Από το προσδοκώ (προς + δοκώ) που σημαίνει αναμένω ή προσμένω μετά δέους ή ελπίδας. Φαίνεται ότι κάποιοι θρησκευόμενοι χρησιμοποιήσαν αυτό το ρήμα που αναφέρεται στο 'Πιστεύω' (προσδοκώ ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος) για να δημιουργήσουν τα ονόματα Προσδόκη και Προσδόκιος.