|
Τραγουδιστής: Ομήρου Απόγονοι
Συνθέτης: Ομήρου Απόγονοι
Στιχουργός: Ομήρου Απόγονοι
Χρονολογία: 1997
Ακούω ο θάνατος γελάει
είσαι πολύ κοντά.
Σπάσε την βελόνα
πριν να είναι αργά.
Αργά μέσα στην φλέβα
το αίμα σου κυλάει
και η καρδιά στον ίδιο τον ρυθμό
στο στέρνο σου χτυπάει,
έφτασε η στιγμή
η αυλαία πια να κλείσει
και το κεφάλαιο της ζωής
στα μάτια σου να σβήσει.
Σπάσε την βελόνα.
Σπάσε την βελόνα.
Δεν ήξερες, δε στα `πανε
ποια θα `τανε η μέρα
ποτέ σου δε φαντάστηκες
πως θα `βαζες την βέρα
αυτή που με τον θάνατο
την μοίρα σου θα ενώσει,
αυτή που την πραγματικότητα
θα χαρακώσει.
Στα όνειρά σου έβλεπες
μονάχα την ζωή σου,
τώρα νιώθεις να χάνεσαι
να φεύγει η ψυχή σου.
Στον ύπνο σου ανέσταινες
νεκρούς τους συγγενείς
τώρα όμως στο πλάι σου
δεν βρέθηκε κανείς.
Γι’ αυτούς που μοιραζόσουνα
τον δικό τους πόνο
αυτοί όλοι πια φύγανε
σε αφήσαν τώρα μόνο
κανένας δεν κατάλαβε
ανάγκη πως τους είχες
σε αυτήν τη φοβερή στιγμή
τον θάνατο που βρήκες.
Γι’ αυτό σπάσε την βελόνα.
Σπάσε την βελόνα.
Σου λέω σπάσε την βελόνα.
Σπάσε την βελόνα.
Στα μάτια σου περνάνε
σκηνές πριν απ’ το τέλος
την νύχτα που σου έστειλε
ο θάνατος το βέλος.
Μασκαρεμένος ήτανε
που να τον γνωρίσεις
γυναίκας είχε τη μορφή
ίσως της Αφροδίτης
και σαν μια άλλη Εύα
το μήλο σου χαρίζει
πάντα ήσουν ευάλωτος
σε ότι πολύ γυαλίζει.
Μα ο καιρός σαν πέρασε
και έφυγε η ομίχλη
σε όλο σου το σώμα
σου άφησε τα ίχνη.
Και το μυαλό σου καθαρό
δεν ήθελε να μάθει
γιατί εσύ όσα έφτιαχνες
τα `κάναν οι άλλοι στάχτη.
Κανείς πια δε σου έπιασε
το χέρι με αγάπη
Μαζί σου δεν περπάτησε
στο ίδιο μονοπάτι.
Από μακριά σαν σε `βλεπαν
τον δρόμο τους αλλάζαν
το νήμα τους με την ζωή
μην τους κοπεί τρομάζαν.
Πελώρια άσπρα κτίρια
γίνανε οι ναοί σου
βελόνες εκεί γέμιζε
το όλο πληγές κορμί σου.
Γι’ αυτό σπάσε την βελόνα.
Σπάσε την βελόνα.
Σου λέω σπάσε την βελόνα.
Σπάσε την βελόνα.
Μια μέρα που το τέλος
ήρθε να σε βρει
και η ψυχή σου ξέφυγε
από τη φυλακή
το βλέμμα εσύ έριξες
και σ’ έπιασε ο καημός
που αντίκρισες τον τάφο σου
και ήτανε γυμνός.
Οι φίλοι σου τα λέγανε
τους έπιασε φοβία
στο σπίτι σου φωνάζανε
κακούργα κοινωνία,
αυτή που εξημέρωνε
χίλιων λαών τα ήθη
σε αρρώστια και σε θάνατο
προσέφερε την λήθη.
Κανένας τους δεν βρέθηκε
να παραπονεθεί
θα ήταν σαν να ξύνει
μια ανοιχτή πληγή.
Παρόλα αυτά το φάρμακο
ξέρεις τώρα πιο είναι
και το καλό και το κακό
και αυτούς που φταίνε κρίνε.
Πλησίασες τον άνθρωπο
κι ο άνθρωπος εχάθει
η ιστορία γύρισε
στα ίδια της τα λάθη
αιώνες και αν περάσουνε
και προοδεύσει η γη
ο άνθρωπος στον άνθρωπο
φαρμάκι πάντα δίνει.
Γι’ αυτό σπάσε την βελόνα.
Σπάσε την βελόνα.
Σου λέω σπάσε την βελόνα.
Σπάσε την βελόνα.
Ο θάνατος γελάει
είσαι πολύ κοντά.
Σπάσε την βελόνα.
|