|
Σάρα, μάρα και του Θεού κατάρα |
|
Άγιε Νικόλα βόηθα με, Βαρβάρα μου λυπήσου με και συ καημένε Σπυρίδωνα θυμήσου με.
|
|
|
Άγιος Νικόλας φώναξε, Βαρβάρα απολογήθη και συ μικρέ Σαββατιανέ φύγε από την μέση.
|
|
Άγια Βαρβάρα γέννησε, κι Αη-Σάββας το εδέχθη, κι ο Αη-Νικόλας έτρεχε να πάει να το βαφτίσει… |
|
Άγια Βαρβάρα μίλησε, Νικόλας απολογήθη κι εσύ κακόσαββα πού βρέθηκες στη μέση; |
|
Άγια Βαρβάρα μίλησε, κι Αη-Σάββας απλοήθη (αποκρίθη), κι άγιος Νικόλας έρχεται στα χιόνια φορτωμένος. |
|
Βαρβαρίτσι, Νικολίτσι, Σάββα τι ήθελες στη μέση; |
|
Βαρβάρα βαρβαρώνει, Σάββας σαβανώνει, Νικόλας παραχώνει
ή
Η Βαρβάρα βαρβαρώνει, Αϊ-Σάββας σαβανώνει κι ο Αϊ- Νικόλας παραχώνει.
|
|
Εν το τζελλίν τ' άι Σάββα
|
|
Άε Βαρβάρα φύσα, άε Σάββα βρέξον, άε Νικόλα σόνστσον |
|
Άγια Βαρβάρα γέννησε, κι Αη-Σάββας το εδέχθη, κι ο Αη-Νικόλας έτρεχε να πάει να το βαφτίσει… |
|
Άγια Βαρβάρα μίλησε, κι Αη-Σάββας αποκρίθη, κι άγιος Νικόλας έρχεται στα χιόνια φορτωμένος. |
|
Αγία Βαρβάρα μίλησε κι ο Σάββας απολογήθη: - Μαζώχτε ξύλα κι άχερα και σύρατε τα στο μύλο, τι ο Άγιο Νικόλας έρχεται στα χιόνια φορτωμένος. |
|
Άγια Βαρβάρα εγέννησε Σάββα κι' άη Νικόλα |
|
Άι Βαρβάρα βαρβαρώνει, Άη Σάββας σαβανώνει κι Άη Θανάσης παραχώνει. |
|
Άγιος Σάββας σαβανών άγι Νικόλας παραχώνει κι άγι Σπυρίδων ξεπαραχώνει |
|
Βαρβάρα βαρβάρων', Σάββας σαβανών', άη Νικόλας παραχών', άη Γιώργης ξιναχών΄, άη Δημήτρης τα μαζών΄ |
|
Άγιος Σάββας κάθεται κι Άης Νικόλας στέκει |
|
Η αγία Βαρβάρα μίλησε κι' ο Σάββας αποκρίθηκε |
|
Η ξέρη, γη σουζαμάδα, τ' Άι - Σάββα το 'κανε |
|
Σαμουηλάκη, από που φυσάν οι μύλοι;
|
|
Σαμουήλης και μυαλό, καβούροι με φτερούγες |
|
Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Σαμουήλη κουταμάρες
|
|
Αδελφέ Σαμουήλ, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι. |
|
Και κόκκορος εν λαχάνοις, και Σαούλ εν προφήταις. |
|
Και Σαούλ εν προφήταις; |
|
Των άι-Σαράντων είναι,
ας χορέψουμε κι ας είναι. |
|
Σαράντα πέντε Γιάννηδες ενός κοκκόρου γνώση
και συνήθως κάποιοι απαντούν...
και όλοι οι υπόλοιποι δεν κάνουν άλλη τόση |
|
Σαράντα χρόνια Γιάννης, μαστρο-γιάννης δε γίνεται. |
|
Τον Σαράντη και αν τον δέρνεις, τον ιδρώτα σου χαλάς. |
|
Κάλλιο ένα χρόνο κόκορας παρά σαράντα κότα |
|
Σαράντα ο γιατρός ο Κούκος, σαράντα κι ο Γιώργης ο μπούφος. |
|
Αξίζει μια γερόκοτα σαράντα πουλακίδες.
|
|
Είχε μαζευτεί η Σάρα και η Μάρα και το κακό συναπάντημα
|
|
Αυτου είναι η σάρα και η μάρα |
|
Η σάρα και η μάρα και η τρύπια η χουλίαρα |
|
Η Σάρα και η Μάρα και μια στραβή σομάρα |
|
Η σάρα και η μάρα και του Λάζαρου η μάνα
|
|
Σάρα, μάρα, τζαι κουτσή γαδάρα |
|
Σάρα, μάρα τζαι η κουτσή Μαρία |
|
Η σάρα και η μάρα και το κακό συναπάντημα |
|
Αν δεν καμινάρη ο νους, έχε γεια Σφιαράγδω μου
|
|
Όλα τάχεν η Σμαράγδω μας, ακόμ' ο φερετζές τήν έλειπεν |
|
Σα νιονιό δεν έχεις, έχε γεια, Σμαράγδα μου
|
|
Θωρείς εκείνο το βουνό, όπου πηδά το λάφι; Πήδα και το λαφόπουλο, κι' ο Σολομών το γράφει |
|
Σο σοφό Σολομών dου τζο πόμειν' ο κόσμος, σε κανείνα τζο πομένει |
|
Ο Σολομός τη γυναίκα την ετίμα ως ατίμητο ζαφείρι κ' εκείνη τον εκρέμασε από το παραθύρι.
|
|
ἕνα ἑκατομμύριο λίρες ἡ ἑφτακρατόρισσα, δέκα ἑκατομμύρια ἡ Σουλτάνα |
|
Ο φτωχός κοιμάται στον αχυρώνα κι ονειρεύεται πως είναι σουλτάνος |
|
Ετούρκεψε ο Σουλτάνος;
|
|
Χόρεψε, μωρή Σουσού, τα κουρέλια απίσω σου |
|
Χόρεψε, μωρή Σουσού, τα κουρέλια απίσω σου |
|
Χόρευε κυρά Σουσού, τήρα κι από πίσω σου |
|
Κάκιουσι γριά Σουφιά κ' εύσι μια γαβάθα
|
|
Της Αγίας Σοφιάς, πάρε κοφίνι να τρυγάς. |
|
Αρχή Σοφίας ονομάτων επίσκεψις.
|
|
Με τη σοφία 'βρήκα τη θεότη |
|
Εδώ που μας κατάστρεψεν ο Θεός και μας ήβαλε κάτω που τον τύραννο, είναι γιατί ανέβαιναν στα κατηχούμενα, στην Αγιά Σοφιά, με τ’ αλόγατα κι ήπαιρναν το αντίερο (αντίδωρο) οι Ρωμαίοι με το περούνι το μαλαματένο.
|
|
Τη σοφία και τη γνώση το κρασί θα μου τη δώσει
|
|
Παροιμία λαού, σοφία Θεού
|
|
Κεφαλλονίτικος παππάς τα λέει με σοφία τα δώδεκα Ευαγγέλια τα κένει δεκατρία
|
|
Θιακοί με την σοφία βρήκαν την θεότητα
|
|
Μωρή Ρίνα καί Κατίνα καί Σοφιά και Καταιρίνα φέρε μ' τά σαφιά μου καί τά μεταξωτά μου. - Μία έχεις κι είμαι γω. Ένα τ'όχεις κι είν' ογρό καί κρέμεται στόν καπνό
|
|
Οικονομήθη η Αγία Σοφία με τη φόλης το λάδιν |
|
Όλοι οι καλοί καλοί κι ο Σπύρος ο Ραΐζης
|
|
Τ' αγιά Αντρέα αντρειούται η μέρα, της αγιάσ Άννης ανασαίνει, τ' αΐ Σπυρή παίρνει ένα σπειρύ τ' αΐ Δανιλίου νιώθουντο σ' τα γαϊνσύρια, τ' αϊ Βασιλείου παίρνει μιαν ώρα
|
|
Απ’ του Αϊ – Σπυρίδωνα η μέρα μεγαλώνει σπυρί – σπυρί.
ή
Από τ' Άη – Σπυριδώνου αξαίν' η μέρα ένα σπυρί
ή
Σπυρί, σπυρί, μεγαλών΄ η μέρα, από τον αγίου Σπυρίδωνος |
|
Άγιε Νικόλα βόηθα με, Βαρβάρα μου λυπήσου με και συ καημένε Σπυρίδωνα θυμήσου με.
|
|
Τ' αγιά Αντρέα αντρειούται η μέρα, της αγιάσ Άννης ανασαίνει, τ' αΐ Σπυρή παίρνει ένα σπειρύ τ' αΐ Δανιλίου νιώθουντο σ' τα γαϊνσύρια, τ' αϊ Βασιλείου παίρνει μιαν ώρα
|
|
Άγιος Σάββας σαβανών άγι Νικόλας παραχώνει κι άγι Σπυρίδων ξεπαραχώνει |
|
Άη Σπυρίδουνας άσπρισ τα γένεια τ΄
|
|
Τ΄Άι Σπυρή παίρνει σπυρί της Άγιας Άννας αναπνοή κια τω(ν) Φωτώ(ν) παίρνει ώρα
|
|
Κόψε ξύλο κάμε Σπύρο/ κι από κουτσουπιά Βαγγέλη/ κι α ρωτάς και για το Γιάννη/ ό,τι ξύλο βάνεις πιάνει
|
|
Ου άη Λιάς ήτανι τσουπάνς λένι οι τσουπάνδις κι άη Σπυρίδουνας τσαγκάρς λένι οι τσαγκαράδις
|
|
Σαν τουν “Άγιου Σπυρίδουνα θα βάλου του ζουμπίλ΄στου τζιηφάλι μ΄” |
|
Ανοστιά του Χαραλάμπη και γιαχνί του γέρου Σταμάτη |
|
Άμα στράφτει του Ακάμα, τα νερά με δίχα στάμα |
|
Φράξε το ρέμα στην πηγή να μη γενεί ποτάμι, γιατί αν γενεί, δεν σταματά, ότι κανείς κι αν κάνει |
|
Των ακριβών τα στάματα, σε χαροκόπου χέρια |
|
Όπως μου ’πε ο μπάρμπας μου ο Σταμάτης, όντες μ’ είχες ας μ’ εκράτεις |
|
Γεια σου Σταύρο και κυρ Σταύρο και αφέντη τσουτσουλομύτη! |
|
Απ’ του Σταυρού και πέρα άλλαξε ο βλάχος βέρα. (στρούγκα) |
|
Ήρθε του Σταυρού, τέλος του Καλοκαιριού.
|
|
Του Σταυρού μέχρι τ’ Αγιανιού ήρθε η ώρα τ’ αμπελιού.
|
|
Του Σταυρού κοίτα κι από του Αη –Γιωργιού ξεκοίτα
|
|
Του Σταυρού, άλλος νοικοκύρης εδώ κι άλλος αλλού.
|
|
Να σταυρωθεί το κακό, χρειάζονται τρεις παρακλήσεις |
|
Από το ίδιο ξύλο κάνουν σταυρόν και φκυάρι |
|
Άμα δεις λαγόν εμπρός σου, τρεις φορές καν’ το σταυρό σου.
|
|
Αν ήξερες δυο γράμματα την άλφα και την βήτα και το Σταυρέ, βοήθει μοι, κι αν έπεφτει την νύχτα
|
|
Γάμος εις τα γέρατα, ή σταυρός ή κέρατα. |
|
Ήρθ’ ο Σταυρός, σταύρωνε και σπέρνε.
|
|
Κάλλιο σταυρός στην πόρτα σου, παρά στην εδική μου.
|
|
Ούτε το διάβολο να δεις, ούτε τον σταυρό σου να κάνεις.
|
|
Ρίζος και Στεργιαλής, Στεργιαλής και Ρίζος |
|
Βλεπ' η κόρη στ' όνειρό της αρρεβώνες και στεφάνια
|
|
Εγύρισαν τα στέφανα εις τον γαβρό κουμπάρο |
|
Τα στέφανα στου νειους κ' η κλάπεις στους γαϊδάρους |
|
Όσα ξέρ΄ ο Στεφανής δεν τα ξέρ΄ άλλος κανείς |
|
Αδελφέ Στέφανε, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
|
|
Στεφανούλη, από που φυσάν οι μύλοι; |
|
Στέφος και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
|
|
Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Στεφανάκου κουταμάρες |
|
Δε μιλεί αυτός, μιλεί το πολυστέφανο
ή
Ομιλεί ο πολυστέφανος
|
|
Ότι του φανεί του λωλο Στεφανή
ή
Όπως του φανεί του λωλο Στεφανή |
|
Οὐδὲ τὰ τρία Στησιχόρου γνῶναι
(στροφή, αντιστροφή, επωδός) |
|
Αν δεν έλθω τ' αγιού Στρατηγού θάρθω τ' άγιου Φιλίππου κι' αν δεν έλθω τ' άγιου Φιλίππου τα Νικολοβάρβαρα με παιδιά μου, με σκυλιά μου
|
|
Άι Βαρβάρα (γ)έννησε, γι' η Στελιανή το δέχτη, κι άης Νικόλας το 'κουσε, γιατί πά να το βαφτίσει |
|
Τ΄ άλογο γυρίζει και στο στύλο αράζει
|
|
Το άλογο γυρίζει μυρίζει και στο στύλο θ΄ αράξη
|
|
Αδελφέ Στέλιο, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
|
|
Στελλάρας και μυαλό, καβούροι με φτερούγες |
|
Ο Τρύφωνς τρίφτ'τα κόκκαλα, η Παναγιά τα πλάθ'κι ου Συμιώνς τα σημειώνει |
|
Η Παναγία πλάθ' κι ο Συμεών σημαιών' |
|
Μπονάτσες του Άη-Σώστη
|
|
Όπου τάβλα και ποτήρι, δέξου και τον κυρ-Σωτήρη.
|
|
Τ’ Αηλιός καρύδι, του Σωτήρος σταφύλι και της Παναγιάς σύκο. |
|
Της Αγιά Μαρίνας σύκο και τ' Άϊ Κοσμά σταφύλι, τ' Άϊ Λιός με το μαντήλι, του Σωτήρος με το κοφίνι |
|
Αλή πασάς στα Γιάννενα κι το Σώτος στον Άγιο Γιάννη
|
|
Ο σώζων εαυτόν σωθήτω |
|
Ο παπάς με τον Σωτήρη, δεν χρειάζοντ΄άλλοι φίλοι
|
|
Τ’ Αηλιός καρύδι, της Σωτήρος σταφύλι και της Παναγιάς σύκο. |
|
Αγία Μαρίνα κόβει τα αγγούρια και η Σωτήρα τα σταφύλια |
|
|
Φαντάζομαι πως ο Σίσυφος ήταν ευτυχισμένος.
|
|
Ισοκράτης
Σοφία μόνον κτημάτων αθάνατον. |
|
Πλάτων
Σοφία πάντων κάλλιστον, η δε αμάθεια πάντων κάκιστον. |
|
Ει το τρέφειν πώγωνα δοκείς σοφίαν περιποιείν, και τράγος ευπώγων αίψ’ όλος εστὶ
Αν το να έχεις γένεια θεωρείται σοφία, τότε και οι τράγοι θα ήταν σοφοί |
|
Πλάτων
Σοφός Σοφοκλής, σοφότερος Ευριπίδης, ανδρών δ’ απάντων Σωκράτης σοφότατος. |
|
Αριστοτέλη
Τρεις δε και σκηνογραφίαν Σοφοκλής.
|
|
Ο Σοφοκλής εσθίει όψον τω οικέτι αρέσκονται, ο δε Ευριπίδης ότι αυτώ αρέσκει! |
|
Ο Έλλην στέργει συνήθως να είπη την αλήθειαν, ουχί όμως και να την γράψη. |
|
Στέργε μεν τα παρόντα, ζήτει δε τα βελτίω. |
|
Πλάτων
Σωκράτης μαινόμενος. |
|
Πλάτων
Σοφός Σοφοκλής, σοφότερος Ευριπίδης, ανδρών δ’ απάντων Σωκράτης σοφότατος. |
|
Το δε σώφρον του ανάνδρου πρόσχημα |
|
|
Στέργει γαρ ουδείς άγγελον κακών επών. |
|
|
Αδελφή Σαλώμη, που την ψάχνουν οι λοστρόμοι |
|
Είσαι τέλεια Σαμ
|
|
Σαμψών και Δαλιδά |
|
Τα μαλλιά του Σαμψών |
|
Η Σάντρη την Τετάρτη, μας γύρισε την πλάτη |
|
Σαούλ, Σαούλ, τι με διώκεις;
|
|
Ήταν η Σάρα κι' η Φάρα
|
|
Σελήνη ορθή; Δεν έχει βροχή |
|
Σιβυλλική απάντηση |
|
Σισύφειος προσπάθεια
|
|
Σκότος το εξώτερον
|
|
Αιώνιο σκοτάδι
|
|
Άρχοντας του σκότους ή του ερέβους ή της Κόλασης ή των σατανάδων. |
|
Από τη Σκύλλα στη Χάρυβδη. |
|
Δεν έμεινε πετεινός στη Σύβαρη |
|
Έχει του Σολομού το νου |
|
Νενίκηκά σε Σολομών |
|
Ο σοφός Σολομών |
|
Η Σούλα την Τετάρτη, μας γύρισε την πλάτη
|
|
Έμεινε σαν η Σούλτω με την κνα |
|
Ζει σαν σουλτάνος
|
|
Τρως, Σούζη τρως. Και ψεύδεσαι και τρως. |
|
Η σοφία νικάει (σήμερα) την αντρεία
|
|
Πάντα εν σοφία εποίησε |
|
Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου |
|
Σοφία Σολομώντος |
|
Οι Κάτω πέτρες κι η Αγιά Σοφιά
|
|
Αγιά Σοφκιάν εν να χτίσεις; |
|
Ιδού ο Σπάρτακος |
|
Το βρε σαν ο Σπύρος τα τραγιά
|
|
Ο άγιος Σπυρίδων είναι
|
|
Δεν έχει σπυρί μυαλό
|
|
Σταμάτ' έχ' κόκκαλα και δε γένεται γλήγορα;
|
|
Σταμάτα επιτέλους...ή
Επιτέλους σταμάτα... |
|
Στέλλα φύγε, κρατάω μαχαίρι. |
|
Στεντόρεια φωνή |
|
Δύο κορυφές, δυο στεφάνια |
|
Γειατριά τση αγάπης στέφανα |
|
Χίλιοι πρωτοστέφανοι |
|
Είσαι τέλεια Στεφανής = ειρωνικά
|
|
Στέλλα φύγε, κρατάω μαχαίρι.
|
|
Είναι αργά για δάκρυα Στέλλα
|
|
(Που) στύλλον, στύλλον, άνεση |
|
Είσαι τέλεια Στυλλής
|
|
Στελλάκη, από που φυσάν οι μύλοι; |
|
Θα μπορούσα να ανταλλάξω όλη μου την τεχνολογία για ένα απόγευμα με τον Σωκράτη. |
|
Έγινε αμόντος ο Σωτήρης
|
|
Γυνή δικαία του βίου σωτηρία.
|
|
|
Καλύτερα μιάς ώρας ελεύθερη ζωή παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή |
|
Ιδών σε ο ήλιος και η σελήνη, Φιλάνθρωπε, επί ξύλου κρεμάμενον, ακτίνας απέκρυψαν |
|
Τα μαλλιά μου δε θέλω να τα κόψω, εδώ πάνω συχνά σεργιάνισε το χέρι σου.
|
|
Τα σημάδια πίσω να πάτι
Στέργιους πισμάνιψι.
|
|
Άναρχος ο κόσμος κι άσωστος |