Πύραμος και Θίσβη Τζον Γουίλιαμ Γουότερχαουζ (1849–1917)
Ο αρχαίος μύθος της Θίσβης και του Πύραμου, υπήρξε η έμπνευση για την συγγραφή μεγάλων έργων στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Η μία εκδοχή του μύθου αναφέρει τον έρωτα δύο νέων, οι οποίοι συναντούν τη άρνηση των οικογενειών τους στην ένωσή τους. Το τραγικό τέλος των άτυχων ερωτευμένων, ήταν το αποτέλεσμα της προσπάθειάς τους να συναντηθούν μυστικά, παρά τις αντιρρήσεις των γονιών τούς.
Μετά από μύριες δυσκολίες αποφασίζουν να συναντηθούν στο δάσος, έξω από την πόλη κάτω από μια μουριά με άσπρα μούρα. Η Θίσβη με πέπλο που κάλυπτε το πρόσωπό της φθάνει πρώτη στον τόπο της συνάντησης. Ενώ περίμενε τον αγαπημένο της διακρίνει μια λέαινα (στο μωσαϊκό της Πάφου φαίνεται σαν λεοπάρδαλη) που μόλις είχε κατασπαράξει ένα ζώο. Με φόβο τρέχει να κρυφτεί και της πέφτει το πέπλο, το οποίο βρίσκει η λέαινα, το ξεσκίζει και το αφήνει γεμάτο αίματα.
Φτάνοντας ο Πύραμος στο σημείο συνάντησης βρίσκει το ματωμένο πέπλο της Θίσβης. Νομίζοντας πως την έχει κατασπαράξει η λέαινα και μη μπορώντας να αντέξει τον χαμό της αγαπημένης του αυτοκτόνησε, καρφώνοντας το σπαθί του στο στήθος του. Το αίμα πετάχτηκε προς τους άσπρους καρπούς της μουριάς με αποτέλεσμα να πάρουν το βυσσινί χρώμα.
Η Θίσβη στην επιστροφή της βρήκε τον Πύραμο νεκρό και δίνει τέλος στη ζωή της με το σπαθί του αγαπημένου της παρακαλώντας, όμως, τους θεούς να φροντίσουν ώστε τα νεκρά σώματά τους να ταφούν μαζί και ο καρπός της μουριάς να φέρει το κοκκινωπό χρώμα ως παντοτινή ανάμνηση της αγάπης τους.
Οι Θεοί με τη μεγαλοσύνη που τους διέκρινε, έκαναν τον Πύραμο ποταμό (διέρρεε τη χώρα των Κιλίκων, Κιλικία Μικρά Ασία απέναντι από την Κύπρο) και τη Θίσβη πηγή που το νερό της γινόταν ρυάκι που χαριτωμένα και αισθησιακά, κυλούσε απαλά και ενωνόταν με τον Πύραμο, (σημερινή ονομασία του ποταμού στα Τούρκικα, Τσεϊχάν).