Σύμφωνα με το μωσαϊκό νόμο, το πρώτο παιδί της οικογένειας και μάλιστα αγόρι, έπρεπε να αφιερωθεί στον Θεό και συγχρόνως οι γονείς να προσφέρουν μία μικρή θυσία από ένα ζευγάρι τρυγόνια ή δύο μικρά περιστέρια.
Για την εκτέλεση αυτής της αφιέρωσης του βρέφους στο Θεό κατά το «πάν άρσεν διανοίγον μήτραν (δηλαδή πρωτότοκο) άγιον τω Κυρίω κληθήσεται», ο Ιωσήφ και η Μαρία πήραν το σαράντα ημερών βρέφος τους στο ναό όπου τους προϋπάντησε ο υπερήλικας Συμεών, του οποίου η αγκαλιά φωτίστηκε από το Άγιο Πνεύμα όταν πήρε τον Ιησού στα χέρια του. Ο πρεσβύτης ιερέας είχε λάβει υπόσχεση από τον Θεό ότι δεν θα πεθάνει, προτού δει τον Χριστό και τον ευχαρίστησε με τα λόγια:
Νυν απολύεις τον δούλον σου, Δέσποτα κατά το ρήμα σου εν ειρήνη, ότι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριόν σου, ό ητοίμασας κατά το πρόσωπον πάντων των λαών, φως εις αποκάλυψιν εθνών και δόξαν λαού σου Ισραήλ.
Το όνομα καλύπτεται και στην στήλη για τον Χριστό.
Απολυτίκιο
Χαίρε κεχαριτωμένη Θεοτόκε Παρθένε· εκ σου γαρ ανέτειλεν ο Ήλιος της δικαιοσύνης, Χριστός ο Θεός ημών, φωτίζων τους εν σκότει. Ευφραίνου και συ Πρεσβύτα δίκαιε, δεξάμενος εν αγκάλαις, τον ελευθερωτήν των ψυχών ημών, χαριζόμενον ημίν, και την Ανάστασιν.