Σε ένα μεγάλο χωριό της νοτιοδυτικής Γεωργίας, στην πεδιάδα Κολά, όπου βρίσκονται οι πηγές του ποταμού Κύρου, ζούσαν ελάχιστοι Χριστιανοί. Οι περισσότεροι κάτοικοι ήταν ακόμη ειδωλολάτρες. Τα παιδιά των Χριστιανών έπαιζαν με τα παιδιά των ειδωλολατρών και μόλις ο ιερεύς κτυπούσε την καμπάνα για τον Εσπερινό, άφηναν το παιχνίδι και έτρεχαν στην Εκκλησία. Ο ιερεύς του χωριού, ένας σεβάσμιος και άγιος λευΐτης, τα κατήχησε και τα δίδαξε τις ευαγγελικές εντολές. Δεν τολμούσε όμως να τα βαπτίσει την ημέρα, διότι φοβόταν τους ειδωλολάτρες. Μια νύχτα, λοιπόν, τα πήρε μαζί του και τα οδήγησε στον ποταμό όπου τα εβάφτισε. Την επόμενη ημέρα οι ειδωλολάτρες γονείς αναζήτησαν τα παιδιά τους. Τα βρήκαν στα σπίτια των Χριστιανών και πληροφορήθηκαν τι είχε συμβεί. Έγιναν έξαλλοι και οργίσθηκαν. Άρχισαν να τα κτυπούν και να προσπαθούν να τα πείσουν να αρνηθούν τον Χριστό. Εκείνα όμως ομολογούσαν με αθωότητα και ανδρεία την πίστη τους στον Κύριο. Έτσι αποφάσισαν να τα φονεύσουν, προς παραδειγματισμό και των υπολοίπων συγχωριανών τους.