|
Τραγουδιστής: Πάνος Κατσιμίχας & Χάρης Κατσιμίχας
Συνθέτης: Πάνος Κατσιμίχας & Χάρης Κατσιμίχας
Στιχουργός: Πάνος Κατσιμίχας & Χάρης Κατσιμίχας
Χρονολογία: 1995
Τα μάγια είναι μυστικά, μα μυστικά δε μένουν,
και πράγματα παράξενα άρχισαν να συμβαίνουν...
Ήρθε εξπρές η άνοιξη με χίλια χελιδόνια
και δυο φιλάκια έστειλε και λιώσανε τα χιόνια.
Ξημέρωσε Χριστούγεννα κι οι λόφοι πρασινίσαν
και μες στο νταλαχείμωνο οι πασχαλιές ανθίσαν.
Τα πρόβατα κελάηδαγαν γλυκά σαν αηδονάκια
κι οι αγελάδες πέταγαν ψηλά με τα πουλάκια.
Οι γέροι βγήκαν στις αυλές τα μήλα για να παίξουν,
ξύπνησαν οι τεμπέληδες και θέλαν να δουλέψουν.
Οι βλάκες γίναν έξυπνοι και οι μουγγοί μιλούσαν
και τα νερά του ποταμού ανάποδα κυλούσαν.
Όλοι στους δρόμους βγήκανε με γέλια και αστεία
και φαγοπότι στήσανε στη μέση στην πλατεία
κι ήρθαν κι οι μουσικάντηδες και πιάσαν το τραγούδι
κι όλη τη μέρα γλένταγαν, κάψαν το πελεκούδι.
(αφήγηση)
Ξαφνικά, οι αγέλαστοι άνθρωποι έγιναν γελαστοί, αλλά πολύ γελαστοί – και ομιλητικοί, αλλά πολύ ομιλητικοί: «Γεια σας, τι κάνετε; Χρόνια πολλά... ματς μουτς». «Υπόσχομαι», έλεγε συνεχώς ο δήμαρχος, «μπράβο δήμαρχε» φώναζαν οι παρατρεχάμενοι και σιγά – σιγά, ένας – ένας, οι αγέλαστοι άνθρωποι άρχισαν να χορεύουν! Μάλιστα! Να χορεύουν! Οι καλικάντζαροι το ‘παν και το ‘καναν. Τα πάνω ήρθαν κάτω! Κι ενώ συνέβαιναν όλ’ αυτά, η πόρτα του χρόνου άνοιξε διάπλατα κι άρχισαν να καταφθάνουν οι επίσημοι προσκεκλημένοι των καλικάντζαρων: Η Χιονάτη με τους εφτά νάνους, ο Μολυβένιος Στρατιώτης με τη μπαλαρίνα του, ο Τομ Σώγιερ, Die Bremerstadt Musikanten, ο Ευτυχισμένος Πρίγκηπας, ο γέρο Αίσωπος με την παρέα του, ο Καραγκιόζης με την οικογένεια... «Γεια σου οικογένεια... ω, ω, ω, ω, ώπα...», «υπόσχομαι ότι...». Ο Κάρλος Καστανέντα, ο Τζέρι Γκαρσία, ο Τζίμι Χέντριξ... Οι καλικάντζαροι βαμμένοι με μπογιές σαν Ινδιάνοι κυλιόντουσαν χάμω, έκαναν τούμπες, έκαναν ότι τους κατέβαινε και διασκέδαζαν τρελά... Χαμός στο ίσιωμα!!
Χορέυανε, χορεύανε... μέχρι που νύχτωσε... και μια γλυκιά νύστα βάρυνε τα βλέφαρα τους... Έγειραν όλοι εκεί κι αποκοιμήθηκαν... κι έτρεχε ακόμα το κρασί από τις κάνουλες των βαρελιών. Οι καλικάντζαροι καβάλησαν τις χήνες τους κι έφυγαν. Μαζί τους έφυγαν κι οι γιορτές...
Την άλλη μέρα χιόνισε. Χιόνιζε πάνω απ’ το σιωπηλό κόσμο... χιόνιζε στις καρδιές των μοναχικών ανθρώπων.
|