|
Λες τι εφόρισε τα ράσσα πως δεν είν' ο Θόδωρος
|
|
Τον στραβό τον λέλεκα ο Θεός τον κάνει φωλιά.
|
|
|
Θεοδουλάκη, από που φυσάν οι μύλοι; |
|
Θεοδούλης και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
|
|
Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Θεόδουλου κουταμάρες |
|
Αδελφέ Θεόδουλε, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
|
|
Όλοι λέγουν παραμύθια κι' η Θοδώρα λέει αγγούρια
|
|
Παστρική καλή Θοδώρα, και λαδοπεριχυμένη
|
|
Παστρικιά Θουδώρα κουτσουλιά 'ς την πίτα |
|
Σ' αυτό το χωριό μοναχα γω κι η αδερφή μου η Θοδώρα είμαστε παστρικές
|
|
Παστρικιά η Ζιόλια η κουτσουλιά στην πίττα
|
|
Η Θοδωρούλα 'σήκωσε κόκκινο μπαϊράκι |
|
Η Θοδωρούλα βγήκε στα πανιά |
|
Ξέρει η Θοδωριόσα τέχναις, μα κι ο Θόδωρος που νοιώθει
|
|
Παστρική καλή Θοδώρα το τσαρούχι μέσ' την πίτα (στο πινάκι). |
|
Με τη θεια μου τη Θοδώρα, επηγαίναμε στη χώρα Κι έλεγε μου κι έλεγα της, κι άγγιζε μου κι άγγιζα της.
|
|
Γάμαε Θόδωρε κούναε Θανάση |
|
Λαζαch μαζάch τον Θόδωρον, πρεμέζ την Ναστασίαν
|
|
Ο chόκοτον ο Θόδωρον και ο μαναχόν ο Γιάνες
|
|
Ποιος είδε πράσινο άλογο και Θοδωρή με γνώση; |
|
Αναθεμα που δούλεψε τα τρία τα Σαββάτα. Το Ψυχοσάββατο της Τυρινής και του Αγίου Θεοδώρου |
|
Μάη Μάη κιουκιουρή επόθαν' ο μπαμπάς σου ο κουτσοθοδωρής απού 'βανε στην κούπα πολύ πολύ κρασί
|
|
Ζαγιάνατα, Θοδωρή, και βάστα, Γιώργο
|
|
Από πού, και πώς, και πόσα; Απ΄ΑΘήνα, Θόδωρος, πεντακόσια. |
|
Άλλος είν’ ο Θοδωρής κι άλλος εκείνος που θωρείς.
ή
Άλλος είναι ο Θοδωρής κι άλλος είναι απού θωρείς |
|
Λες τι εφόρισε τα ράσσα πως δεν είν' ο Θόδωρος = 1876
|
|
Από πού, και πώς, και πόσα; Απ΄ΑΘήνα, Θόδωρος, πεντακόσια. |
|
Από τον άγιο Θόδωρο και στη Φανερωμένη το γάιδαρό σου να χαρείς και καλομοίρα να 'σαι
|
|
Κόρ' ελούστη τ' Άη – Θοδώρου κ' έλαβε τ' Άη – Λαζάρου |
|
Μπάρπα Θόδωρε πουρνιά πύ την πας τη Λεϊμονιά; Στο σπίτι μου την πάω και κανέναν δε ρωτάω
|
|
Να μι γαμήης, Άι – Θοδουρί, αν μάτα σι γιουρτάσου
|
|
Του αγίου Λουκός, λουκάνικα τ' αγίου Θοδώρου πίττες και τα Νικολοβάρβαρα τρώνε τες τηγανίτες
|
|
Ο μπάρμπας μου ο Θοδωρής δεκαεφτά βρακιά φορεί . Κόβω τα γενάκια του ,πέφτουν τα βρακάκια του , τι είναι; |
|
Έχει κι’ άλλη μάνα γιο γη η Μαριά το Θόδωρο». |
|
Από κοντά απ’ τ’ς άλλους ως και Κουτσοθοδωρής χορεύει |
|
(Γυρίζω ή γυρίζει) σαν τον Μουρλοθοδωρή απο του Μπουρντάνου. |
|
Ξέρει η Θοδωριόσα τέχναις, μα κι ο Θόδωρος που νοιώθει |
|
Λες που εγίνη πίσκοπος πως δεν ειν ο Θόδωρος, λες γιατί εγίνη διάκος πως δεν ειν ο μουρλομάρκος!
|
|
Αυτό δεν θέλει (ή χρειάζεται) πολλή (ή μεγάλη) θεολογία |
|
Εγώ η Μάρω, Δέσποινα κι' ο Γιάννης, Θεολόγος |
|
Ο Αηγιάνς ο Θεολόγος κρύφθηκε 'ς τον δυόσμο
|
|
Σε τούτη την περίσταση στον οργισμένο τόπο, έγιν' η Κούτσω δέσποινα, κι ο Γιάννης θεολόγος
|
|
Στον πορισμένο τον καιρό, δυστυχισμένη χώρα, εγώ η Μάρω δέσποινα και ο Γιάννης Θεολόγος
|
|
Ζευγαρώνει ο θεός δυο κακούς κι έτσι χαλάει δυο σπίτια. |
|
Ο Θεός στα ψηλά βουνά ρίχνει το χιόνι. |
|
Ο Θεός βλέπει το βουνό αν είναι ψηλό ή χαμηλό και ρίχνει το χιόνι.
|
|
Ο Θεός να σε φυλάξει από νότο γιονιστή κι' από βοργιά βροχάρη |
|
Τι εδωκ’ ό Θεός και τι νά πάρ’ ό Χάρος; |
|
Να σε φυλάει ο Θεός από κουμπάρας μάτια κι από χήρας πόδια. |
|
Να σε φυλάει ο Θεός από φτωχό περήφανο κι από γέρο πόρνο |
|
Του ακαμάτη το τσουκάλι ο Θεός το μαγειρεύει.
|
|
Το στανιό και τη βία ο θεός τα 'δωσε. |
|
Κούτρα, γρα, το μονοδαύλι, να το κάμ' η θος (Θεός) τριδαύλι |
|
Όταν ο άνθρωπος κάνει σχέδια ο Θεός γελάει!!!
|
|
Ποιος είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκε; |
|
Πρώτη βοήθεια του θεού, δεύτερη του γειτόνου. |
|
Σ' όσους δε δίνει ο Θεός παιδί, δίνει ο διάολος ανίψια. |
|
Στα στραβά πουλιά ο Θεός χτίζει φωλιά. |
|
Στο φαϊ και στο γαμήσι ο Θεός δεν κάμει κρίση.
|
|
Τα στραβά πουλιά ο Θεός τα κάνει φωλιά
|
|
Τ’ Αγιαννιού του θεριστή, ούτε κότα στην αυλή |
|
Απ’ αρχής τον θεριστή, του δρεπανιού γιορτή.
|
|
Γενάρη πίνουν το κρασί, το θεριστή το ξίδι. |
|
Θεριστής με το δρεπάνι, τον καιρό του δεν τον χάνει. |
|
Τον Θεριστή, ο νοικοκύρης τηράει την ελιά και τραβάει τα μαλλιά του» |
|
Ο Μάης έχει τ’ όνομα κι ο Θεριστής την πείνα |
|
Καλώς τόνε το θεριστή, όπου μας εγλιτώνει, και με τα στάρια τα ππολλά, το σπίτι μας φορτώνει. |
|
Φοβάται ο Γιάνης το θεριό και το θεριό το Γιάννη |
|
Ό,τι βγάζει η κυρα-Θωμαή, μια στο γλέντι και μια στο φαΐ. |
|
Έφτασ στο νυν και αεί η κυράτσα Θωμαή |
|
Αυτά είπε ο Θωμάς και άφησε την γυναίκα του σε μας. |
|
Απού του Λατζάρου το Σάββατο έως του Θωμά τη Δευτέρα όλες οι μέρες μιά
|
|
Ότ ο κόσμος κι' ο Κοσμάς κάνει κι' ο χατζη Θωμάς
|
|
Είνι απ΄ του Θωμά του σόϊ |
|
|
Ο οίνος, ώ φίλε παι, λέγεται και αλήθεια |
|
Ο Θεός θα μπορούσε να ήταν ένας κωμικός, ο οποίος παίζει μπροστά σε ένα κοινό, που φοβάται να γελάσει |
|
Η μέρα που ο Θεός δημιούργησε την ελπίδα ήταν πιθανότατα η ίδια μέρα που δημιούργησε την Άνοιξη. |
|
|
Έπου Θεώ |
|
Θεούς σέβου
|
|
Την ανάγκη ούτε οι θεοί οι ίδιοι μπορούν να την νικήσουν |
|
|
Πότε θα νυμφευθείς Θαλή; |
|
Η Θέα την Τετάρτη, μας γύρισε την πλάτη. |
|
Πιάσε κατάρτι σαν τον Οδυσσέα και περίμενε να τελειώσουν οι Σειρήνες.
|
|
Πιάσε κατάρτι σαν τον Οδυσσέα και περίμενε να τελειώσουν οι Σειρήνες.
|
|
Θεμέλιος λίθος |
|
Ήρτε σε θεογνωσία
|
|
Τον έβαλε σε θεογνωσία
|
|
Φέρνω εις θεογνωσίαν |
|
Πίπες με δόσεις ο Θεοδόσης |
|
Θεοδόση, βάλε γνώσιη |
|
Είσαι τέλεια Θεοδουλής
|
|
Είναι πιστρικο-Θοδώρα
|
|
Παστρζικοθοδωρούλα μου!
|
|
Κάλλιστον εντάφιον η βασιλεία |
|
Εβάρησε Θοδώρα |
|
Ψευτοθόδωρος ή
Ψευτοθοδωρής |
|
Η Θούλα την Τετάρτη, μας γύρισε την πλάτη
|
|
Είναι άπιστος Θωμάς, ή
Άπιστος σαν το Θωμά ή
Έγινε Θωμάς ή
Είναι άπιστος Θωμάς ή
Είναι Θωμάς |
|
|
Μεταμορφώθης εν τω όρει Χριστέ, ο Θεός |
|
|
Ττυμούμαι έναν γείτον μου. αντί το όνομά του,
φωνάζαμεν τον αβκοφάν, γιατί τζιαι στ' όρομάν του,
θώρεν ότ' 'ετρωεν αβκά
μελάτα ή τηανητά
Θωμάς το όνομα του
μάσιαλλα του πλασμάτου. |