(Χωρίς σχόλια) Σε ένα μεγάλο χωριό της νοτιοδυτικής Γεωργίας τον 6ο αι. μ.Χ., στην πεδιάδα Κολά, όπου βρίσκονται οι πηγές του ποταμού Κύρου, ζούσαν ελάχιστοι Χριστιανοί. Οι περισσότεροι κάτοικοι ήταν ακόμη ειδωλολάτρες. Τα παιδιά των Χριστιανών έπαιζαν με τα παιδιά των ειδωλολατρών και μόλις ο ιερεύς κτυπούσε την καμπάνα για τον Εσπερινό, άφηναν το παιχνίδι και έτρεχαν στην Εκκλησία. Τα ακολουθούσαν όμως πάντοτε εννέα από τα παιδιά των ειδωλολατρών: ο Γουαράμ, ο Αταρνέρσε, ο Μπακάρ, ο Βάτσε, ο Μπατζίμι, ο Τάτσι, ο Τζουανσέρι, ο Ραμάζι και ο Παρσμάν. Μα σαν έφθαναν στην πύλη του ναού, οι Χριστιανοί δεν επέτρεπαν σε αυτά να εισέλθουν στο ναό. Αυτό έγινε αρκετές φορές. Τα παιδιά επέμεναν και αποφάσισαν να βαπτισθούν Χριστιανοί.
Ο ιερέας του χωριού, ένας σεβάσμιος και άγιος λευΐτης, τα κατήχησε και τα δίδαξε τις ευαγγελικές εντολές. Δεν τολμούσε όμως να τα βαπτίσει την ημέρα, διότι φοβόταν τους ειδωλολάτρες. Μια νύχτα, λοιπόν, τα πήρε μαζί του και τα οδήγησε στον ποταμό. Πολλοί Χριστιανοί τον ακολούθησαν. Την εποχή εκείνη το ποτάμι ήταν παγωμένο. Μα μόλις τα παιδιά μπήκαν μέσα, για να βαπτισθούν, το νερό, με τη δύναμη του Θεού, έγινε ζεστό. Το εξαίσιο αυτό θαύμα το ακολούθησε ένα άλλο θαυμαστό γεγονός: Άγγελοι από τον ουρανό κατέβηκαν και να ένδυσαν με λευκούς χιτώνες. Την επόμενη ημέρα οι ειδωλολάτρες γονείς αναζήτησαν τα παιδιά τους. Τα βρήκαν στα σπίτια των Χριστιανών και πληροφορήθηκαν τι είχε συμβεί. Έγιναν έξαλλοι και οργίσθηκαν. Άρχισαν να τα κτυπούν και να προσπαθούν να τα πείσουν να αρνηθούν τον Χριστό. Εκείνα όμως ομολογούσαν με αθωότητα και ανδρεία την πίστη τους στον Κύριο. Έτσι αποφάσισαν να τα φονεύσουν, προς παραδειγματισμό και των υπολοίπων συγχωριανών τους. Με επικεφαλής τον ηγεμόνα πήγαν κοντά στον ποταμό και έσκαψαν ένα βαθύ λάκκο, όπου έριξαν μέσα τους μικρούς Αγίους. Ήσαν όλοι από επτά μέχρι εννέα χρόνων.
Απολυτίκιο
Προς έν πυρ εκπνέουσι τρεις ομοφρόνως, Ισαάκιος Συμεών Bαχθισόης.