|
|
|
|
Τ’ αρχίδια του Καράμπελα και το μουνί της Χάιδως |
|
Μοιρασμένη χαρά, διπλή χαρά |
|
Ανοστιά του Χαραλάμπη και γιαχνί του γέρου Σταμάτη |
|
Α σ' αρέση, Χαλαλάμπρο ξαναπέρασ' α' την Άντρο |
|
Ο άγιος Γεράσιμος ανοίγει τσι γιορτάδες, κι' ο άγιος Χαράλαμπος τσι κλείνει |
|
Όταν έφευγε η Πανούκλα από το Νησί, εφώναζε: “με διώχνει ο Λάμπης”, “με διώχνει ο Λάμπης”
|
|
Η χάρη θέλει αντίχαρη και πάλι χάρη είναι.
|
|
Χάρισμα χωρίς χάρη δε γίνεται. |
|
Άλλος έχει τ' όνομα κι άλλος τη χάρη. |
|
Βαγενάδες (βαρελάδες) και γάιδαροι ένα μήνα έχουν χάρη |
|
Δώρο αν είναι και μικρό, μεγάλη χάρη έχει. |
|
Δυνατός παγωμένος αγέρας φύσηξε και σκόρπισε τα σύννεφα, συναστεριές φάνηκαν, και στάθηκε ο Χαρίδημος ν` αστρονομίσει.
|
|
Μα το ναι, σου λέω αλήθεια, που είπε η ψευτρού η Χαρίκλεια. |
|
Με μιαν ευτζιή (ευχή) της Χαρικλούς οι ουρανοί ανοίξαν |
|
Αδελφά Χαρίλαε, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
|
|
Η χάρη θέλει αντίχαρη και πάντα χάρη μένει. |
|
Άμ’ ηλέηται και τέθνηκεν η χάρις.
Αρχαιοελληνική παροιμία |
|
Η χάρις αλλάξαι την φύσιν ου δύναται.
Αρχαιοελληνική παροιμία από το μύθο της αίγας που θήλαζε λύκο. |
|
Εγ κουτσατζιές τ' άι Χαρίτου |
|
Ξωρινός τ' άι Χαρίτου, τζαί πο τζείθε πομ περίτου |
|
Η κακή ζωή του χάρου μοιάζει. |
|
Ο Χάρος φίλους και εχθρούς σ’ ένα τραπέζι σμίγει. |
|
Ανάθεμα στον Χάροντα που μ’ άφησε χήρα κι ο Δεκέμβρης ο κακός που μου ’φερε τέτοια πύρα. |
|
Χάρος είναι, φορατζής δεν είναι. |
|
Σαν σαμαρωθεί ο κουμπάρος, δέκα τύφλες να 'χει ο χάρος (Κυθναίικη) |
|
Αλλού ο νεκρός, κι' αλλού ο Χάρος |
|
Τί εδωκ’ ό Θεός καί τί νά πάρ’ ό Χάρος. |
|
Του γέρου σκόνταμμα, του χάρου μήνυμα. |
|
Αν δε σκοτώσ' ο ἀγιος Θεός, τι θε να πάρ' ο Χάρος; |
|
Πες τους πως ο Χασάνης, έγινε βεζύρης και θα καταλάβουν!…»
|
|
Ένα χελιδόνι δεν φέρνει την άνοιξη.
|
|
Μηδέ χελιδόνας εν οικία δέχεσθαι. |
|
Χελιδόνι γύρισε, καλοκαίρι μύρισε. |
|
Άρμεγε λαγούς και κούρευε χελώνες |
|
Απ΄ολους η χελώνα είναι πιο σοφή, αφού το σπιτικό της στην πλάτη κουβαλεί. |
|
Κλαίν' οι χήρες, κλαίν' κι οι παντρεμένες |
|
Η χήρα μέσα κάθεται κι όξω την κουβεντιάζουν |
|
Σαν τη χήρα στο κεββάτι |
|
Χήρας κώλος που πονάει, άλλα πράματα ζητάει. |
|
Αφού αποκλάψαν όλοι, εδάκρυσε κι η χήρα. |
|
Θέλω την κι ας είναι χήρα και φτωχή και κακομοίρα.
|
|
Να σε φυλάει ο Θεός από κουμπάρας μάτια κι από χήρας πόδια. |
|
Το µυαλό του και µια χήρα. |
|
Ο μαύρος είδε τη χλόη μα το γκρεμό δεν τον είδε
|
|
Ζήσε, μαύρε μου, να φας χλόη το Μάη
|
|
Ζήσε μαύρε γάϊδαρε να ιδής χλόη τον Μάη
|
|
Ο γάγδαρος τη χλόη βλέπει, το γκρεμό δεν το βλέπει
|
|
Πόθθεν τζιαι πόθθεν η Τταλλού να κλάψει τον Κωλέττην; |
|
Όσα ξέρ΄ ο Σιόλος δεν τα ξέρ΄ ο κόσμος όλος |
|
Υπήγε νύφη του Χριστού |
|
Μωρέ, Χριστέ ξυπόλυτε, καί Παναγιά Ντρουβιάρα νά σ' είχα μέσα στόν Τρουβείο νά τράβαγες τή μπάρα
|
|
Έχει ο σάκος άλευρα; Χριστός Ανέστη.
Δεν έχει; θάνατον πατήσας. |
|
Όσο κι αν γέρασε ο Χριστός πέντε θαύματα τα κάνει. |
|
Δεν καταλαβαίνει Χριστό. |
|
Δεκέμβριος Χριστού γέννηση και καλός μας χρόνος.
|
|
Ας πάει κι αυτό το φίλημα με το «Χριστός Ανέστη». |
|
Μπρος πίσω του Χριστού τα Νικολό – Βάρβαρα. |
|
Γύρω- τριγύρω του Χριστού, είν’ η καρδιά του χειμωνιού. |
|
Πας μετά Χριστόν προφήτης γάιδαρος εστί. |
|
Άϊ - Γιάννης το έχει και ο Χριστόφορος το κρατεί |
|
Ο Άγιος Χριστόφορος γύριζ' με το χαλάζ' στον κόρφο. Αν δουλέψουμε την ημέρα τ' θα μας πνίξη με το χαλάζ'. |
|
Κάλλιον ένας κακός χρόνος, παρά ένας κακός γείτονας, γιατί ο χρόνος περνά, μα ο γείτονας απομείνει
|
|
Μιάς ώρας δουλειά ένας χρόνος έγνοιες
|
|
Τα σέρνει ο χρόνος κι ο καιρός, κανείς δεν τα γνωρίζει
|
|
Ανάποδος χρόνος δεκατριάμσ' (ή 13) φιγγάρια
|
|
Ανάποδος χρόνος, δεκατρείς (ή3, ή9, ή11 ή 15) μήνες
|
|
Θέζε πράμα να βρη ο χρόνος |
|
Θέλ' ο Θεός και φταίει ο χρόνος
|
|
Έγκαιρος ο πόνος γιατρός ο χρόνος
|
|
Ένας χρόνος άσπορος πέντε χρόνια έρημα
|
|
Οι μήνες χάνουν τα νερά κι' ο χρόνος δεν τα χάνει
|
|
Όσα φέρνει η μέρα, ο χρόνος δεν τα φέρνει...
|
|
Αδελφέ Χρύσανθε, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
|
|
Χρυσανθούλη, από που φυσάν οι μύλοι; = Ειρωνικά
|
|
Χρύσανθος και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
|
|
Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Χρύσανθου κουταμάρες
|
|
Απ’ το ντιπ καλή είναι και η Χρύσω τ’ Χαμπίπ’.
|
|
Ότι λάμπει δεν είναι χρυσός.
|
|
Από τη γης βγαίνει το χρυσάφι κι από το σκουλήκι το μετάξι |
|
Του κακού και το χρυσάφι που του δίνεις είναι φαρμάκι
|
|
Η σιωπή είναι χρυσός (‘πολύτιμη’)
|
|
Ο λόγος είναι άργυρος και η σιωπή χρυσός
|
|
Πόθθεν τζιαι πόθθεν η Τταλλού να κλάψει τον Κωλέττην;
|
|
|
Μετά την δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις
Μένανδρος, 4ος αιών π.Χ., Αρχαίος Έλληνας ποιητής |
|
Αίσωπος
Ή Ζευς ή Χάρων. |
|
Ιωάννης Στοβαίος
Χρύσιππος ερωτηθείς δια τι ου πολιτεύεται είπε: Διότι ει μεν πονηρά πολιτεύεται, τοις θεοίς απαρέσει· ει δε χρηστά, τοις πολίταις. |
|
Ο, σατιρικός ποιητής, Χρυσόστομος λένε πως έφαε τη Μεγάλη Παρασκευή αβγά κι από τότες ετιμωρήθηκε κι ελάλησε, όπως ο κόκκορας. |
|
|
Χάριν εκτέλει |
|
Χάριν εκτέλει
|
|
Το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν |
|
Μηδέν άγαν |
|
Γνώθι σαυτόν |
|
Εγγύα πάρα δ’ άτα |
|
Τα μεν υψηλά ταπεινούν, τα δε ταπεινά υψούν |
|
|
Το μουνί της Χάιδως.
|
|
Μες στην καλή χαρά |
|
Κλάφτα (ή Κλάψ’ τα), Χαράλαμπε. |
|
Με διώχνεις Λάμπη |
|
Οι τρεις χάριτες |
|
Ζωή χαρισάμενη |
|
Από τη Σκύλλα στη Χάρυβδη. |
|
Χελιδών |
|
Χελώνα |
|
Ο Γκρινιάρης από τη «Χιονάτη»
|
|
Η Χιονάτη και οι 7 νάνοι |
|
Είδε το Χριστό φαντάρο. |
|
Έλα Χριστέ και Παναγιά! |
|
Χριστός Ανέστη! |
|
Ιησούς Χριστός νικά (κι όλα τα κακά σκορπά)! |
|
Γαμώ τον Χριστόφορο τον πούστη |
|
Ο χρόνος φανερώνει τον καλόν
|
|
Η ημέρα του φάνηκε χρόνος |
|
Άσβολος καιρός, αέξιος χρόνος |
|
Προϊόντος του χρόνου |
|
Χρόνου φείδου |
|
Εν ευθέτω χρόνο |
|
Ελλείψει χρόνου |
|
Εκτός τόπου και χρόνου |
|
Είσαι τέλεια Χρύσαττος
|
|
Ούτε για όλο το χρυσάφι του κόσμου. |
|
Πες τα Χρυσόστομε |
|
|
Έλα βρε Χαραλάμπη να σε παντρέψουμε |
|
Χριστόν ή Βαραββάν; Χριστόν
|