|
Τραγουδιστής:
Συνθέτης: Αμελοποίητο
Στιχουργός: Αριστοτέλης Βαλαωρίτης
Χρονολογία:
Πατέρα μου, σ’ εδούλεψα
πιστά σαράντα χρόνια,
καί τώρα στά γεράματα
μου δίνεις κατηφρόνια!
Το θέλημά σου ας γενεί!
Λυπήσου μας, σπλαχνίσου
και πάψε την οργή σου.
Σ’ εσένα, σαν ορφάνεψα,
έδωκα την ψυχή μου,
το Σούλι μου τ’ αγκάλιασα
στον κόσμο για παιδί μου.
Τώρα το Σούλι τόχασα...
Ήλθ’ η στερνή μου μέρα,
θάρθω σ’ εσέ, Πατέρα...
Μέτρησε πόσοι εμείναμε!
Οι άλλοι πεθαμένοι
μες στα λαγκάδια σέρνονται
νεκροί και λαβωμένοι!
Άταφ’ αμοιρολόητα
σέπονται τα κουφάρια
στου λόγγου τα χορτάρια.
Όρνια και λύκοι εχόρτασαν
τα μαύρα κρέατά μας.
Συγχώρεσε, συγχώρεσε,
Πλάστη, τα κρίματά μας!
Και τώρα που θα να `λθομε
κι ημείς στην αγκαλιά σου,
δέξου μας σαν παιδιά σου!
Και κοίταξε τα χέρια μας
τώρα σ’ εσέ σκωμένα,
πώς είν’ από το άπιστο
το αίμα λερωμένα,
κι ευχαριστήσου, Πλάστη μου,
και πες: Ευλογημένοι,
πιστοί μου ανδρειωμένοι!
Τώρα το Σούλι απέθανε
δεν έμειν’ ένα χέρι
που να μπορεί στα δάχτυλα
να σφίξει το μαχαίρι.
Πατέρα παντοδύναμε,
γενού σ’ εμάς πατρίδα,
άλλη δεν έχω ελπίδα.
Εκεί ψηλά στο θρόνο σου,
στην τόση βασιλεία,
δώσε σ’ εμάς τους δύστυχους
μικρή μια κατοικία,
να μοιάζη με το Σούλι μας
και δώσε μου ένα βράχο
κι εκεί το Κούγκι να `χω.
Χώμα στο Σούλι ελεύθερο
για να ταφώ δε μένει.
ελέησον με, Πλάστη μου,
συγχώρεσε να γένει
το Κούγκι μου η εκκλησιά,
το Ιερό σου Βήμα
του Σαμουήλ το μνήμα.
Εδώ ποδάρι άπιστο
ποτέ δε θα τολμήσει,
ποτέ! Το είπα, τ’ όρκισα,
το Κούγκι να πατήσει.
Μαζί μου παίρνω τα κλειδιά,
Πλάστη μου, δεν τ’ αφήνω,
ούτε σ’ εσέ τα δίνω!
Εκεί ψηλά στον ουρανό
να τα φορεί στη μέση
ο Σαμουήλ ο δούλος σου
θα σε παρακαλέσει.
Πατέρα μου, μη πειραχθείς,
κάμε μου αυτή τη χάρη
άλλος να μη τα πάρει.
Και τώρα, τώρα π’ άκουσες
τον πόνο, τον καημό μας,
δέξου μας και θ’ αφήσομε
το Σούλι το γλυκό μας.
Το Σούλι, αχ! Πώς το `χασα!
Ψυχή μου, μη δακρύσεις...
Είν’ ώρα να τ’ αφήσεις!
Κι απλώνοντας τα χέρια του
στους πέντε του συντρόφους:
Θεέ μου, πολυέλεε!
Τώρα που θα ν’ αφήσω
τον κόσμο και στον ίσκιο σου
θα `ρθ’ ο φτωχός να ζήσω,
μια χάρη θέλω, Πλάστη μου,
τα πέντε τα παιδιά μου
να τάχω συντροφιά μου.
Τ’ ανάθρεψα στον κόρφο μου,
για ειδέ τα, τα καημένα,
άλλονε δεν αγάπησαν
παρά εσέ και μένα.
Παιδιά μου, μη δειλιάζετε,
να `χετε την ευχή μου,
θα ζήσετε μαζί μου!
Σταλαματιά σταλαματιά τα δάκρυά τους πέφτουν
κι η πλάκα που τα δέχεται ραγίζεται και τρίζει.
Παράπονο τους έπιασεν, όχι θανάτου φόβος,
και κλαίοντας ο Σαμουήλ, εις το `να του το χέρι
το ιερό Ποτήρι του και στ’ άλλο τη λαβίδα,
αρχίνησε την Κοινωνιά του Πλάστη να μεράζει.
Ο πρώτος εμετάλαβε, μεταλαβαίνει κι άλλος,
την έδωσε στον τρίτονε κι ο τέταρτος την παίρνει,
και φθάνει ως τον ύστερο και του τηνε προσφέρει.
Κι εκεί που έψαλλ’ ο παπάς με τη γλυκιά φωνή του:
"Του δείπνου σου του μυστικού σήμερον Υιέ Θεού",
φωνές ακούονται, χτυπιές, αλαλαγμός, αντάρα.
Πλακώσανε οι άπιστοι, καλόγερε, τι κάνεις;
Εσήκωσε τα μάτια του ο Σαμουήλ στον κρότο,
και σταζ’ απ’ τη λαβίδα του επάνω στο βαρέλι
μια φλογερή σταλαματιά απ’ του Θεού το γαίμα...
Αστροπελέκια επέσανε, βροντάει ο κόσμος όλος,
λάμπει στα γνέφ’ η εκκλησιά, λάμπει το μαύρο Κούγκι!
Τι φοβερή κεροδοσά πόλαβε στη θανή του
το Σούλι το κακότυχο και τι καπνό λιβάνι!...
Ανέβαινε στον ουρανό και του παπά το ράσο
κι απλώθηκε κι απλώθηκε σαν τρομερή μαυρίλα,
σα σύγνεφο κατάμαυρο κι εθόλωσε τον ήλιο.
Κι ενώ τ’ ανέβαζ’ ο καπνός κι ενώ το συνεπαίρνει,
το ράσο πάντ’ αρμένιζε κι εδιάβαινε σαν Χάρος.
κι εκείθεν όπου διάβηκε ο φλογερός του ίσκιος,
σαν να `ταν μυστική φωτιά ερόγισε το λόγγο.
Και με τες πρώτες αστραπές και με τα πρωτοβρόχια
χλωρό χορτάρι φύτρωσε, δάφνες, ελιές, μυρτούλες,
ελπίδες, νίκες και σφαγές χαρές κι ελευθερία!
|