|
Τραγουδιστής:
Συνθέτης: Παραδοσιακό
Στιχουργός: Παραδοσιακό
Χρονολογία:
Καλόν το Κύριε ελέησον, καλόν να το λαλούσιν,
καλόν τζιαι να το ψάλλουσιν, να το καλοναρχούσιν
από το λέγει να σωθεί, που τ’ αγροικά ν’ αγίαση,
τζι’ απού το συνεργάζεται Παράδεισον να φτάσει.
Κάτω’ ς τα Ιεροσόλυμα τζιαι του Χριστού τον τάφον
εβλάστησεν έναν δεντρόν με δώδεκα κλωνάρκα,
κάθε κλωνίν τζερίν άφτει, κάθε τζιαι δκυο λαμπάδα,
κάθε τζιαι τρια τέσσερα άφτει χρυσή καντήλα,
η βρύσι που το πότιζεν, ήτουν η Παναΐα.
Πάσιν η βρύσ’ εξέρανεν, το δένδρος εμαράθην,
τότε επιάσαν τον Χριστόν οι άνομοι Οβραίοι,
τζει που τον επιάσασιν, μεάλ’ ανάγκη ήταν,
τα μάρμαρα δκιασσίζασιν τζιαι τα βουνά χαλούσαν,
τζιαι τα πουλιά στες κοίτες τους εγείρναν τζιαί ψοφούσαν.
Επιάσαν τον τζιαι επήραν τον εις του ληστού την πόρταν,
επιάσαν τον τζι’ εδήσαν τον οι άνομοι Οβραίοι,
επιάσασιν τζι’ εκάμασιν σσοινίν που το παμπάτζιν,
πιάννουν τον τζιαι κρεμμάζουν τον εις της ελιάς τον κλώνον,
ο κλώνος ήτουν φρουγιανός, έναν κορπόν εκόπην.
Επιάσασιν τζιαι εκάμασιν σσοινίν που το λινάριν,
πιάννουν τον τζιαι κρεμμάζουν τον στης τερατζιάς τον κλώνον,
ο κλώνος ήτουν δυνατός, τίποτες εν φοήθην.
Τζιαι πκιος καλός τζιαι πρότορμος να πάρει το χαπάριν,
να πάρει την σσαιρέτισιν της μάνας το μαντάτον;
Ο άγης Γιάννης Πρόδρομος να πάρει το χαπάριν,
να πάρει την σσαιρέτισιν, της μάνας το μαντάτον!
Μαύρον μαντόν μαντίζεται, στους ουρανούς τζιαι φκέννει,
εύρηκεν την Κυρίαν μου, ψάλλετουν, λειτουρκήτουν.
«Κυρία μου τζιαι Δέσποινα, ψάλλεσαι, λειτουρκέσαι,
τον γυιον σου τον μονογενήν Όβραίοι τον επιάσαν,
τζει που τον επιάσασιν, μεάλ’ ανάγκη ήταν,
τα μάρμαρα δκιασσίζασιν τζιαι τα βουνά χαλούσαν,
τζιαι τα πουλιά στες κοίτες τους εγείρναν τζιαι ψοφούσαν.
Επιάσαν τον τζιαι επήραν τον εις του ληστού την πόρταν,
επιάσαν τον τζι’ εδήσαν τον οι άνομοι Οβραίοι,
επιάσασιν τζι’ εκάμασιν σσοινίν που το παμπάτζιν,
πιάννουν τον τζιαι κρεμμάζουν τον εις της ελιάς τον κλώνον,
ο κλώνος ήτουν φρουγιανός, έναν κορπόν εκόπην.
Επιάσασιν τζιαι εκάμασιν σσοινίν που το λινάριν,
πιάννουν τον τζιαι κρεμμάζουν τον στης τερατζιάς τον κλώνον,
ο κλώνος ήτουν δυνατός, τίποτες εν φοήθην».
Που τό’ κουσεν η Δέσποινα, έγειρεν τζι’ ελλιώθην,
εννιά καννιά ροδόσταμμαν, όσον τζι’ απολλιώθην,
όσον τζι’ απολλιώθηκεν, εφέρμανεν τον νούν της,
τζει την συντροφκίαζουσιν πέντ’ άγιες γεναίτζες,
η Άννα, η Μαγδαληνή, τζιαι η Άννα Έλισάβα,
η αδελφή του Λάζαρου, τζι’ μάνα του Προδρόμου,
πιάννουν το ούλλον το στρατίν, ούλλον το μονοπάτιν,
το μονοπάτιν βκάλει τες στα σπίδκια του Πιλάτη.
Που την θωρούσιν πο μακρά οι άνομοι Οβραίοι,
σύρνουν γλυκά τα σίερα, βαώννουσιν τες πόρτες,
βάλλει σταυρόν τα σσέρκα της, ππέφτουν τα ρωμανίσσια,
αννοίει τες αγκάλες της τζι’ αννοίξαν πέντε πόρτες,
έμποικεν η Κυρία μου τζι’ ούλλες οι μυροφόρες.
Θωρεί ποδά, θωρεί ποτζεί, κανείν εν αγρωνίζει,
εις την δεξιάν της την πλευράν είδεν τον άγην Γιάννην.
«Άγιε Γιάννη Πρόδρομε, τζιαι μαθητή του γυιου μου,
τζιαι δείξε μου τον γυιούλλην μου, τζι’ εσέν τον δάσκαλον σου».
Επολοήθην άγιος της Δέσπινας τζιαι λέει:
«Θαυμάζομαι σε Δέσποινα στα λόγια που με λέεις,
εβύζασες τζι’ ανάγυιωσες τζιαι εν τον αγρωνίζεις,
εγιώ ο φτωχός ο μαθητής πως να τον αγρωνίσω,
πούχω σταυρόν στο στώμαν μου να μεν το μολοήσω!
Σαν είσαι η Κυρία μου να σου το μολοήσω,
θωρείς τον τζείνον τον γλομόν, τζείνον τον γλονεμένον,
τον μάντιν, τον κατάρατον, τον τρισκαταραμένον,
είπαν του, κάμε τέσσερα καρφκιά, τζείνος έκαμεν πέντε,
εβάλαν δκυο στα σσέρκα του, τζιαι άλλα δκυο `ς τα πόδκια,
τζιαι το μονοπυρούμενον στα φύλλα της καρκιάς του,
στα πόδκια αν εύρη πομονήν, στα σσέρκα αν εύρη αμάνταν,
αλλά στα φύλλα της καρκιάς, με πομονήν μ’ αμάνταν.
Θωρείς τον τζείνον τον γλομόν, στο γαίμαν τυλιμένον,
που έσσει στην καρτούλλαν του καρφίν πελετζημένον;
Τζείνος ενεί ο γυιούλλης σου, τζιαι μέναν δάσκαλος μου».
Που το κουσεν η Δέσποινα, έγειρεν τζι’ ελλιώθην
δέκα καννιά ροδόσταμμαν, όσον τζί’ απολλιώθην,
όσον τζι’ απολλιώθηκεν τζι’ εφέρμαρεν τον νουν της,
μιτζιάν φωνούλλαν έβαλεν, των μυροφόρων λέει:
«Τζιαι που μασσαίριν να σφαώ, τζιαι που κρεμμόν να δώσω,
τζιαι που ποτάμιν σύφουλον να πκιώ να ξεψυσσίσω;»
Επολοήθην ο Χριστός της Δέσποινας τζιαι λέει:
«Μανά τζι’ αν σφαείς εσού, σφάονται μάνες ούλλες,
μανά αν λακκοθείς εσού, λακκούνται μάνες ούλλες.
Επιάστε την τζι’ επάρτε την στου Πέτρου την αυλούλλαν,
τζιαι δώστε της γλυτζύν κρασίν τζι’ αφράτον παξιμάτιν
να δώκη την παρηορκάν τζιαι να σταθεί στον κόσμο».
Επιάσαν την τζιαι επήραν την στου Πέτρου την αυλούλλαν,
εδώκαν της γλυτζύν κρασίν, τζι’ αφράτον παξιμάτιν,
έδωκεν την παρηορκάν τζιαι εστάθην εις τον κόσμον.
Έρεσσεν η μητέρα της τζιαι εκατάχνωσέν την.
«Μανά αν με κατάχνωσες, καταχνωσμένη νάσαι,
εμέναν την ημέραν μου να την δοξολοούσιν,
θέμα να την γιορτάζουσιν, να την δοξολοούσιν,
τζιαι με λαμπάδες τζιαι τζερκά να την καλοναρχούσιν,
εσέναν την ημέραν σου πέτρες να πελεκούσιν».
Πάνω στα δέντρη τα ψηλά, πουλιά κιλαηδάτε,
Δέσποινας πρέπει δόξασι, τζι’ εμέναν τ’ ως πολλά τε.
|