Για τις μάρτυρες αυτές εγκωμιαστικούς λόγους έχει πει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, και αυτός είναι που έχει καταγράψει το βίο τους. Η άξια Δομνίνα ήταν από την Αντιόχεια και ασπάστηκε την χριστιανική πίστη μαζί με τις δύο θυγατέρες της, την Βερνίκη και την Προσδόκη. Όμως ο σύζυγος της Δομνίνης ήταν ειδωλολάτρης και εκμεταλλευόμενος την σκληρότητα των διωγμών του Διοκλητιανού προσπαθούσε να τις πείσει να απαρνηθούν το Χριστό. Για το λόγο αυτό οι Αγίες αποφάσισαν να φύγουν. Κατέφυγαν στην Έδεσσα της βόρειας Μεσοποταμίας.
Όμως ο ειδωλολάτρης σύζυγος έμαθε τον τόπο που κρυβόντουσαν και πήγε μαζί με στρατιώτες να τις συλλάβουν. Στο δρόμο της επιστροφής έκαναν στάση γιατί έπεσε η νύκτα και οι μεν στρατιώτες κοιμήθηκαν ο δε πατέρας φύλαγε τη γυναίκα και τις κόρες του. Όμως σκεφτόμενος το γεγονός ότι οι στρατιώτες θα ατίμαζαν τις θυγατέρες του και την γυναίκα του, τους έθεσε τον όρο ότι για να τις αφήσει ελεύθερες θα έπρεπε να πέσουν στον ποταμό και να πνιγούν. Οι αγίες το δέχτηκαν και κάνοντας την προσευχή τους και ζητώντας συγχώρηση από τον Κύριο βάδισαν με βήμα σταθερό στον ποταμό και έθεσαν τέρμα στη ζωή τους.
Από το προσδοκώ (προς + δοκώ) που σημαίνει αναμένω ή προσμένω μετά δέους ή ελπίδας. Φαίνεται ότι κάποιοι θρησκευόμενοι χρησιμοποιήσαν αυτό το ρήμα που αναφέρεται στο 'Πιστεύω' (προσδοκώ ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος) για να δημιουργήσουν τα ονόματα Προσδόκη και Προσδόκιος.