|
Χέστηκε η Φατμέ στο Γενί τζαμί. |
|
Τ' Άη – Μηνός εμήνυσα, τ' Άη – Φιλίππου φίλησα τα βουνά και ζύγωσα, κι' αυτού κοντά τ' Άη Νικολάου φωτοβολώ μονάχο μου! |
|
Είπατε τω βασιλεί, χαμαί πέσε δαίδαλος αυλά.
Ουκέτι Φοίβος έχει καλύβην, ου μάντιδα δάφνην,
ου παγάν λαλέουσαν. Απέσβετο και λάλον ύδωρ.
|
|
|
Aπ΄τον καιρό του Φαβιέρου! |
|
Εσιέστην (χέστηκε) η Φανού στ΄αλώνι! |
|
Eσιέστην η Φανού και εγρίστην ο Ηράκλης |
|
Ο καπνός να βγαίνη ίσα, κι' ο φανός ας είν' στραβός |
|
Κάθε πρώτη του μηνός, για δεσπότης, για φανός |
|
Αριά θα σε πιάσω, σαν τον Άι-Φανούριο
|
|
Πότε έγινα φαντίνα; Όταν βρήκα τον καιρό;
|
|
Άρμα Φαραώ και καρδιά μπούφου |
|
Δε ρωτάνε τη Φατμέ πότε θα γίνει μπαϊράμι.
|
|
Τον άη Μηνά εμήνυσε, τ' άη Φιλίπωπ αυτού ειμί, τσ Παναγίας αβόλητα |
|
Εαν δεν έλθω του Αγίου Μηνά. Του Αγίου Φιλίππου είμαι αυτού και να μου χαιρετάς παλιοκαπάδες
|
|
Του αγίου Φιλίππου φιλεί κ΄πούλια το βουνό
|
|
Ο φτωχός ο Φίλιππας στο χωράφι απόκρευε (έκανε αποκριές). |
|
Βρήκε ο Φίλιππος το Ναθαναήλ |
|
Βρήκ’ ο Φίλιππος το Ναθαναήλ κι η κοπριά τα λάχανα. |
|
Άης Φίλιππος μήνυσε του κύρ χειμώνα νάρτη. Τους γουνάτους προσκυνά τους, τους αμπαδάτους χαιρετά τους και τους άσπρους τοις βρακάτους καίει και τσουρουφλά τους |
|
Αυτός είναι σαν τον Άη-Φίλιππο |
|
Ως τ’αγίου Φιλίππου, όσοι φίλησαν, φίλησαν. |
|
Άϊ Μηνάς εμήνυσε του πάππου του χειμώνος: έρχομαι ή δεν έρχομαι και τ’Αϊ Φιλίππου αυτού είμαι. |
|
Αν δεν έλθω του Αγίου Μηνά, του Φιλίππου είμαι αυτού, και να μου χαιρετάς τους παλιοκαππάδες!
|
|
Αν τ’Αϊ Φιλίππου δεν έρτω, τ’άγια των αγιών με δέξου
|
|
Τ’Αγια των Αγιών αν δεν έλθω το γερο Νικόλα απ’έξω στέκω |
|
Αν τ’αγιού Φιλίππου λείπω, τ’άγια των αγιών δε λείπω, κι αν λείπω τ’άγια των αγιών, τ’Αϊνικολοβάρβαρα είμαι δω
|
|
Τ’ Άι-Φιλίππου εδκιάβηκε (πέρασε) σφουγγάτε τα σιειλούδκια (χειλάκια) σας
ή
Σφογγάτε τα σειλούδκια σας, τ' άι Φιλίππου δκιάβη |
|
Τ’ Αϊ Μηνά εμήνυσα και τα’ Αϊ Φιλίπ’ αυτού είμαι, με κουβάρια ράμματα, με σακιά μπαλώματα |
|
Άη Μηνάς το μήνυσε, κι΄ο Φίλιππος το καρτερεί |
|
Ο Άι Μηνάς με μήνυσε κι Άι – Φίλιππας με φίλεψε |
|
Ο Άι Μηνάς το μήνυσε και ο Φίλιππος το καρτερεί |
|
Τ' Άη – Μηνός εμήνυσα, τ' Άη – Φιλίππου φίλησα τα βουνά και ζύγωσα, κι' αυτού κοντά τ' Άη Νικολάου φωτοβολώ μονάχο μου! |
|
Αν δεν έλθω τ' αγιού Στρατηγού θάρθω τ' άγιου Φιλίππου κι' αν δεν έλθω τ' άγιου Φιλίππου τα Νικολοβάρβαρα με παιδιά μου, με σκυλιά μου |
|
Άης Φίλιππος μήνυσε dόγ κύρ χειμώνα νάρτη. Τους γουνάτους προσκυνά τους, τους αμπαδάτους χαιρετά τους και τους άσπρους τοις βρακάτους καίει τους τσουρουφλά τους |
|
Αν τ' Άι Φιλίππου είπω, τ' Άγια των Αγιών δε είπω |
|
Τ' άη Φιλίππου φίλησε, τ' άη Πλατάνου κάτσε |
|
Τ' άι Φιλίππου φίλησε κερά Πούλια την δύσι, και συ γλυκιέ Αυγερινέ την νύκτα για να σβύση |
|
Τ' αγιού Φιλίππου την απόκρια φιλεί η πηλιά το πέλαγος, κι ο βοσκός φιλεί τ' αρνί του. Μα μηδέ ο ναύτης στο γιαλό, μηδέ τουμπάνης στο βουνό, μηδέ ζευγάς στον κάμπο |
|
Ο Άι Μηνάς με μήνυσε κι Άι – Φίλιππας με φίλεψε |
|
Του Αγίου Μηνά Άη Μηνάς μου μήνυσε κι ως τ΄ Άη-Φίλιππα είμ΄αυτού, λέει το χιόνι
|
|
Ο Άι Μηνάς το μήνυσε και ο Φίλιππος το καρτερεί |
|
Ο τούρτουρος εμύνησεν τ' άι Μηνά πως έρκεται' τζ' αδ δεν έρτη τ' άι Μηνά, τ' άι Φιλίππου δέχτου τον
|
|
Ο τούρτουρος εμύνησεν τ' άι Μηνά πως έρκεται' τζ' αδ δεν έρτη τ' άι Μηνά, τ' άι Φιλίππου δέχτου τον
|
|
Τ' άι Μηνός εμήνυσε και τ' άι Φιλίππου αυτού είμαι. Χαιρέτα και τους φίλους μου τους παλιοσιγκουνάδις
|
|
Αγάπαγε το φίλο σου με τα ελαττώματά του. |
|
Οι φίλοι των φίλων μας είναι φίλοι μας. |
|
Αυτός που έπαψε να είναι φίλος, ποτέ του δεν υπήρξε τετοιος.
|
|
Μη βιάζεσαι να πας στις χαρές των φίλων σου, μα στις ανάγκες τους τρέξε οσο μπορείς γρηγορότερα. |
|
Μη εμπιστευτείς το φίλο σου και πείς το μυστικό σου, ο φίλος στον φίλο θα το πει, κι είναι κακό δικό σου. |
|
Καινούργιο φίλο έπιασες; Παλιό μη λησμονήσεις.
|
|
Ενας φράχτης στην αυλή τη φιλία με το γείτονα κρατεί. |
|
Άλλος έκαμε τον μπόρδο κι' άλλος επήρε το φλώρο |
|
Κόρη ασ' τον Άγιο Φλώρο, μη μας τον κουνάς τον κώλο, άσ' τον νάρθη ο καιρός του, και κουνιέται μοναχός του |
|
Αίσωπος
Άνευ χαλκού Φοίβος ου μαντεύεται |
|
Εμ παστρικός σαν τα φούλια |
|
Φωτεινούλα, από που φυσάν οι μύλοι;
|
|
Φωτεινή και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
|
|
Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Φωτίτσας κουταμάρες
|
|
Φωτεινή, χορεύεις και το μικρό σου κλαίει; |
|
Αδελφή Φωτεινή, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
|
|
|
Πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ουφεισόμεθα της ζωής ημών. |
|
Ισοκράτης
Έσο περί την οικείαν εσθήτα φιλόκαλος αλλά μη καλλωπιστής. Φιλοκάλου μεν γαρ το μεγαλοπρεπές, καλλωπιστού δε το περίεργον.
|
|
|
Χρόνου φείδου
|
|
Φιλία είναι μια ψυχή σε δυο σώματα |
|
|
Φαεινή ιδέα |
|
Ηλίου φαεινότερον |
|
Παρουσιάστηκε σαν το Φάντη μπαστούνι. |
|
Τι σχέση έχει ο φάντης με το ρετσινόλαδο; |
|
Οι δέκα πληγές του Φαραώ
|
|
Έχει κι άλλα βέλη στην φαρέτρα του |
|
Χρόνου φείδου
|
|
Χτυπάω / βρίσκω φλέβα χρυσού |
|
Δεν κόβω και φλέβα |
|
Φλωρεί κι' ανθίζει
|
|
Είσαι τέλεια Φλώρος |
|
Η Φούλα την Τετάρτη, μας γύρισε την πλάτη
|
|
Ίσα μωρή Φούλα, που θα μας το παίξεις και μάγκας! |
|
Είσαι τέλεια Φωτού
|
|
Ακούτε,Φώτου τα παιδιά, του Δράκου παλληκάρια. |
|
|
Ξεύρεις την χώραν που ανθεί φαιδρά πορτοκαλέα;
που κοκκινίζ’ η σταφυλή και θάλλει η ελαία;
― Ω! δεν την αγνοεί κανείς· είναι η γη η ελληνίς!
|