|
Τραγουδιστής:
Συνθέτης: Αμελοποίητο
Στιχουργός: Αριστοτέλης Βαλαωρίτης
Χρονολογία:
Καλόγερε, τι καρτερείς κλεισμένος μες στο Κούγκι;
Πέντε νομάτοι σου `μειναν κι εκείνοι λαβωμένοι.
Κι είναι χιλιάδες οι εχθροί που σ’ έχουνε ζωσμένον!
Έλα να δώσεις τα κλειδιά, πέσε να προσκυνήσεις
κι αφέντης ο Βελή Πασάς δεσπότη θα σε κάμει!
Έτσι ψηλά απ’ το βουνό φωνάζει ο Πήλιος Γούσης.
Κλεισμένος μες στην εκκλησιά βρίσκετ’ ο Σαμουήλης
κι αγέρας παίρνει τη φωνή του Πήλιου του προδότη.
Χωρίς ψαλμούς και θυμιατά, χωρίς φωτοχυσία,
γονατισμένοι, σκυθρωποί, μπρος στην Ωραία Πύλη,
πέντε Σουλιώτες στέκονται με το κεφάλι κάτου.
Βουβοί, δεν ανασαίνουνε, και βλέπεις κάπου κάπου
όπου ένα χέρι σκώνεται και κάνει το σταυρό του.
Ακίνητα στο μάρμαρο σέρνονται τα σπαθιά τους,
σπαθιά που τόσο εδούλεψαν γιά το γλυκό τους Σούλι!
Δε φαίνετ’ ο καλόγερος, μόνος του στ’ άγιο Βήμα
προσεύχετο κι ετοίμαζε τη μυστική θυσία.
Σφιχτά σφιχτά στα χέρια του εβάστα το Ποτήρι
και μύρια λογι’ απόκρυφα έλεγε του Θεού του.
Τα μάτια κατακόκκινα απ’ τες πολλές αγρύπνιες
εκοίταζαν ακίνητα το Σώμα και το Αίμα.
Τι θάλασσα, που κύματα έχει κρυφές έλπίδες!...
Σιγάτε βρόντοι τουφεκιών, πάψτε φωνές πολέμου.
Κι ο Σαμουήλ την ύστερη την κοινωνιά θα πάρει!
Κι εκεί που κοίταζ’ ο παπάς τη Σάρκα τού Θεού του,
εκύλησ’ απ’ τα μάτια του στου ποτηριού τα σπλάχνα
σαν τη δροσούλα διάφανο κρυφά κρυφά ένα δάκρυ.
Θεέ μου και πατέρα μου, θαμμένος εδώ μέσα
εδίψασα. Χωρίς νερό η θεία κοινωνιά σου
θα έμεν’ ατελείωτη. Δέξου, γλυκέ μου Πλάστη,
αυτό το μαύρο δάκρυ μου, μη το καταφρονέσεις.
αμόλυντο και καθαρό βγαίν’ απ’ τα φυλλοκάρδια.
δέξου το, Πλάστη, δέξου το, άλλο νερό δεν έχω.
Ήτανε ήλιος κι έλαμψε το ιερό το σκεύος.
Το αίμα εζεστάθηκε, άχνισε, ζωντανεύει.
Αναγαλλιάζει ο Σαμουήλ που είδε τη Θεία Χάρη
και τρέμοντας αγκάλιασε το Θεϊκό ποτήρι
και το `σφιξε στα χείλη του κι άκουσε που χτυπούσε
σαν νάτανε λαχταριστή καρδιά, ζωή γιομάτη.
Ανοίγ’ η Πύλη του Ιερού, σκύφτουν τα παλληκάρια,
τ’ ανδρειωμένα μέτωπα το μάρμαρο χτυπάνε
και καρτερούν ακίνητα του γέροντα τα λόγια.
Επρόβαλ’ ο καλόγερος. Το πρόσωπό του φέγγει
σα χιονισμένη κορυφή στου φεγγαριού τη λάμψη.
Στα λαβωμένα χέρια του βαστούσ’ ένα βαρέλι
που `κλειε μέσα θάνατο, φωτιά κι απελπισία.
Εκείνο μόνο το `μεινε, εκείνο μόνο φθάνει!
Εμπρός στην Πύλη του Ιερού μονάχος του το στένει
και τρεις φορές το βλόγησε και τρεις φορές το φχέται.
Σαν να `ταν ’Αγια Τράπεζα, σαν να `ταν Αρτοφόρι
επίθωσ’ ο καλόγηρος επάνω το ποτήρι,
και σιωπηλός κι ατάραχος άναψε θειαφοκέρι.
Τα γόνατά του εχτύπησαν ορμητικά την πλάκα,
εσήκωσε τα χέρια του, το πρόσωπό του ανάφτει
κι οι πέντε τον εκοίταζαν βουβοί μέσα στα μάτια.
|