|
Τραγουδιστής: Sadahzinia
Συνθέτης: Sadahzinia
Στιχουργός: Sadahzinia
Χρονολογία: 2010
Αν η ζωή σου απ’ την αρχή σ’ έχει του πεταμού της,
πάρ’ τα χαμπάρια σου νωρίς, απάνω της και βουρ.
Κι αν σ’ οδηγήσει πονηρά στην άκρη του γκρεμού της,
φέρτα δυο βόλτες στο μυαλό, και να `σαι αλέ ρετούρ.
Στην Άνω Τούμπα το `50 στη σκάφη,
γέννησε η κόρη του Γιαννέα, τον πέμπτο γιο “Νισάφι!”
είπε του αντρός της “Μη μ’ απαυτώσεις πάλι,
αμανάτι ένα μωρό που έχει μεγάλο κεφάλι”.
Σα τον παππού του γι’ αυτό του βγήκε τ’ όνομα
Γιαννέας, ο γιος της Δωροθέας, που απότομα
μια μέρα τον πήγε στον γνωστό τον “γιατρό” εκείνο,
“να τονε δώσουμε καλύτερα τον άντρα μου ψήνω.
Εσύ κανόνιστα λεφτά γιατρέ και μη σε νοιάζει,
σ’ άλλη φαμίλια δε θα το τρώει το μαράζι.”
Κι έτσι στο πόδι φτιάξαν τα χαρτιά γι’ Αμερική,
τον μπαρκάρανε με μια αλλαξιά τσουρούτικη κι αυτή.
Του κουνήσαν το μαντήλι απ’ το γκουντμπάι
κι ο Γιαννέας πιτσιρίκος ούτε ήξερε που πάει,
ποιον θα βρει στη Νιά Υόρκη, ποιος θα τον υιοθετήσει,
έτσι που `ταν κι η ζωή τον είχε φτύσει.
Ζεύγος Εβραίων τονε πήρε για αποκούμπι στα στερνά
αλλά ο Τζόνυ δίχως τρόπους κάνει τον παλλικαρά.
Κάτι χρόνια πιο μετά πάει στο Woodstock σαν μπακούρι,
του κολλάει μια Τεξανή με LSD και καναβούρι.
Τον ποτίζει για καλά, μέχρι που οι θετοί γονείς του
απηυδύσαν, τον διώξαν με μπιλιέτο αορίστου.
Γυρνάει στην Τρούμπα – στο γνωστό το “Argentina”,
για “τ’ αυτόφωρα” τον θέλαν, μα τον είχανε στην πείνα.
Πάνω που του αλλάζαν πόστο τα `φτιαξε με τριαντάρα
κι είπε ν’ ανοίξει σπίτι, μα τα έκανε μαντάρα.
Πιάνει εργάτης στα λιπάσματα για τα έξοδα γάμου,
αλλά αυτή στον μήνα πάνου του την έκανε του Γιάννου.
Παίρνει απόφαση, φεύγει γραμμή για Σαλονίκη,
να βρει τις ρίζες του και καμιά πλούσια νύφη,
το παίζει μπρούκλης και φαφλατάς Αμερικέν
μα οι δικοί του πουθενά όλα του φταιν.
Έκανε χαμαλοδουλειές, μάζευε απ’ τα δυο τα τρία,
να πάει Αμερική ξανά να λύσει μια απορία.
Μην είχε παιδί μ’ αυτήν εκεί την Τεξανή
ή απ’ το πολύ το LSD τα είχε όλα φανταστεί.
Πατάει πόδι στο Μανχάτταν, τον τσουβαλιάζουν δέκα,
τον στείλαν σούμπιτο στου Πειραιά την Μέκκα.
Έκανε “αμάν”, αλλά άνοιξε έναν καφενέ στο βουρ,
στου Αϊ Διονύση τους χαλβάδες και το είπε “Αλέ Ρετουρ”.
Και η ιστορία μας τελειώνει με μια σύνταξη του πεταμού
από το ΤΕΒΕ και να του τρώει τη μισή το ΔΝΤ.
Παίρνει τα χαμπάρια, φοράει δυναμίτη,
μα στη βουλή πηγαίνοντας του σκάει στην μύτη.
|