Ο Άγιος Άμανδος γεννήθηκε κοντά στην Νάντη στα Δυτικά της Γαλλίας περί τα τέλη του 6ου αιώνα μ.Χ. και σπούδασε θεολογία στη Ρώμη. Από νεαρή ηλικία μόνασε στο μοναστήρι του Αγίου Μαρτίνου στην πόλη Τουρ. Με οδηγίες του βασιλιά Clothaire II, ανέλαβε έργο ιεραποστολής στη Φλάνδρα, Βραβανδία και Ολλανδία. Προς τούτο χειροτονήθηκε επίσκοπος και άρχισε το ιεραποστολικό του έργο. Ίδρυσε μεγάλο αριθμό εκκλησιών και μοναστηριών και βοήθησε πολύ κόσμο να ασπασθεί τον χριστιανισμό.
Το 647 μ.Χ. εξελέγη επίσκοπος της πόλεως Μάαστριχτ. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του αποσύρθηκε στη μονή του Ελνό όπου πέθανε το 680 μ.Χ. σε ηλικία 90 ετών.
Από το Λατινικό 'amandus' και σημαίνει τον αξιαγάπητο, αυτόν που δεν καταγγέλθηκε. Ίσως από εδώ να προέρχεται και η Ελληνική λέξη μανδατεύω ή μαντατεύω.