|
Τραγουδιστής:
Συνθέτης: Παραδοσιακό
Στιχουργός: Παραδοσιακό
Χρονολογία:
Τρεις άντρες είχε η Μεσαρά καλούς πολεμιστάδες
Οι δυο καλοί ποθάνανε, τον άλλο φάγαν’ οι μπάλες.
Το Μαστραχά σκοτώσανε, ποθαίνει κι ο Ρωμάνος
Κι επόμεινε ο Κόρακας, παλεύγει ντον ο χάρος.
Δεκαοχτώ χρονώ τανε κι εβγήκε στο ποδάρι
Κι εσκότωσέ τον τον αγά κι ήτονε παλληκάρι.
Αγάς φορεί στην κεφαλή σαρίκι με τη φούντα
Κι ο Κόρακας τον σκότωσε με ξύλινη χουρχούδα.
Κι απίτις τον εσκότωσε κι ήβαλε τ’ άρματά του
Και τα `βαλε στη μέση ντου , να `ξερες τη χαρά ντου.
Κι απίτις τονε σκότωσε, πήρε( την πάνω ρίζα
Και βρήκε τσοι Ρωμάνηδες που `τανε στα Βορίζα.
Ύστερα βαρκαρίστηκε και πήγε στην Αθήνα
Και χίλια γρόσια σύνταξη ήπαιρνε κάθε μήνα.
Και στην Αθήνα επήγαινε κι ήκαμε τρία έτη
Και θέλησε να κατεβεί, στην Κρήτη για να έρθει.
Στο Κάστρο εκατέβηκε, βγαίνει στο Μεϊντάνι
Κι οι χριστιανοί του λέγανε»Καλώς τον το Μιχάλη».
Και βγαίνει απόξω στα χωριά και χαιρετά τσοι φίλους
Κι οι Τούρκοι, ως το μάθανε, τρέμανε σαν τσοι σκύλους.
Γυρεύγει όλα τα χωριά εις την απάνω ρίζα
Και στο Βροντήσι `ηφτασε, δεν πάει στα Βορίζα.
Το μεσημέρι εκάθονταν σ’ ένα χαράκι απάνω,
Του φάνηκε πως είδ’ εκειά τον καπετάν Ρωμάνο.
Κι απίτις εκατέβηκε ποκάτω απ’ το χαράκι
Του φάνηκε πως είδ’ εκειά τον καπετάν Αδαμάκη.
Και καερέτι ήκανε εκείνηνα την ώρα,
Να πάει στ’ Αγιοφάραγγο, στην παλαιά ντου χώρα.
Στην Πόμπια εκατέβηκε, στο σπίτι του και πάει
Και εκειδά εξεψύχησε τ’ όμορφο παλληκάρι.
|