Από τα αρχαία Ελληνικά ‘ευ’=καλός και ‘πόρος’=άνοιγμα, πέρασμα, έσοδο και σημαίνει αυτόν που έχει αρκετά εισοδήματα για να περνά καλά. Αντίθετο του είναι το άπορος.
Συνελήφθη με άλλους εννέα στην Κρήτη, τον 3ο μ.Χ. αιώνα (Θεόδουλος, Σατορνίνος, Εύπορος, Γελάσιος και Ευνικιανός από τη Γορτυνία της Κρήτης, ο Ζωτικός από την Κνωσό, ο Αγαθόπους από το λιμένα Πανούρμο
...