|
Τραγουδιστής:
Συνθέτης: Παραδοσιακό
Στιχουργός: Παραδοσιακό
Χρονολογία:
Εφύσησεν ο άνεμος από την Μυτιλλήνην,
ελάτε ν΄αγροικήσετε στην Κύπρον ίντα γίνην
ελάτε ν’ αγροικήσετε του κυρ παπά τραούδιν,
που’ καμεν κόρην όμορφην τζι ακούσαν το που πέρα
άκουσεν το ο Σουρτάν Ππασσιάς της Πόλης το κεφάλιν,
παμπόρκα εν π΄αρμάτωσεν, για να΄ρτη να την πάρη.
Έβαλεν μαύρους εκατόν, ασκέριν τρεις σσιλιάες,
δέκα οκτώ ομπάσσηδες τζιαί τρεις σουρτάν ππασσιάες.
Χαμήλωσεν ο ήλιος τζιαί νέφος εν που φάνην,
καράβιν ήρτεν τον Λάρνακαν στην Σκάλαν ξεσκαλώννει
νάσου τζιαί ο Σουρτάν Ππασσιάς στην Κύπρον εκατέβην,
χαπάρκα τζιαί μηνύματα στου κυρ παπά τζιαί πάσιν.
" Ιντα με θε Σουρτάν Ππασιάς, ιντα'ν το μηνυμα του!"
Σηκώννεται τζι ο κυρ παπάς τζι εις στου Ππασιά τζιαί πάει,
στέκει τζιαί συλλοΐζεται πως να τον σσαιρετίση.
" Τζιαί ας τον σσαιρετίσωμεν, σγιάν πρέπει σγιάν αξίζει:
- Γεια σου, χαρά σου, αφέντη μου, τζιαί φρόνιμον κεφάλιν,
που ήρτες εις την Κύπρον μας , για να μας κάμεις χάριν.
-Καλώς ήρτεν ο κυρ παπάς, να φάμεν τζιαί να πκιούμεν.
- Εν ήρτα γιώνι ξένος σου, να φάμεν τζιαί να πκιούμεν,
μα μόνον ήρτα έσσω σου να μάθω ίντα με θέλεις.
- Παπά, πάπα, την κόρην σου, την πολλοφουμισμένην,
που μου την εφουμίσασιν παπάες τζιαί γουμένοι
εγιώ μαθαίννω, κυρ παπά όμορφην κόρην έσσεις.
-Μα τ΄άστρη μα τον ουρανόν, μα το γρουσόν φεγγάριν,
εγιώνι κόρην εν έχω, μον΄έναν παλληκάριν.
- Μα φέρ΄το, φέρ’ το, κυρ παπά, τζι ας εν τζιαί πολληκάριν.
- Μα τζείνον έσσω εν ένι, επήεν στο ζευκάριν,
σσίζει την γην με τ΄άλετρον τζιαί σπέρνει την σιτάριν.
- Παπά μου, δος την κόρην σου, τζι η τζεφαλή σου πάει.
- Ππασσιά μου, κόρην εν έχω, τζι η τζεφαλή μου ας πάη.
-Πκιάστε τον, μαστιώστε τον, πέρκιμον μολοήση.
Πκιάσαν τζι μαστιώσαν τον πέρκιμον μολοήση,
τζιαί ράβκουσιν το στόμαν του τρεις δίπλες το ραφίνιν
βάλλουσιν εις τους νώμους του τρικάνταρον μολύβιν,
βάλλουσιν εις τα σσιέρκα του καννιά πελετζημένα
βάλλουσιν εις τα πόδκια του σίερα καρφωμένα.
Η κόρη εν εβάσταξεν τον κύριν τσακριτήριν,
εβκέην τζι εποσσέπασεν ψηλά στο παναθύριν
εσφόντζισεν τ’ αμμάδκια της μεταξωτόν μαντήλιν.
Ένας την εποσσέπασεν, πέντε το μολοήσαν,
βάλλουν την σκάλαν σκαλωσσιάν, την κόρην κατεβάζουν
μεσ΄στο σαράγιον του Ππασιά γλήορα την εμπάζουν.
"Χριστίνα, κόρη του παπά, λαμπάδα καφουρένη,
κούππα μου Τριπολίτισσα, στην Βενεδκιάν γραμμένη
μεσ΄στο σαράγιον του Ππασσιά στέκεις ζωγραφισμένη.
Άμετε φέρτε Τούρτζισσες, να την σαλαβατίσουν,
άμετε φέρτε Χριστιανές, να την παρηορήσουν."
Βκάλλουν της τα χρυσόρουχα, φορούν της τες αττέρες,
βκάλλουν της τα μαντήλια της, μαντίζουν της παρπέρες
τζι επήραν την στα σπίδκια της , να τα ποσσαιρετίση.
- Έσσετε γειαν, σπιτάτζια μου, τζιαί κλίνη που τζοιμούμουν,
έσσετε γειαν, αέρκια μου, τζιαί αερφότεχνά μου
έσσετε γειαν, γειτόνισσες, τζι εγειάν, βαφτιστικά μου...
Τζιαί νάσου τζιαί τη μάναν της που πάνω τζι ανεφαίνει,
ακτένιστη, αβρούλλιστη τζι ως τα βυζκιά σσισμένη
σγιάν ναν ετρώαν που τα στήθη της τρεις σσύλλοι πεινασμένοι.
- Τζιαί λάμνε, μάνα στον γιαλόν τζιαί λούθου τζιαί κτενίστου,
τζι αρνήθου πως μ’ ετάισες γάλαν που τα βυζκιά σου
τζι αρνήθου πως μ’ ετάισες ψουμίν της ταπατζιάς σου,
τζι αρνήθου πως μ’ ετάισες νερόν που τα σταμνιά σου.
- Παρά να κλαίω, κόρη μου, στην Χώραν την καμένην,
νείεν σε κλαίω, κόρη μου, στην γην την στερκωμένην.
Αγκάλια αγκάλια πιάσασιν τζι εξέην η ψυσσή τους.
|