|
Τραγουδιστής: Δημήτρης Πουλικάκος
Συνθέτης: Socos
Στιχουργός: Νίκος Εγγονόπουλος
Χρονολογία: 2010
Ὁ Ἰταλὸς πυροτεχνουργὸς ἔχει ἐγκαταστήσει τὸ λιτὸ κι ἀπέριττο, τὸ φτωχικὸ ἐργαστήριό του, ἐπὶ τῆς κορυφῆς τοῦ ἀττικοῦ λόφου. Ἐκεῖ ἀσχολεῖται νυχθημερὸν μὲ τὰ ἄπειρα πειράματά του καὶ μὲ τὴν παρασκευὴ τῶν διάφορων προϊόντων τοῦ ἐπιτηδεύματός του: βαρελότα, χαλκούνια, καὶ ἄλλα «μαϊτάπια». Γιατί αὐτὸς εἶναι ποὺ προμηθεύει τοὺς πανηγυριστὰς τὶς παραμονὲς τῶν μεγάλων ἑορτῶν τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ κι’αὐτὸς εἶναι, πάλι, πού, τὶς νύχτες τῶν ἐθνικῶν ἐπετείων, διακοσμεῖ τοὺς οὐρανούς μας μὲ λογῆς λογῆς φανταχτερὰ λουλούδια, μ’ ἐκθαμβωτικὰ πλουμιὰ καὶ μὲ ταχύτατες ρουκέττες ποὺ καταλήγουν σὲ μυριόχρωμη βροχὴ ἀπὸ σπίθες. Σπανίως ἐγκαταλείπει τὸ ἔργον, ὅμως, τὰ βράδια, ἐνίοτε, περιφέρει τὴ σακατεμένη κι ἀλαμπουρνέζικη σιλουέττα του, ἀπὸ καπηλειὸ σὲ καπηλειό, χρησιμοποιώντας, κατὰ προτίμηση, τὰ σκοτεινότερα στενά τῆς ἀγορᾶς. Τὸ ἐπάγγελμά του εἶναι ἄκρως ἐπικίνδυνο: πυρῖτις, κι ἒσθ’ ὅτε δυναμῖτις, εἶναι ἡ πρώτη ὕλη τῶν ἐργοχείρων του. Ἡ παραμικρὴ ἀπροσεξία ἀρκεῖ κι’ἐπέρχεται ἡ τρομερὰ καταστροφή: μέσα σὲ ἐκκωφαντικὸ κρότο τινάζονται στὸ καθαρὸ πρωινὸ καὶ τὸ ἐργαστῆρι κι ὁ πυροτεχνουργὸς μαζύ, καὶ βλέπομε νὰ στριφογυρνοῦν ψηλὰ στὸν ἀέρα, ὧρες, κι ὁ Ἰταλὸς καὶ τὰ σανίδια τῆς μπαράγκας καὶ πηχτὰ σύγνεφα σκόνης, ἐνῷ μιὰν ἔντονη μυρωδιὰ μπαρούτης ἁπλώνεται παντοῦ.
Ὅμως ποτὲ δὲν ἐπέρχεται τὸ μοιραῖον, γιατί ὑπάρχει κάτι. Ἕνα μυστικό. Κι αὐτὸ τὸ μυστικὸ εἶναι ἁπλούστατα ἡ σύζυγος ποὺ γρηγορεῖ. Πράγματι, ἡ γυναῖκα του, δική μας: εὐλαβικὴ κι όρθόδοξος χριστιανή, ξημεροβραδιάζεται στὶς ἐκκλησιές, καὶ κάνει βαθειὲς μετάνοιες, κι ὅλο προσεύχεται γιὰ δαύτονε. Κι ἔτσι τόνε κρατᾶ στὴ ζωή.
Μάλιστα, κάτω στὴν χαράδρα ποὺ περιβάλλει τὸν ἀττικὸ λοφίσκο, ἐκεῖ, ἡ μαύρη, ἔχει σπείρει τὸν κόσμο μ’ ἀναρίθμητα προσκυνητάρια, τὰ περισσότερα μαρμάρινα, ἄλλα ταπεινότερα, ὅμως ὅλα μὲ εἰκόνα Θεοτόκου ἢ ἄλλου ἁγίου, κι ὅλα μὲ μιὰ θυρίδα, γιὰ τὰ λεφτά. Κάθε τόσο συλλέγει ὑπομονετικὰ τὰ χρήματα, καὶ τὸ μεγαλύτερο μὲν μέρος διαθέτει γι’ ἀγαθοεργοὺς σκοπούς, ἐνίσχυση ἀπόρων, ἀνακούφιση ἀσθενῶν, ἀποπεράτωση ἐκκλησιῶν, κι ἕνα ἄλλο μέρος τὸ φυλᾶ προσεκτικά, καθὼς σκοπεύει μ’ αὐτό, ἐν καιρῷ, ν’ἀνεγείρη ἐκκλησία τιμωμένη μὲ τ’ ὄνομα τῆς Ἁγίας ΑΙκατερίνης.
(Πιὸ πέρα, στὴ χαράδρα, κάποιος ἔχει ἐγκαταστήσει κυψέλες, μελισσιῶν, σ’ ἕνα χωράφι, καί, πιὸ πέρα ἀκόμη, μέσα σὲ περιβόλι, εἶναι τὰ ἐρείπια μισοχτισμένου ἀρχοντικοῦ).
Αὐτὴ ἡ ἱστορία τοῦ Ἰταλοῦ εἶναι κι ἡ ἱστορία ἡ δικιά μας, Ἑλένη. Δὲν εἶμαι ἐγὼ ὁ πυροτεχνουργός; Τὰ ποιήματά μου δὲν εἶναι Πασχαλινὰ χαλκούνια, κι οἱ πίνακές μου καταπλήσσοντος κάλλους νυχτερινὰ ὑπέρλαμπρα μετέωρα τοῦ Ἀττικοῦ οὐρανοῦ; Κι ὅμως, ἐὰν ἀκόμη δὲν μὲ κατασπαράξανε ἀλύπητα, νὰ πετάξουνε τὶς σάρκες μου στὰ σκυλιά, αὐτὸ δὲν τὸ χρωστάω σ’ ἐσένα, στὴ μεγάλη στοργή σου καὶ στὴν ἀγάπη σου; Τὸ ξέρω, μή μοῦ τὸ κρύφτεις, τὸ ξέρω σοῦ λέω: προσεύχεσαι γιὰ μένα!
Μάζευε τὰ λεφτὰ τῶν προσκυνηταρίων μας καὶ σκόρπαε, μὲ τ’ ἅγια λευκά σου χέρια, τὸ καλὸ παντοῦ. Ὅμως κράτα ἕνα μέρος, νὰ συγκεντρώσωμε, κι’ἐμεῖς, λίγο λίγο ἕνα ποσό, γιὰ ν’ ἀνεγείρουμε μιὰν ἐκκλησιὰ ἀφιερωμένη στὴν Βασίλισσα ποὺ εἶχε τ’ὄνομά σου. Ἐκεῖ μέσα, σ’ αὐτὴν τὴν ἐκκλησία θὲ νὰ σὲ παντρευτῶ. Γιατί εἶσαι ὡραῖα, ἔχεις τὴν πιὸ εὐγενικὴ κι ὑπερήφανη ψυχή, καὶ σ’ ἀγαπῶ παράφορα.
|