|
Τραγουδιστής: Μάνος Κατράκης - Κώστας Πασχάλης
Συνθέτης: Σταύρος Ξαρχάκος
Στιχουργός: Federico Garcia Lorca (Φρεντερικο Γκαρθία Λόρκα) Απόδοση στα Ελληνικά Νίκος Γκάτσος
Χρονολογία: 1969
Σώμα στην πέτρα
Η πέτρα είναι ένα μέτωπο μ’ όνειρα που στενάζουν
Μα δεν κρατάει κυρτό νερό και κρύα κυπαρίσσια
Η πέτρα πλάτη είναι γυμνή τον χρόνο να σηκώσει
Με δένδρα δακρυοπότιστα, κορδέλες και πλανήτες
Είδα βροχές σταχτιές βροχές στα κύματα να τρέχουν
Τα τρυπημένα υψώνοντας και τρυφερά τους χέρια
Να μην πιαστούν στο αγκάλιασμα της πλαγιασμένης πέτρας
Που καταλεί τη σάρκα τους και δε ρουφάει το αίμα
Γιατί η πέτρα είναι ανοιχτή σε σπόρους και σε νέφη
Σε σκελετούς κορυδαλλών και σ’αμφιλύκης λύκους
Μα ήχο κανένα δε γεννάει και κρύσταλλα και φλόγες
Παρά μονάχα ατέλειωτες αρένες δίχως τοίχους
Πάνω στην πέτρα ο Ιγνάθιο ο καλογεννημένος
Τέλειωσε πια. Τι μένει εδώ; Την όψη του κοιτάχτε:
Ο θάνατος τη σκέπασε με κερωμένα θειάφια
Και σκοτεινού μινώταυρου του φόρεσε κεφάλι
Τέλειωσε πια. Τώρα η βροχή στ’άδειο του στόμα μπαίνει
Τώρα ο αγέρας σαν τρελός φεύγει απ’ τα κούφια στήθη
Και ποτισμένος ο έρωτας με του χιονιού τα δάκρυα
Πάει ζεστασιά να ξαναβρεί ψηλά στα βοσκοτόπια
Ποιος μίλησε; Βαριά σιωπή σαν μπόχα βασιλεύει
Μπροστά μας είναι ένα κορμί στη σκοτεινιά δοσμένο
Μια κατακάθαρη μορφή που κάποτε είχε αηδόνια
Και τώρα τρύπες άπατες γεμάτη απ’ άκρη σ’άκρη
Ποιος θρόισε το σάβανο; Όχι, δε λέει αλήθεια
Κανείς εδώ δεν τραγουδάει κανείς εδώ δεν κλαίει
Κανείς σπιρούνια δε χτυπά και την οχιά δε σκιάζει:
Μόνο τα μάτια ολάνοιχτα θέλω εδώ πέρα να’χω
Να βλέπω τούτο το κορμί που αναπαμό δε θα’βρει
Τους άνδρες θέλω εδώ να ιδώ με τη φωνή την άγρια
Που τιθασεύουν άλογα, ποτάμια κυβερνάνε
Που σύγκορμα τραντάζονται καθώς τραγούδια λένε
Με ήλιο και πετροχάλικα στο φλογερό τους στόμα
Εδώ να’ρθούνε να τους δω. Μπροστά σ’αυτή την πέτρα
Μπροστά σε τούτο το κορμί με τα σπασμένα γκέμια
Εδώ να’ρθούνε να μου ειπούν ποιος δρόμος τώρα μένει
Για τούτον τον παλικαρά που ο θάνατος ορίζει
Θέλω έναν θρήνο να μου ειπούν να μοιάζει σαν ποτάμι
Με καταχνιές ανάλαφρες και δασωμένες όχτες
Μακριά να πάρει το κορμί του Ιγνάθιο, ώσπου να σβήσει
Χωρίς ν’ακούει το ανάσασμα το καυτερό του ταύρου
Να σβήσει εκεί στου φεγγαριού την ασημένια αρένα
Που όντας παιδί καμώνεται βουβάλι πονεμένο
Να σβήσει μέσα στη νυχτιά χωρίς ψαριών τραγούδι
Στ’άσπρα τα θάμνα του καπνού που η παγωνιά πετρώνει
Δε θέλω να του βάλουνε στην όψη του μαντίλια
Για να του γίνει ο θάνατος πικρός σταυραδερφός του
Πήγαινε Ιγνάθιο. Μην ακούς την πυρωμένη ανάσα
Κοιμήσου, πέτα, ησύχασε. Και η θάλασσα πεθαίνει
Το σκόρπιο αίμα
Δε θέλω να το βλέπω!
Πες στο φεγγάρι να φανεί
Γιατί δε θέλω πια να βλέπω
Το αίμα του Ιγνάθιο στην αρένα
Δε θέλω να το βλέπω!
Αχνό φεγγάρι απ’ άκρη σ’άκρη
Άτι από σύννεφα γαλήνια
Και η σταχτιά του ονείρου αρένα
Με τις ιτιές γύρω γύρω
Δε θέλω να το βλέπω!
Η θύμησή μου καίγεται!
Μηνύστε το στα γιασεμιά
Με την αέρινη ασπράδα
Δε θέλω να το βλέπω
Γέρικου κόσμου η αγελάδα
Έσερνε την πικρή της γλώσσα
Σ’ένα μουσούδι κόκκινο αίμα
Ξεχειλισμένο στην αρένα
Κι οι αρχαίοι ταύροι του Γκισάντο
Πέτρα μαζί και θάνατος
Μουκάνισαν σαν δυο αιώνες
Που έχουν χορτάσει πια τη γη
Όχι!
Δε Θέλω να το βλέπω!
Σκαλί σκαλί πάει ο Ιγνάθιο
Το θάνατό του φορτωμένος
Γύρευε να’βρει την αυγή
Και πουθενά η αυγή δεν ήταν
Γύρευε τη σωστή θωριά του
Και τ’όνειρο τού αλλάζει δρόμο
Γύρευε τα’ όμορφο κορμί του
Και βρήκε το χυμένο του αίμα
Μη! Μη μου λέτε να το βλέπω!
Το ανάβρυσμά του να μη βλέπω
Κάθε φορά να λιγοστεύει
Το ανάβρυσμά του που φωτίζει
Τόσες κερκίδες και σκορπιέται
Μες στο πετσί και το βελούδο
Κοσμοπλημμύρας διψασμένης
Ποιος μου φωνάζει να κοιτάξω;
Μη! Μη μου λέτε να το βλέπω!
Στιγμή δεν έκλεισε τα μάτια
Που είδε τα κέρατα κοντά του
Όμως οι τρομερές μανάδες
Ανασηκώσαν το κεφάλι
Κι από τα βοσκοτόπια πέρα
Ήρθε ένα μυστικό τραγούδι
Που αγελαδάρηδες ομίχλης
Τραγούδαγαν σε ουράνιους ταύρους
Δεν είχεν άρχοντα η Σεβίλλια
Μπροστά του για να παραβγεί
Ούτε σπαθί σαν το σπαθί του
Ούτε καρδιά να’ν’ τόσο αληθινή
Σαν ποταμός από λιοντάρια
Η ξακουσμένη του αντρειοσύνη
Και σαν σε πέτρα σκαλισμένη
Η στοχασιά του η μετρημένη
Φως χρυσαφένιο είχε μιας Ρώμης
Ανδαλουσιάνικης στο μάτι
Και το χαμόγελό του νάρδος
Από σπιρτάδα κι απ’ αλάτι
Τι ταυρομάχος στην αρένα!
Τι βράχος πάνω στα βουνά!
Τι απαλός με τ’άγρια στάχυα!
Τι δυνατός με τα σπιρούνια!
Τι τρυφερός με την δροσιά!
Τι λαμπερός στα πανηγύρια!
Τι τρομερός με τις στερνές
Του σκοταδιού τις μπαντερίλιες!
Τώρα για πάντα πια κοιμάται
Τώρα τα μούσκλια και τα χόρτα
Με δάχτυλα που δε λαθεύουν
Το άνθος ανοίγουν του μυαλού του
Και το τραγουδιστό του αίμα
Κυλάει σε βάλτους και λιβάδια
Γλιστράει στο σύγκρυο των κεράτων
Άψυχο στέκει στην ομίχλη
Σε βουβαλιών σκοντάφτει πόδια
Σα μια πλατειά μια λυπημένη
Μια σκοτεινή γλώσσα ώσπου τέλμα
Να γίνει από αγωνία πλάι
Στον Γκουαδαλκιβίρ των άστρων
Της Ισπανίας ω άσπρε τοίχε!
Κι εσύ του πόνου ω μαύρε ταύρε!
Αίμα του Ιγνάθιο παγωμένο!
Αηδόνι στην καρδιά του μέσα
Όχι!
Δε θέλω να το βλέπω!
Δεν είναι ανθός να το χωρέσει
Και χελιδόνια να το πιούνε
Πάχνη αστεριών να το κρυώσει
Τραγούδι και κρινοπλημμύρα
Και κρύσταλλο να το ασημώσει
Όχι!
Δε θέλω να το βλέπω!
Το χτύπημα και ο θάνατος
Πέντε η ώρα που βραδιάζει
πέντε ακριβώς, την ώρα που βραδιάζει
φέρνει έν’ αγόρι το νεκροσέντονο
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Έτοιμος κι ο κουβάς με τον ασβέστη
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Θάνατος τ’ άλλα, θάνατος μονάχα
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Ψηλά παίρνει ο αγέρας τα βαμπάκια
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Το οξείδιο σπέρνει κρύσταλλο και νίκελ
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Παλεύει η περιστέρα με το αγρίμι
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Κι η σάρκα μ’ ένα κέρατο θλιμμένο
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Χορδή τυμπάνου αρχίζει να χτυπά
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Αρσενικού καμπάνες κι ο καπνός
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Βουβοί συντρόφοι στ’ άχαρα σοκάκια
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Του ταύρου η καρδιά μονάχα ολόρθη
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Όταν ο ιδρώτας χιόνι αργά γινόταν
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Όταν η αρένα γέμισε με ιώδιο
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Τ’ αυγά του στην πληγή άφησε ο θάνατος
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Πέντε η ώρα που βραδιάζει,
πέντε ακριβώς, την ώρα που βραδιάζει.
Μια κάσα από καρούλια το κρεβάτι
πέντε η ώρα που βριαδιάζει.
Σουραύλια ηχούν και κόκαλα στ’ αυτί του
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Στο μέτωπό του ο ταύρος μουγκανίζει
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Η κάμαρα ιριδίζει από αγωνία
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Από μακριά σιμώνει κι όλα η σήψη
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Σάλπιγγα κρίνου στον χλοερό βουβώνα
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Οι πληγές του εκαίγανε σαν ήλιοι
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Και το πλήθος να σπάει τα παραθύρια
πέντε η ώρα που βραδιαζει.
Πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Αχ! Τι φριχτά στις πέντε που βραδιάζει.
Ήτανε πέντε σ’ όλα τα ρολόγια,
ήτανε πέντε κι έπεφτε το βράδυ.
Δε θέλω να το βλέπω!
Πες στο φεγγάρι να φανεί
γιατί δε θέλω πια να βλέπω
το αίμα του Ιγνάθιο μες στην αρένα.
Δε θέλω να το βλέπω!
Αχνό φεγγάρι απ’ άκρη σ’ άκρη,
άτι από σύννεφα γαλήνια
και η σταχτιά του ονείρου αρένα
με τις ιτιές γύρω γύρω.
Δε θέλω να το βλέπω!
Η θύμησή μου καίγεται!
Μηνύστε το στα γιασεμιά
με την αέρινη ασπράδα.
Δε θέλω να το βλέπω!
Ψυχή φευγάτη
Δε σε γνωρίζει ο ταύρος κι η συκιά
Τ’ άλογα, τα μυρμήγκια του σπιτιού σου
Δε σε γνωρίζει η νύχτα και τ’ αγόρι
Γιατί είσαι πια νεκρός, νεκρός για πάντα
Δε σε γνωρίζει η πέτρα η πλαγιασμένη
Το μαύρο ατλάζι μέσα του που λειώνεις
Δε σε γνωρίζει η μνήμη σου η σβησμένη
Γιατί είσαι πια νεκρός, νεκρός για πάντα
Χινόπωρο θα ’ρθεί με σαλιγκάρια
Σταφύλια ομίχλης, όρη αγκαλιασμένα
Όμως κανείς δε θα σε ιδεί στα μάτια
Γιατί είσαι πια νεκρός, νεκρός για πάντα
Γιατί είσαι πια νεκρός, νεκρός για πάντα
Σαν όλους τους νεκρούς εδώ στη γη
Σαν όλους τους νεκρούς που λησμονιούνται
Με τα σκυλιά τα ψόφια στοιβασμένοι
Κανείς δε σε γνωρίζει πια. Μα εγώ σε τραγουδάω
Γι’αυτούς που θα’ρθουν τραγουδώ τη χάρη κι ομορφιά σου
Τη μεστωμένη γνώση σου, του νου τη φρονιμάδα
Τη δίψα σου για θάνατο, τη γέψη των χειλιών σου
Τη θλίψη που είχε μέσα της η γελαστή χαρά σου
Χρόνια θ’αργήσει να φανεί αν θα φανεί ποτέ του
Τέτοιος καθάριος ζωντανός, ζεστός Ανδαλουσιάνος
Την αρχοντιά του τραγουδω με λόγια που στενάζουν
Κι έν’ αεράκι πού ’κλαιγε στα λιόδενδρα θυμάμαι
|