Ο Άγιος Βάκχος καταγόταν από την Παλαιστίνη και υπήρξε στα χρόνια των Βασιλέων Κωνσταντίνου και Ειρήνης (780 - 797 μ.Χ.). Ήταν γιος γονέων χριστιανών, αλλά ο πατέρας του αρνήθηκε τη χριστιανική πίστη και έγινε μωαμεθανός.
Ένας από τους γιους του όμως ο Δαχάκ, θέλησε να επανέλθει στον χριστιανισμό, παρακινώντας και την ευσεβή μητέρα του κατέφυγε στα Ιεροσόλυμα. Από εκεί στη Λαύρα του Αγίου Σάββα, όπου βαπτίσθηκε και έγινε μοναχός με το όνομα Βάκχος. Αλλά ο ηγούμενος της Μονής, φοβούμενος τυχών εκδίκηση των Τούρκων, έδιωξε τον Βάκχο από τη Μονή.
Στα Ιεροσόλυμα ο Άγιος βρήκε τη μητέρα και τα αδέλφια του, που επανέφερε στη Χριστιανική πίστη, εκτός από έναν, ο οποίος και τον κατάγγειλε στους Τούρκους. Οι Τούρκοι αμέσως συνέλαβαν τον Βάκχο και τον οδήγησαν στον κριτή. Ο Άγιος, μπροστά σ' όλους τους παρευρισκόμενους μωαμεθανούς, ομολόγησε τη χριστιανική του πίστη και έτσι αποκεφαλίστηκε.
Επωνυμία του θεού Διόνυσου από την οποία προέρχονται οι Βάκχες-Μαινάδες και το ρήμα βακχεύω (Μετέχω σε εορτασμό προς τιμή του Διόνυσου και κατ' επέκταση σήμερα καταλαμβάνομαι από ή παρακινώ σε οργιαστικό ενθουσιασμό).
Οι Άγιοι Σέργιος και Βάκχος υπηρετούσαν στις στρατιωτικές τάξεις του αυτοκράτορα Μαξιμιανού. Τους διέκρινε μεγάλη ανδρεία στα πεδία των μαχών, αλλά και σωφροσύνη στην καθημερινή τους ζωή. Γι' αυτό και
...