|
Τραγουδιστής: Stavento
Συνθέτης: Μέθυσος
Στιχουργός: Stavento
Χρονολογία: 2008
Άρχισε η σκέψη μου πάλι να βασανίζει το κεφάλι μου,
βάρυνε ο νους μου όπως βάρυνε τούτη η γη
από το βάρος των πικράνθρωπων μ’ οδήγησε η ζάλη μου
να σιγοτραγουδάω με το μπουκάλι σε βουνού κορφή.
Δεν είμαι από αυτούς που πήγα πέτρα να ρίξω στην πόρνη,
δεν άκουσα τον Χριστό δεν ήμουν καν εκεί
όταν τα σύμβολα υψωνότανε μυριάδες
κι οι βασιλιάδες ‘δειχναν την κατεύθυνση καμαρωτοί.
Δεν ήμουν στους πολεμιστές, δεν ήμουν ούτε στους φυγάδες
παρακαλούσα όμως την γη ν’ ανοίξει να με καταπιεί
μήπως κι έτσι δεν άκουγα τους άπληστους φονιάδες
να γελάνε δυνατά μες τα παλάτια καθώς ‘πεφταν οι νεκροί,
για ένα σταυρό ή μια εξάλφα, για μια άρια Ευρώπη,
για μια μεγάλη Ελλάδα, για ένα ενιαίο Ισλάμ
ανθρώπων έργα ήταν όλα τα γαμημένα
‘πεφταν νεκροί οι αθώοι κι ένοχοι σιγοψιθύριζαν ταμάμ.
Πίσω απ’ το όνομα που είχαν απλά κληρονομήσει
κι απ’ το γαλάζιο αίμα τους που σκόρπιζε τη φωτιά
‘καναν το θάνατο να μοιάζει στον χάρτη με παιχνίδι,
το ίδιο κάνουν και τώρα των μασόνων τα παιδιά.
Πώς τολμάς νεκρούς για πλάκα να σκορπάς
να καις και να θερίζεις, ν’ αφανίζεις και να μην πονάς;
Μην μιλάς καλύτερα θα ‘ναι για μας
γιατί με κάθε λέξη σου νεκρούς στο χώμα ακουμπάς.
Δεν είμαι απ’ αυτούς που αλλαξοπίστησα για τριάντα αργύρια,
δεν ήμουνα μες τον όχλο που φώναζε από ντροπή,
δεν φόρεσα ποτέ στη σκέψη μου τουρμπάνια και φέσια
ούτε χλαμύδα χρυσοκέντητη, δεν ήμουν εκεί.
Ποτέ δεν πίστεψα θεό που τον πρεσβεύαν ρασοφόροι,
ούτε δημοκρατία για φορεσιά που είχε κοστούμι
πάντα μου ‘φερναν αηδία οι celebrity χώροι
κι αναρωτιόμουνα πώς ξέπεσε ο λόγος μέσα εκεί.
Στη λευτεριά που άρχιζε με βροχή από μπόμπες
και τέλειωνε με ανθρώπους θαμμένους στην γη
ως πότε της μαυροφορεμένης μάνας το κλάμα
θα στάζει μέσα στ’ αυτιά μας μονάχα πόνο κι οργή.
Αιμορραγεί ο πλανήτης από Οσάμα και Μπους
αλάφρυνε από ζωντανούς και βάρυνε από νεκρούς,
βαρέθηκε τους αρχηγούς μα και τους υποτακτικούς,
αναρωτιέμαι που και που ποιοι να είναι στους λοιπούς.
Στου κόσμου μας το όνειδος δε θα προτείνω λύση
πιστεύω πως μονάχη της θα την έβρει η φύση,
μέσα σε οίκους λευκούς και διαδρόμους ψυχρούς
σταυρώσατε την ειρήνη σαν να ‘ταν ο Ιησούς.
Πώς τολμάς νεκρούς για πλάκα να σκορπάς
να καις και να θερίζεις, ν’ αφανίζεις και να μην πονάς;
Μην μιλάς καλύτερα θα ‘ναι για μας
γιατί με κάθε λέξη σου νεκρούς στο χώμα ακουμπάς.
|