|
Τραγουδιστής:
Συνθέτης: Αμελοποίητο
Στιχουργός: Κώστας Βάρναλης
Χρονολογία:
Τι κλάμα και κατάρα κι ουρλιαχτό κι αντάρα!
Ήλιος φωτιά, μεσημεριάτης τ’ Αλωνάρη,
φλέγει την άμμο, την ανάσα και τα μάτια.
Μανάδες αραπίνες, μαυρομαντηλούσες
χτυπιούνται χάμου και δαγκάνουνε τα χέρια.
Γέροι και μάνες και μωρά και σκύλοι ουρλιάζουν.
Παντόγυρα ομορφόπαιδα στα γιορτινά τους,
καβάλα και πεζούρα, κι όλα τους καινούρια:
σπαθιά, ντουφέκια και μπαϊράκια — αθανασία!
Χαρούμενα και λεύτερα κι ερωτεμένα,
σε ξένον τόπο ξένοι αφέντες, σταυροφόροι,
στο πανηγύρι του θανάτου χορευτάδες.
Στη μέση ο λόρδος καπετάνπασας, κολόνα
πάνου στον άσπρο βουκεφάλα του, φαρμάκι
κατάχρυσο, θαμπώνει πιότερο απ’ τον ήλιο!
Χέρια λευκά και μάγουλα, μοσκομυρίζει
γαλάζιον αίμ', αλλού κοιτάει, μακριά λογιάζει.
Άντρας και δυο και τρεις φορές μπρος σε δεμένα
κοπρόσκυλα μα σαν κουρνιάζουνε στο πάρκο
τα κοτσύφια, στον μπάγκο γυναικούλα μέλι.
Τέζα οι ξυπόλυτοι φελλάχοι στη θελιά τους
με μάτια πεταμένα, γλώσσα δαγκωμένη,
ντροπιάζουνε την άγια εικόνα του Κυρίου!
Και στα παλούκια δίπλ’ άλλοι δεμένοι φταίχτες
τους κομματιάζει ο βούρδουλας κι αυτοί σπαράζουν.
Στην αρχή ξεφωνάνε κι ύστερα σωπαίνουν.
Και τα μαύρα καθάρματα, που τους προδώσαν,
τους βαράνε περσότερο και χαχανίζουν.
Όντας ανάσκελα η ξανθή χαρά του Γκαίτε,
η παιδούλα Μπετίνα, κλότσαγε τον ήλιο,
από τον Έλυμπο ψηλά ο μουρντάρης Δίας
κρυφογελώντας χάιδευε τ’ άσπρα του γένια.
Όμοια ο τριπλός των χριστιανώνε Πηλοπλάστης
χαιρότανε να βλέπει τους "αδικητάδες"
να τους κουνάει ο αιώνιος νόμος στον αγέρα
κι άλλους να τους σωριάζει χάμου κρέας κομμένο!
Μεγάλοι "αμαρτωλοί", που θέλανε δικά τους
τα περιστέρια, τα καλυβια, την πατρίδα!
Κι ο σατανάς, που όλο γελάει και μοναχός του,
έκλαιγε τώρ’ απ’ το κακό του: "Οι σατανάδες
του Κάτου Κόσμου τρισχειρότεροι από μένα"!
|