|
Τους Λαιστρυγόνες και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,
Αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.
|
|
Ο Διόνυσος έχει πνίξει περισσότερους ανθρώπους από τον Ποσειδώνα. |
|
|
Το αντρόγυνο της Αγίας Παρασκευής |
|
Ως τ' άγι- Αντωνιού παγώνα πάει η τρούλλα του χειμώνα |
|
Εν τη απαλάμη και ούτω βοήσωμεν |
|
Βαρώ τα παλαμάκια για ένα (ή τον τάδε)
|
|
Επόμεινε Γιώτα μονάχη σαν το πουλί στο κλα(δ)ί |
|
Αδελφή Γιώτα, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
|
|
Απ' τ' ολότελα, καλή ειν' κι η Παναγιώταινα.
ή
Απ' το ντιπ κι' ολότελα καλή είν' κι' η Παναγιώτενα |
|
Όπ' γάμος κι η χαρά, η Παναγιώτα μας μπροστά. |
|
Δώδέκα Παλουμπαίοι δέκατρείς καπεταναίοι και ο Γιώτης με το Λια δεν έχουνε δουλειά
|
|
Έγιν' ο Πάνος μπιστικός, βαρεί και τη φλογέρα
|
|
Ο Γιώτης με το Λιά δεν επιάσανε δουλειά, άν επαίρνανε δουλειά θα χαλάγαν το Μωριά
|
|
Όπου γάμος και φαί, δέξου και τον Παναή
|
|
Όλα είναι ματαιότης, που ‘λεγε κι ο Παναγιώτης |
|
Τα έκαναν τάτσι μίτσι κότσι, και σε συντόμευση 'Τα τακιμιάσανε"
|
|
Θα πει τον δεσπότη Παναγιώτη. |
|
Λες που τονέ λένε Παναγιώτη, που είναι άγιος!
|
|
Ανοίγω (Άνοιξε) το κουτί της Πανδώρας |
|
Σαν τον Παντελή, είναι στο χωριό πολλοί = |
|
Της Αγιάς Μαρίνας σύκον, τ’Αϊ Λιά (Μηνά) σταφύλιν
Τζ’ αι τ’ Αϊ Παντελεήμονα γεμάτον το κοφίνι.
(μαντήλι) |
|
Όπου Συμιακός Νικήτας κι όπου Χιώτης Παντελής |
|
Κουτσοί, στραβοί στον Άγιο Παντελεήμονα.
ή
Κουτσοί, στραβοί κι ανάποδοι στον Άγιο Παντελεήμονα. |
|
Τα ίδια Παντελάκη μου τα ίδια Παντελή μου. |
|
Απ’ το νιο στον Παντελιό, τύφλα να ’χουνε κι οι δυο. |
|
Λες να πης, κυρ Παντελέο, μα δεν ξέ'ς κι' εγώ τι λέω |
|
Όπου κουτσός κι όπου στραβός, τσίρος και γόμπος (καμπούρης), και σπανός στον Άη-Παντελεήμονα |
|
Από τον Πάντο παντοχή κι' από τον Πρόκο προκοπή |
|
Άγιε μου Παντελεήμονα, πάει το πουλί που ημέρωνα
|
|
Από τ' Άι – Παντελέμονα πέντε μέρες κι' Άοστος
|
|
Κουτσοί στραβοί στον Άι Παντελέο
|
|
Τα προιτζιά της Παντελούς μας, ούλλομ μέσκια τζαι παπουτσια |
|
Τα προιτζιά της Παντελούς μας, ούλλα σκέπες τζαι μαντήλια
|
|
Αδελφή Παντελεούσα, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
|
|
Παντελίτσα, από που φυσάν οι μύλοι;
|
|
Παντέλα και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
|
|
Τον έπιασε ο Πάπιας |
|
Το ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο. |
|
Μοναχός σου μήτε στον παράδεισο. |
|
Είπεν ο αγάς: "Ε, Παρασκευά!" |
|
Αδερφός του Γιάννη είναι ο Παρασκευάς |
|
Τετράδη και Παρασκευή λάδι μη ρίξης στο φαί
|
|
Τη Δευτέρα και την Τρίτη έπαιζε με το Δημήτρη την Τετάρτη και την Πέφτη εσιαζόνταν στον καθρέφτη την Παρασκευή Σαββάτο όλη μέρα εκοιμάτο και την Κυριακή ερώτα κάνετε γειτόνοι ρόκα;
|
|
Την Παρασκευή θα σε παντρέψω, κόρη μου. Από την Πέμπτη θέλω γω
|
|
Τσ' Παρασκευής η λάμψ' τσ' Κυριακής η κλάψ' |
|
Τση Παρασκευγής τα 'έλοια του Σαββάτου μοιρολόια (ή κλάματα)
|
|
Ώσπου δεν διής Μιγάλ' Παρασκευή, Πασχαλιά δεν έρχιται
|
|
Η Αγία Παρασκευή γυρίζει όλη νύχτα. Πηγαίνει στα σπίτια, κάθεται και την βλέπουν κάθε μέρα
|
|
Η Αγία Παρασκευή είναι για τα μάτια και για όλα είναι
|
|
Η Αγία Παρασκευή τιμωράει εκείνες που δεν φυλάν τη μέρα της
|
|
Καλότυχος που πέθανε Παρασκευή το βράδυ, για να τον κατεβάζουνη Σαββάτο εις τον Άδη |
|
Καλώς την την Παρασκευή, που φέρνει το Σαββάτο
|
|
Όποιος χαλάει την Παρασκευή, νηστεύει το Σαββάτο
|
|
Παρασκεβγοπλυμένη μου και σαββατοστεγνώστρα |
|
Παρασκευή και Σάββατο ωθές να ξημερώσει, την Κυριακή τ' απόγευμα ωθές να ξαστερώσει
|
|
Παρασκευή στον άντρα μου, Τετάρτη στα παιδιά μου και το Σαββατοκύριακο είναι για την αφεντιά μου
|
|
Παρασκευή τον άντρα σου Τετάρτη τα προικιά σου
|
|
Παρασκευή τον άντρα σου, Τετάρτη τα παιδιά σου, δεν έχεις άντρα και παιδιά, κοίτα τα δυό σου μάτια
|
|
Παρασκευή τα κόκκινα, Τετράδη τα γεράνια
|
|
Παρασκευή, πάω στην εκκλησιά την αυγή
|
|
Πού αράζουν οι στραβοί, στην Αγιά Παρασκευή.
ή
Που κονέβουν οι στραβοί, στην άγιαν Παρασκευή |
|
Εποταβρίστην ο κάττος να φα λαρτίν τζι εν τω φτάσε, τζιαι είπεν εμ Παρασκευή σήμερα
ή
Κάτα σο κρέας κι έφτασεν και είπεν: Παρασκευή έν'. (Ποντιακή) |
|
Αν είν' τα Σάατα (Σάββατα) μακριά, Παρασκευές κοντά 'ναι |
|
Ούλοι οι λωβοί στην Αγία Παρασκευή! |
|
Άγια μου Παρασκευή δοσ' μου σύκα και σταφύλι Παρ' το καλαθάκι σου και έλα |
|
Τετάρτη και Παρασκευή τα νύχια σου μην κόβεις και Κυριακή να μη λουστείς, αν θέλεις να προκόβεις. |
|
Το γέλιο της Παρασκευής εν κλάμα του Σαββάτου.
ή
Όποιος γελάει την Παρασκευή, κλαίει το Σαββάτο. |
|
Το κλάμα της Παρασκευής εν γέλιο του Σαββάτου |
|
Άλλα είναι τα μεγάλα, κι άλλο της Παρασκευής το γάλα |
|
Κουτσοί στραβοί στην Αγία Παρασκευή |
|
Άγια Δευτέρα βούϊθα μου και Τρίτη και Τετάρτη και Πέμπτη και Παρασκευή, ποτέ δουλειά μήν κάμω |
|
Άϊντε, αυτός γεννήθηκε τη Μεγάλη Παρασκευή |
|
Απου ΄χει αγάπη στα μακρά και θέλει να γοργόρθη την Πέφτη αργά μην ανελή, την Παρασκευή μην κλώθη |
|
Βάλε ψάρια στο τηγάνι, Παναγιά και αγιο-Γιάννη |
|
Δευτέρα μέρα του θεού και Τρίτη των αγγέλων, Τετράδη των αμαρτωλών και Πέφτη των δικαίων, Παρασκευγή των Τούρκαλλων, Σαββάτο των Εβραίων και Κερεκή των Χριστιανών, των μοσκομυρισμένων
|
|
Πίν' ο Κώτσος βρίσκει τον Παρίση |
|
Κανένας δεν πεθαίνει παρθένος. Η ζωή τους πηδάει όλους. |
|
Ο κόσμος σκηνή, ο βίος πάροδος. Ήλθες, είδες, απήλθες
(Αρχαίο Ελληνικό γνωμικό) |
|
Κακά παιδιά κουναρεί ο Πάσχος |
|
Τα λόγια σου και του Πασχάλη τα χάπια
|
|
Του Κωλέττη τα λόγια και του Πασχάλη τα χάπια
|
|
Έχασε τ’ αυγά και τα πασχάλια (ή τα καλάθια) |
|
Ο Απρίλης με την Πασχαλιά και τα κόκκινα τ’ αυγά. |
|
Κάθε μέρα δεν είναι Πασχαλιά. |
|
Έχασε τα αυγά και τα Πασχάλια |
|
Απρίλης - Πασχαλιά, χελιδόνια, φως, χαρά! |
|
Αδελφέ Πατρίκιε, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
|
|
Πατρικούλη, από που φυσάν οι μύλοι;
|
|
Πατρίκιος και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
|
|
Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Πατρίκη κουταμάρες |
|
Ο Πέτρος είν' τού Παύλου κι ο Παύλος είν΄ τού Πέτρου
|
|
Τ' είχες Πέτρου; τ' είχες Παύλου; |
|
Κάθε Παύλος έχει τη δική του αλήθεια.
|
|
Την ημέρα τ' αγίου Παύλο ρόγα ΄ναι στον κάμπο |
|
Εννοίξαν τον απόστολον τσ΄εμίλησεν ο Παύλος βαστάζετε τον κώλο σας τσαί θα τιρντίση ναύλας |
|
Άη Παύλος κατεβαίνει κ΄η προβέντζα τόνε φέρνει |
|
Που είν ο Πέτρος που είν ο Παύλος, που είν ο αφέντης ο μεγάλος
|
|
Ο πασαείς τον Παύλο του Παυλούδαρο τον έχει
|
|
Ἑκατόν Παῦλοι ἀπέθανον καί ἕκαστος τόν ἴδιον Παῦλον ἐθρήνει’
ή
Κάθα είνας τον Παύλον ατ' κλαίει |
|
Από τημ Πάφου έρκουμαι, τζαί Κορφήν κανέλα.
Κατέβασ' το καπέλλο σου, για να φαν' η κουμπρέλλα
|
|
Απόκρια στη Λεμεσσόν τσαί Πασχαλιά στην Πάφο |
|
Αντάν γιωρκήση Πάφου πιάσ' τα ρούχα σου και χάχου
|
|
Χρυσός Δανάην έπεισεν εθέλουσαν. |
|
Της πέρδικας απ’ τη λαλιά της βρίσκουν τη φωλιά. |
|
Ήρθε η ώρα η καλή, η ώρα η βλογημένη, να πάρει ο αϊτός την πέρδικα, τη χρυσοπλουμισμένη |
|
Καλώς τηνε την πέρδικα την αηδονολαλούσα. |
|
Κοντή γυναίκα πέρδικα, ψηλή καρακαηδόνα |
|
Καλώς τηνε την πέρδικα που περπατεί λεβέντικα! |
|
Απού ‘χει σερνικό παιδί και δεν το βγάλει Νίκο, κάλλιο να ανέβει στα βουνά να παίζει τον περδίκο
|
|
Όταν ασπρίσει ο κόρακας και γίνει περιστέρι. |
|
Πέτρα που βλέπεις νά'ρχεται, λιγότερο πονάει.
|
|
Πέτρα που θέλει να κυλά, ποτέ δεν χορταριάζει.
|
|
Πέτρα που κυλά μούχλα ποτέ δε πιάνει. |
|
Πέτρα που κατρακυλά, σπιτικό δεν κάνει. |
|
Μπρός πίσω τ’ Αηλιός σπορίζει η πέτρα στο γιαλό. |
|
Πετάνε πέτρες στα δένδρα που έχουν καρπούς |
|
Αν πέσει η πέτρα στ’αυγό, αλί στ’αυγό,
αν πέσει τ’αυγό στην πέτρα, αλί στ’αυγό
|
|
Που είν ο Πέτρος που είν ο Παύλος, που είν ο αφέντης ο μεγάλος |
|
Δε τόνε λένε “τέτοιο”, τον λένε “μπάρμπα – Πέτρο”
|
|
Σαν ου Πέτρους του καρβέλ!
|
|
Εγέννησέ μας η γαδάρα του Κκελόπετρου. |
|
Αρνίν παρά τον Πέτρον. |
|
Έστησεν αρνίν παρά τον Πέτρον. |
|
Δυο Γιάννηδες κι ένας Πέτρος κάνουν ολάκερο γάιδαρο |
|
Δια τον Απόστολον Πέτρον λένε οτι κρατεί τα κλειδιά του Παραδείσου.
|
|
Η πρώτη γυναίκα του Χριστού, η δεύτερη τ΄ άη Πέτρου , και η τρίτη του διαβόλου
|
|
Είδες πράσινο άλογο, είδες Πέτρο φρόνιμο;
|
|
Πέτρος πήγε πέτρος γύρισε
|
|
Ο Πετρής πουλεί τον Γιαννη και στο νουν του δεν το βάλλει
|
|
Ο Πέτρος είν' τού Παύλου κι ο Παύλος είν΄ τού Πέτρου
|
|
Ο Πέτρος πουλεί κι' αγοράζει τον Γιάννη κι' ο Γιάννης στον νούν του ποτέ δεν το βάλλει
|
|
'Αδε πεύκους για υλάρκα |
|
O χρόνος δεν είναι Πηνελόπη. Κανέναν δεν περιμένει |
|
Της Πηνελόπης ο αργαλειός βελόνι της Ελένης |
|
Από τον Ηρώδη στον Πιλάτο |
|
Άνθρωπος που τα λέει ίστι, ποτέ δεν έχει πίστη |
|
Δεν έχ' πίστη και νόμο
ή
Δεν έχει νόμον μηε μπίστην |
|
Δεν σ' έμνε μηδέ πίστη μηδέ παράδεισο απάνω σου
|
|
Η πίστη του τον απώλεσε
|
|
Η πίστις σου σέσωκέ σε
|
|
Καθενείς έχει και την πίστιν του
|
|
Με τημ πίστι και με τον καιρό κάποτε τα βουνά ανταμόνονται
|
|
Του κάκου συ με βρίζεις, του κάκου σ' επαινώ κανείς δε δίνει πίστη στους λόγους και των δυό
|
|
Η πίστις, άνευ των έργων νεκρά έστι!
|
|
Και μη γίνου άπιστος, αλλ' ααάπιστος
|
|
Του διαόλου τ' αλεύρι πίτουρα. |
|
Εσείς τα πίτερα και ' γιώ το σημιδάλλιν. |
|
Πλύθθου με πίτερα να παστρευτής. |
|
Δεν τρώει και πίτουρα |
|
Οποιος ανακατώνεται με τα πιτουρα τον τρων' οι όρνιθες (κότες). |
|
Ακριβός στα πίτουρα και φτηνός στ' αλεύρι |
|
Άγιο Δημήτρη το σπυρί σου ως του Αγίου Πλατάνου (Πλάτωνα)
|
|
Τ' αϊ Φιλίππου 'φίλησε τ' αϊ Πλατάνου (Πλάτωνα) κάτσε |
|
Τ' Άϊ Πλατάν' διαβαίνουντα κι η πουλια βασιλεύουντα |
|
Ο πλούτος φέρνει πλούτο. |
|
Πλούτος άνευ αρέτας ουκ ασινής πάροικος |
|
Χέστηκε ο Πολύδωρος που 'ναι στα πόδια γρήγορος. |
|
Άγιε Πολύκαρπε βόηθα το σπόρο να φυτρώσει και να πολυκαρπίσει. |
|
Χέσε μέσα Πολυχρόνη που δεν γίναμε ευζώνοι. |
|
Χέσε μέσα, Πολυχρόνη, που δεν γίναμε ευζώνοι. |
|
Ψήσε μέσα, Πολυχρόνη, Πάσχα με βροχή και χιόνι. |
|
Τα παιδιά με λένε Χρόνη, οι Γέροι Πολυχρόνη |
|
Ψύλλοι ψύλλοι φύετε τζαι κορκοί ψοφήσετε τζ' Αϊς Πρόδρομος έρκεται με τηγ γεροματσούκαν του. |
|
Του Προδρόμου και κουτσός γάδαρος, μια ώρα σκόλη (αργία) |
|
Άντρα, μούρθ η προκοπή μου φέρτα γένεια σου να γνέσω |
|
Δεν είδα προκοπή απ' τα μάτια, απ' τα φρύδια θα ιδώ;
|
|
Δώσε μου την τύχη σου και πάρε την προκοπή μου
|
|
Ξημερώνοντας γιορτή δεν φαίνεται η προκοπή |
|
Όσο ο σφάλαγγας παννί, άλλη τόση προκοπή
|
|
Όσον ήσκιον το βελόνι τόση προκοπή ο ράφτης
|
|
Την προκοπή του σφάλαγγα θα κάμει
|
|
Την προκοπή του σφάλαγγα θα κάμει |
|
Η προκοπή απ' τα πατζάκια του τρέχει
|
|
Η προκοπή του απ' τ' αυτιά του τρέχει |
|
Η προκοπή του τουφεκιού ίσια με τον ίσκιο του |
|
Από τον Πάντο παντοχή κι' από τον Πρόκο προκοπή
|
|
"Του άι Προκόπη κόψ΄αγγούρι και της Παναγιάς καρπούζι
|
|
Άι μ' Προκόπη πρόκοψ για σύκα για ματζίλες |
|
Τα’ Αϊ Προκόπη πρόκοψε
Για σύκα και σταφύλιν |
|
Ο Προκόπης κόβει αγγούρια, η Αγιά Μαρίνα σύκα κι ο Αηλιάς τα σταφυλάκια μεσ’ στα βεργοπανεράκια. |
|
Απ' τον Πρόκο προκοπή κι από το Ρίζο ρίζα |
|
Μήτ' απ' τον Πρόκο προκοπη, μήτ' απ' τον Ρίζο ρίζα |
|
Καρτέρι από τον Πρόκο προκοπή κι' από το Ρίζο ρίζες |
|
Ο Προκόπης κόβ' αγγούρια κ΄η γ – Αγιά Μαρίνα σύκα |
|
Ούτ' από τον Πρόκο προκοπή ούτ' από τον Ρίζο ρύζι. |
|
Η αγάπη πύργους καταλεί και κάστρα ρίχνει κάτω.
|
|
|
Ο Αίας φημιζόταν για την δύναμή του και ο Οδυσσέας για την πανουργία του. |
|
Καλύτερα να πεθαίνει κανείς όπως ο Έκτορας στη μάχη, παρά να ζει σαν παρφουμαρισμένος Πάρις βάζοντάς το στα πόδια.
|
|
Γυμνήν είδε Πάρις με και Αγχίσης και Άδωνις. Τους τρεις οίδα μόνους. Πραξιτέλης δε πόθεν;
|
|
Ανάγκα και Θεοί πείθονται.
Σιμωνίδης ο Κείος, 556-468 π.Χ., Αρχαίος ποιητής & συγγραφέας επιγραμμάτων |
|
Είσαι σμιχτοφρύδα, μωρή Πελαγιά, θα τον ματιάσεις, άδικο να του λάχει! |
|
Η Πηνελόπη ήταν η τελευταία δοκιμασία του Οδυσσέα στο τέλος του ταξιδιού του. |
|
Πίστει χρήματ' ὄλεσσα (ἔχασα), ἀπιστίῃ δ' ἐσάωσα (ἔσωσα)
Ησίοδος - Έργα και ημέραι |
|
Έχω διαβάσει στον Πλάτωνα και στον Κικέρωνα ρήσεις που ήταν σοφές και ωραίες. Αλλά σε κανέναν από αυτούς δεν διάβασα: «έλθετε προς εμέ πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι». |
|
Ο πιο ακριβής γενικός χαρακτηρισμός για τη Δυτική φιλοσοφική παράδοση είναι ότι αποτελείται από μια σειρά υποσημειώσεων στον Πλάτωνα.
|
|
Πλάτων έφησε (ονόμασε) τον μεν ύπνον ολιγοχρόνιον θάνατον, τον δε θάνατον πολυχρόνιον ύπνον.
|
|
Πλατωνικός έρωτας ίσον μαλακόν παξιμάδιον δια τους μη έχοντας οδόντας.
|
|
Το γράψιμο για τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη ήταν λιγότερο σοφή και σοβαρή ασχολία, η αληθινή σοφία τους όμως, ήταν η ικανότητα να ζούνε απλά και γαλήνια. |
|
Ο πλατωνικός έρωτας είναι ένα ηφαίστειο χωρίς εκρήξεις. |
|
Ο Πλάτων ήταν βαρετός. |
|
Μετά από εικοσιένα αιώνες, δεν βρέθηκε κανένας άνθρωπος με ευφυΐα, βάθος, ποιότητα, πνεύμα και φαντασία σαν του Πλάτωνα —για να μας απελευθερώσει από την κληρονομιά του. |
|
Από τον Πλάτωνα προέρχονται όλα τα θέματα για τα οποία ακόμα γράφουν και διαφωνούν οι άνθρωποι του πνεύματος. |
|
Πλην πλούτου, παντός χρήματος εστι κόρος.
Θέογνις, 6ος αιών π.Χ., Αρχαίος Έλληνας ποιητής |
|
Ο Βάκχος έπνιξε περισσότερους μες το ποτήρι, παρά ο Ποσειδώνας μες στη θάλασσα.
(Τζουζέπε Γκαριμπάλντι) |
|
|
Ο Πλάτων είναι η φιλοσοφία και η φιλοσοφία είναι ο Πλάτων.
|
|
Ο Πλάτων βρήκε τη φιλοσοφία φτιαγμένη από τούβλα και την άφησε από χρυσάφι. |
|
Φίλος μεν Πλάτων, φιλτέρα δ’ αλήθεια. |
|
Ει το τρέφειν πώγωνα δοκείς σοφίαν περιποιείν, και τράγος ευπώγων αίψ’ όλος εστὶ Πλάτων.
|
|
Σύνδρομο (ή Φαινόμενο) του Πυγμαλίωνα |
|
Ένα από τα πιο σημαντικά γνωμικά του Πυθαγόρα “Σέβου όρκον.” |
|
|
Τα παλάμισε |
|
Με τρώγει η απαλάμη
|
|
Απόμεινε Γιώτα Παναγιώτα
|
|
Απόμ'νε Γιώτα μοναχή |
|
Είσαι τέλεια Παναγιώτα
|
|
Τα γιατι και τα διοτι φαγανε τον παναγιωτη |
|
Ο Παναής από τα Μέγαρα |
|
Αναΐς από το Παναής |
|
Μην τον είδατε το Παναγή |
|
Άγγούρι του Ππίγκου |
|
Χάνι του Πάντζιαρου |
|
Το κουτί της Πανδώρας. |
|
Θωρείς με Παντελή; Θωρώ σε Αμπρουζή!
|
|
Είσαι τέλεια Παντελού
|
|
Κάνει την πάπια |
|
Κάνει την πάπια
|
|
Έναν Παρασκεήν λειφτός εν'
ή
Έναν Παρασκευήν εξούκ' εν' |
|
Άλλα ‘ν’ τ’ άλλα, της Παρασκευής το γάλα |
|
Τάγκαλα, Παρασκευή!
|
|
Το αντρόγυνο της Αγίας Παρασκευής |
|
Παρασκευή και δεκατρείς
|
|
Θέλει να μας κάμει την Άγια παρθένα |
|
Έγινε της Πόπης |
|
Πάρθοι και Μήδοι και Ελαμίται |
|
Πασκαλογεννημένος |
|
Είσαι τέλεια Πάτρικ
|
|
Αυτός είναι Παύλος
|
|
Ο Παυλάκης φέρνει Παυλάκη
|
|
Τ ’ είχες, Παΰλε; τ ’ εϊχουν πάντα.
|
|
Ο Παύλος κι ο Γκίκας
|
|
Παύλο, θεέ, πάρε την ΠΑΕ! |
|
Ο Παύλος κι ο Γκίκας |
|
Εν ππιντοπαυλής |
|
Με πολλές περγαμηνές |
|
Έγινε περδίκι |
|
Αγέλαστος πέτρα
|
|
Αμόν Πέτρος μ' ίνεσαι
|
|
Ήχυσεν του Πέτρου τα δάκρυα
|
|
Και ο Πέτρος από μακριά
|
|
Με το μέτρο πάει ο Πέτρος
|
|
Με το μέτρος κλάν' ο Πέτρος |
|
Ή πέτρινος ή ξύλινος
|
|
Εν ο άγιος Νεπίος |
|
Ιστός της Πηνελόπης |
|
Είναι Πηνελόπη |
|
Ακομάν πας, είπε η Πηνελόπη |
|
Έγινε άρατος πίλατος
|
|
Είδες τονε το μπιλάτο
|
|
(Το παιδί αυτό) είναι ένας Πιλάτος
|
|
Είναι Πιλάτος
|
|
Νίβομαι κι' απονίβγομαι |
|
Ο Πιλάτος πιλατίζει |
|
Πιλάτος
|
|
Εγαμέθεν η πίστι μου
|
|
Η πίστη πίστη και η τέχνη τέχνη |
|
Μόβρισε την πίστη |
|
Ο Θεός συχωρώς του κατά την πίστιν του
|
|
Ο καθ' ένας κατά την πίστι του
|
|
Πίστιν ως κόκκον σινάπεως |
|
Του άλλαξε την πίστη
|
|
Καλή τη πίστει |
|
Παίρνει τα πιστά του |
|
Πιστός τς βασιλείας
|
|
Έτρεχαν όσοι πιστοί
|
|
Πατώ τον του Πλάτωνος τύφον. |
|
Υπόπτερος δ’ ο πλούτος. . |
|
Λίγο πολύ
|
|
Ούτε λίγο ούτε πολύ
|
|
Δεν θέλει πολύ να γίνει το κακό |
|
Από τον Άϊ – Πολύκαρπο και στη Φανερωμένη |
|
Λίγο πολύ |
|
Ούτε λίγο ούτε πολύ |
|
Δεν θέλει πολύ να.γίνει το κακό |
|
Έγινε της Πόπης |
|
'Άνω Ποταμών'
Από την τραγωδία ‘Μήδεια’ του Ευρυπίδη
|
|
Mεγάλωσε / ανατράφηκε στα πούπουλα. |
|
Tη γυναίκα που θα πάρω θα την έχω στα πούπουλα |
|
Η Πρόβη την Τετάρτη, μας γύρισε την πλάτη
|
|
Να χαγήρ' να προυκουπή
|
|
Του μυρμηκιού την προκοπή έχει |
|
Προκοπή και χαΐρι δεν βλέπει |
|
Η προκοπή νικά την φτώσειαν (φτώχειαν)
|
|
Προκόπης ο ανεπρόκοπος |
|
Προκρούστειος κλίνη. |
|
Προμηθείς και όχι επιμηθείς. |
|
Ανοησίες, Πυθέου πλάσματα |
|
Πύρρειος νίκη |
|
|
Χριστέ μ, μη κράξει ο πετεινός και μην χαράξει μέρα
γιατί έχω στην αγκάλη μου μιαν άσπρη περιστέρα |
|
Όχι, του Δία δε σε γελάει η κόρη η Περσεφόνη, |
|
Στον ουρανό η Άρτεμη, στην γή η Περσεφόνη, στην θάλασσα ο Ποσειδών στον κόσμο συ 'σαι μόνη
|
|
Κοιμήσου Περσεφόνη στην αγκαλιά της γης, στου κόσμου το μπαλκόνι, ποτέ μην ξαναβγείς |
|
|
Αρφότεγνος μου ο Παυλής ένει ψηλό κοπέλλι
επήρεν που την μάνα του, του Λέαντρου την Έλλη.
|
|
|
Πώς λέγεται εκείνος που γυρίζει γύρω από έναν άνδρα; |