνητός, φείδου ως αθάνατος. |
|
Θρησκεία - Κόρη της Ελπίδας και του Φόβου, που εξηγεί στην Αμάθεια τη φύση του Ακατάληπτου. |
|
Τί κοινότατον; Ἐλπίς. Καὶ γὰρ οἳς ἄλλο μηδέν, αὔτη παρέστη.
|
|
"Εάν μη έλπηται ανέλπιστον, ουκ εξευρήσει.
|
|
Ερωτηθείς τι έστιν ελπίς, «Εγρηγορότος», είπεν, «ενύπνιον.»– |
|
"Τι κοινότατον; Ελπίς. Και γαρ οις άλλο μηδέν, αύτη παρέστη.
|
|
'Εμφυτος πάσιν ανθρώποις ο της ελευθερίας πόθος |
|
Έμφυτος πάσιν ανθρώποις ο της ελευθερίας πόθος. |
|
Η επιστήμη μας έκανε θεούς πριν να γίνουμε άξιοι να είμαστε άνθρωποι. |
|
Στην αρχαία τραγωδία, την οργανωμένη με τόση ακρίβεια, ο άνθρωπος που ξεπερνά το μέτρο πρέπει να τιμωρηθεί από τις Ερινύες.
Γιώργος Σεφέρης, 1900-1971, Έλληνας ποιητής, Νόμπελ 1963
(από την ομιλία του στην απονομή του Νόμπελ) |
|
Αίσωπος
Ζητών Ερμήν γλύψαι, Κέκροπα έγλυψα.
|
|
Η Εκκλησία, μην μπορώντας να καταργήσει τον έρωτα, θέλησε τουλάχιστον να τον απολυμάνει: επινόησε το γάμο
Charles Baudelaire |
|
Ο παράδεισος βρίσκεται εκεί που είναι η Εύα. |
|
Για τη γυναίκα, η πείνα να είναι όμορφη και η δίψα να αγαπηθεί είναι η πραγματική κατάρα της Εύας. |
|
Ιά τη χάρη τσ' Ευγαγγελίστρας πρέπει ν' αοράσης ψάρι να φας, κι α δεν έχης ν' αοράσης, να κλέψης να φας. Α δε μπορης να κλέψης, νάβρης μες στη ρύμνη ένα gοκκαλάκι να το γλείψης |
|
Θαλής ο Μιλήσιος
Τις ευδαίμων; Ο το μεν σώμα υγιής, την δε ψυχήν εύπορος, την δε φύσιν ευπαίδευτος. |
|
Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία |
|
Να δίνει κανείς την ευθυμία στους άλλους, είναι η μεγαλύτερη υπηρεσία που μπορεί να προσφέρει στους ομοίους του. Ένα καλό γέλιο είναι λιακάδα μέσα στο σπίτι |
|
Εὔμαιε, τὸ σοφόν ἐστιν οὐ καθ' ἓν μόνον |
|
Ο Σοφοκλής εσθίει όψον τω οικέτι αρέσκονται, ο δε Ευριπίδης ότι αυτώ αρέσκει! |
|
Πλάτων
Σοφός Σοφοκλής, σοφότερος Ευριπίδης, ανδρών δ’ απάντων Σωκράτης σοφότατος. |
|
Εδιδάχθη Ηρακλής αρματηλατείν μεν υπό Αμφιτρύωνος, παλαίειν δε υπό του Αυτολύκου, τοξεύειν δε υπό Ευρύτου. |
|
Nemo malus felix
Γιουβενάλης, 1ος-2ος αι. μ.Χ.,
Ρωμαίος σατιρικός ποιητής |
|
Αν θέλαμε απλώς να ήμασταν ευτυχισμένοι, θα ήταν εύκολο. Αλλά θέλουμε να είμαστε πιο ευτυχισμένοι από τους άλλους και αυτό -σχεδόν πάντα- είναι δύσκολο, μιας και τους νομίζουμε πιο ευτυχισμένους από ό,τι είναι.
Μοντεσκιέ, 1689-1755, Γάλλος στοχαστής |
|
Ευτυχίαν εύχου |
|
|
Ελπίδα αίνει |
|
Ελπίδα αίνει |
|
|
Ξύπνησε ο Εγκέλαδος! |
|
Η Έλβη την Τετάρτη, μας γύρισε την πλάτη. |
|
Στο έλεος του Θού και της Παναγίας |
|
Αφήνεται, εγκαταλείπεται ή βρίσκεται στο έλεος κάποιου
|
|
Έλεος! |
|
Αγία Λέν |
|
Το ζωνάριν της Αγίας Ελένης |
|
Αμάν Ελένη, καυγάς θα γένη
|
|
Ελένας το καρύδ (καρδιά) |
|
Ελευθερία ή θάνατος
|
|
Έγιν' ο τόπος ελευθέρα Κέρκυρα
|
|
Λευτεριά εί' να μη σέ κλέφτουν
|
|
Λευτεριά εί' να μη σού πέρνουν
|
|
Ποιος πουλεί τη λευτεριά του!
|
|
Λευτέρη Λευτεράκη θα ρθώ να σου τα ψάλλω ένα χεράκι.
|
|
Λευτέρη Λευτέρη σε εχω γραμμένο στο παλιό μου το τεφτέρι |
|
Θα σου δείξω εγώ Ζαμπέτα, πώς την παίζουν την τρουμπέτα. |
|
Και με τι ακριβώς ασχολείστε; |
|
Χρυσή Λίρα Νέας κοπής (Ελισάβετ 1974 και μεταγενέστερα)
|
|
Χρυσή Λίρα Παλαιάς κοπής (Ελισάβετ 1973, 1974 και προγενέστερα) |
|
Δουλεύει 'σαν τον Έλληνα |
|
Από των Ελλήνων τον καιρό |
|
Έλληνες αεί παίδες. |
|
Μακράς ελπίδας μισώ. |
|
Ζεσταίνεται με τις ελπίδες. |
|
Τί κοινότατον; Ἐλπίς. Καὶ γὰρ οἳς ἄλλο μηδέν, αὔτη παρέστη.
Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία
Τι είναι το πιο συνηθισμένο; η ελπίδα. ακόμα και όλα έχουν χαθεί, αυτή μένει. |
|
Χάνω τις ελπίδες μου
|
|
Σύμφωνα με τις ελπίδες / προσδοκίες |
|
Παρ' ελπίδα |
|
Γιάννης πήγις, Μανώλης ήρτις |
|
Όπου γάμος και χαρά κι ο Μανώλης μέσ' τη μέση |
|
Κι ο Μανώλης στο κονσούλτο |
|
Είναι κουτομανώλης |
|
Είσαι τέλεια Μανολιώ
|
|
Ενδυμίωνος ύπνος |
|
Ξακουστός γιατρός, κακό πονήδι |
|
Εξώλης και προώλης |
|
Επιμενίδειος ύπνος
ή
Επιμενίδου ύπνος
|
|
Ο επιμένων νικά |
|
Μήλον της Έριδος |
|
Έριν μίσει |
|
Είσαι τέλεια Φούλα
|
|
Ούτε ούτος Ερμής, ούτε ούτος Ηρακλής |
|
Λόγιος Ερμής |
|
Κερδώος Ερμής |
|
Ο έρωτας είναι τυφλός. |
|
Ο έρως χρόνια δεν κοιτά |
|
Εις υγείαν των ερώτων, το ποτήριον το πρώτον. |
|
Aνέσπερο φως |
|
Εωθινός, εωθινή, εωθινό |
|
Είσαι τέλεια Εύα
|
|
Είναι για τη Βγαγγελίστρα! |
|
Είν' αλλουνού παπά Βαγγέλη |
|
Την προίκισαν του Τζέλιου το λιναρι |
|
Έχει δαγκώσει βαγγέλιο |
|
Το ροκάνισε το Βαγγέλιο
|
|
Εμέν λαλούν με Ευαλλούν, σήμερα δα τζι' άρκον (αύριον) αλλού. |
|
Ευοί-ευάν. |
|
Αν η ομοφυλοφιλία ήταν φυσιολογική, θα έφτιαχνε τον Αδάμ και τον Εύη. |
|
Είσαι τέλεια Φκενής
|
|
Ἐξ εὐγενῶν γέννα
|
|
Εὐγένειαν ἄσκει
|
|
Φυσικόν είναι κι΄η ευγένεια |
|
Είσαι τέλεια Βδοκού
|
|
Είσαι τέλεια Μορφώ
|
|
Σιγνινος οίνος |
|
Είσαι τέλεια Σταθού
|
|
Ευφημίαν άσκει |
|
Εύφημος ίσθι |
|
Οίνος ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου |
|
Είσαι τέλεια Φροσού
|
|
Τέρπου και ευφραίνου |
|
Οίνος ευφραίνει καρδίαν (ανθρώπου ή ανθρώπων) |
|
Σώας τας φρένας |
|
Η καλοκαιριά ευφραίνει την καρδιά |
|
Φρόνησιν άσκει |
|
Σώας τας φρένας |
|
Είσαι τέλεια Εφρεμής
|
|
|
Αγάπησέ με Ρήνα μου,
να ζήσεις πάπια, χήνα μου |
|
Κι ο Τεύκρος τότε από την κόρδα του κι άλλη σαγίτα ρίχνει
στον Έχτορα αντικρύ, κι ολόκαρδα να τον πετύχει επόθεί·
μα δεν τον πέτυχε, τι ο Απόλλωνας της ζάβωσε το δρόμο (παρέσφηλεν γὰρ Ἀπόλλων).
|
|
Καλύτερα να πεθαίνει κανείς όπως ο Έκτορας στη μάχη, παρά να ζει σαν παρφουμαρισμένος Πάρις βάζοντάς το στα πόδια |
|
Καλύτερα μιάς ώρας ελεύθερη ζωή παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά κ' φυλακή
|
|
Μη μιλάς, μη γελάς, κινδυνεύει η Ελλάς |
|
Ελπίς εν ενθρώπισι μούνη θεός εσθλή |
|
Ερως ανίκατε μάχαν.
|
|
Έμπλησον Αγνή, ευφροσύνης (την καρδίαν μου) |
|
|
Τόσος πόνος τόση ζωή
πήγαν στην άβυσσο
για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη.
|
|
Αρφότεγνος μου ο Παυλής ένει ψηλό κοπέλλι
επήρεν που την μάνα του, του Λέαντρου την Έλλη. |
|
“Aστὴρ πρὶν μὲν ἔλαμπες ἐνὶ ζωοῖσιν ἑῷος,
νῦν δὲ θανὼν λάμπεις ἕσπερος ἐν φθιμένοις.»
Επίγραμμα Πλάτωνα.
|
|
|
Ο Μανώλης κ΄η Μαρία ο παππάς κι΄η παππαδιά εξ αυγά τρία καθένας
|