|
Ύστερ' από τόσα χρόνια μ' ένα σμπάρο δυό τρυόνια |
|
|
Άι Γιώργη Σκυριανέ, άι Νικόλα ψαριανέ, άι Ταξιάρχη Παναρμιώτη και άι Γιάννη Κρανιδιώτη |
|
Όσο πούλιο τίμια είναι μια γυναίκα, τόσο θέλει φύλαμα..
1876
|
|
Α δεν είναι τίμια η γυναίκα, θηλυκό είν' και τίποτε άλλο
1876
|
|
Και τίμια ναν η γυναίκα, δεν το θε ναν του το λένε
1876
|
|
Τίμια πορπάτα κι' όσο θέλεις πάτα
1930
|
|
Από λόγου της θαν΄ το΄ χει η γυναίκα ναναι τίμια
1876
|
|
Τίμια και μπροστά τονε δουλεύει, μα για ναν τον αγαπάη ο δούλος τον αφέντη, είν' πράμμ' αδύνατο!
1876
|
|
Πουλειο τίμια είναι μία (του δρόμου) του φόρου, παρά που ναναι παντρεμέν' να ξεπέση
1876
|
|
Τίμια ναν η όμορφη αν ην κουτή ξεπέφτει
1876 |
|
Πότε σου μημ πιστέησαι ΄ς την τίμια σου γυναίκα μα το κακόν οπόποθεν ο μαύρος Παπαντώνης
1893
|
|
Σε πήρα τριαντάφυλλο κι εσύ βγήκες τσουκνίδα |
|
Η τριανταφυλλιά κάνει και τριαντάφυλλα και αγκάθια.
|
|
Ανθίσαν τα τριαντάφυλλα, αρχίνα το μεσημέρι, γινήκαν τα ροδάκινα, ξεκίνα το νυχτέρι
|
|
Τριανατάφυλλο στ' αυτί και κασίδα στην κορφή
|
|
Στη γειτονιά τριαντάφυλλο και μες στο σπίτι αγκάθι.
|
|
Στην αρκούδα δώρησαν τριαντάφυλλο και εκείνη το έβαλε στα πισινά της |
|
Τ΄αδέρφια όντας σμίγουνε, τριαντέφυλλα ανοιγμένα. |
|
Άνοιξ' η καρδιά μ' και γίνηκε τριαντάφυλλο |
|
Τ’ αδέλφια όντας σμίγουνε τριαντάφυλλα ανοιγμένα.
|
|
Η αγία Τριάδα βαστάει το χάλαζι στην ποδιά της |
|
Τρεις κι' Αγιά Τριάδα |
|
Ζήσε Μαύρε μου να φας τριφύλλι
|
|
Κάτσε γάδαρε καρτέρα ως τομ Μαν να βγη τριφύλιν τζαι τον Άουστοσ σταφίλιν
|
|
Ες Τροφωνίου μεμάντευται. |
|
Ανύπανδρη χρυσή μηλιά και αρκιλώνω τρυγώνα |
|
Ένα σμπάρο δυό τρυγόνια, σ' ένα κλάρρο δυό κασσόνια
|
|
Ύστερ' από τόσα χρόνια μ' ένα σμπάρο δυό τρυόνια |
|
Ο Τρύφωνς τρίφτ'τα κόκκαλα, η Παναγιά τα πλάθ'κι ου Συμιώνς τα σημειώνει |
|
Του Αϊ – Τρυφώνου μην δουλέψεις και τα χέρια σου κλαδέψεις. |
|
Θέλ' Τσέλιο η Χάμκω να κάν' παλληκάρι
|
|
Θέλει κι η Κάτκω να κάμη Τσέλιον |
|
Τσιλιμπής σαρίκ δεν είχι του τσιτσέκ αγόραζι |
|
Τυδεύς τοι μικρός μεν έην δέμας, αλλά μαχητής |
|
Στους τυφλούς βασιλεύει ο μονόφθαλμος
Στα αρχαία Ελληνικά "Έν τυφλών πόλει γλαμυρός βασιλεύει". |
|
Με στραβό αν κοιμηθείς, το πρωί θ' αλληθωρίσεις".
Αρχαία Ελληνικά: Ποιός μέ στραβόν συγκοιμηθής τ' αποταχέα καϋδίζει |
|
Στραβός σε πέτρα έκατσε κι εκεί 'ναι ο κόσμος όλος. |
|
Στραβός σε πέτρα έκατσε κι εκεί 'ναι ο κόσμος όλος. |
|
Αν έχεις τύχη διάβαινε και ριζικό περπάτει |
|
|
Ο Τάρταρος τοσούτον από γης διάστημα, όσον απ’ ουρανού γη. |
|
Τι υπάρχει σ’ ένα όνομα; Αυτό που ονομάζουμε τριαντάφυλλο, με οποιοδήποτε άλλο όνομα θα μύριζε εξίσου ωραία |
|
Απελλής ο ζωγράφος ερωτηθείς διά τι την τύχην καθημένην έγραψεν, είπεν: «ότι ουχ έστηκεν». |
|
|
Το τερπνό μετά του ωφελίμου |
|
Τρώων μένος αἰὲν ἀτάσθαλον. |
|
Τυδεύς τοι μικρός μεν έην δέμας, αλλά μαχητής. |
|
|
Είναι για τον άγιο Ταξιάρχη
|
|
Τραβώ ή περνώ των παθών μου τον τάραχο |
|
Me Tarzan, You Jane.
|
|
Τηλέφεια τραύματα. |
|
Τιμαρχώδης |
|
Τίμων ο Αθηναίος |
|
Η Σούλα την Τετάρτη, μας γύρισε την πλάτη
|
|
Από τη μηλίτσα, και στην τριανταφυλλιά!
|
|
Η καρδιά μ' τραντάφυλλον ένι |
|
Ίγκι Αϊ τριάδα |
|
Όστρια, τρυγονόκαιρος! |
|
Μ' ένα σμπάρο δυο τρυγόνια |
|
Στα τυφλά |
|
Τυφλό μίσος
ή
Τυφλός από θυμό |
|
Αυτός κοιμάται και η τύχη του δουλεύει |
|
Της τύχης τα γραμμένα |
|
Τύχη αγαθή (τύχῃ ἀγαθῇ |
|
Τύχη βουνό |
|
Ανοίγει η τύχη μου |
|
|
Κι ο Τεύκρος τότε από την κόρδα του κι άλλη σαγίτα ρίχνει
στον Έχτορα αντικρύ, κι ολόκαρδα να τον πετύχει επόθεί·
μα δεν τον πέτυχε, τι ο Απόλλωνας της ζάβωσε το δρόμο (παρέσφηλεν γὰρ Ἀπόλλων).
|
|
Τηλέμαχε, άλλος σαν κι εσέ κακόξενος δεν είναι. |
|
O Tite tute Tati tibi tanta tyranne tulisti! |
|
|
Κ' ο Τιλχαβέζος φώναξεν από το μετερίζι :
«Έκβα , Τσέλιε μ', προσκύνησε, προσκύνα τον Βεζύρην»
Τσέλιος τ' απελογήθηκεν από το μετερίζι :
«Όσον 'ν' ο Τσέλιος ζωντανός, πασάν δεν προσκυνάει,
Πασάν 'χει Τσέλιος το σπαθί, Βεζύρην το τουφέκι» |