μόνε, άμα ο γέρος έσκυβε να πιή να ξεδιψάση, κάτου ρουφιόταν το νερό κι έφευγε, και στα πόδια γύρω φαινόταν μαύρη γης, ξερόκαυτη απ' τη μοίρα Και δέντρα αψηλοφύλλωτα κρεμούσαν τον καρπό τους, ροϊδιές, αφράτες απιδιές, μηλιές καλοκαρπούσες, συκιές μελόγλυκες, κι ελιές φουντόκλωνες κι ανθάτες· κι άμ' άπλωνε τα χέρια του καρπό να κόψη ο γέρος, οι ανέμοι παίρναν τα δεντρά στώ συννεφιών τους ίσκιους.
μόνε, άμα ο γέρος έσκυβε να πιή να ξεδιψάση, κάτου ρουφιόταν το νερό κι έφευγε, και στα πόδια γύρω φαινόταν μαύρη γης, ξερόκαυτη απ' τη μοίρα Και δέντρα αψηλοφύλλωτα κρεμούσαν τον καρπό τους, ροϊδιές,
...