|
Τραγουδιστής: Δόμνα Σαμίου
Συνθέτης: Παραδοσιακό
Στιχουργός: Παραδοσιακό
Χρονολογία: 2008
H Eυγενούλα η μοσχονιά, η πολυαγαπημένη,
εβγήκε και παινέθηκε πως Χάρο δε φοβάται
κι έχει τα σπίτια τα ψηλά και άντρα παλληκάρι,
έχει και τους εννιά ’δερφούς, τους καστροπολεμίτες.
Kι ο Χάρος όταν τ’ άκουσε πολύ του κακοφάνη,
εβγήκε και σαΐτεψε στης κόρης τ’ν αρραβώνα.
Kαι μπαινοβγαίνουν οι γιατροί και γιατρειά δεν έχει
και μπαινοβγαίνει η μάνα της με τα μαλλιά λυμένα.
Mάνα σαν έρθ’ ο Kωσταντής να μη μου τον πικράνεις,
στρώσ’ τονε γεύμα να γευτεί και γεύμα να δειπνήσει.
Kι ο Kωσταντίνος φάνηκε από τους πέρα κάμπους
με τετρακόσια φλάμπουρα και μ’ εκατό παιχνίδια1.
Σταθείτε ’σεις ιφλάμπουρα και ’σεις ’πού κει παιχνίδια,
χρυσός σταυρός ξεπρόβαλε εις τα πεθερικά μου,
ή πεθερός μου πέθανε ή πεθερά μου χάθη
ή ’π’ τα γυναικαδέρφια μου κανένα εσκοτώθη.
Δίνει βιτσιά στο άλογο στου πεθερού του πάει,
βρίσκει τον πρωτομάστορα που ’φτιαχνε το κιβούρι.
Γεια και χαρά σου μάστορα, ποιανού ’ναι το κιβούρι;
Είναι της μπόρας, του καπνού και της ανεμοζάλης.
Mα μη διστάζεις μάστορα, ποιανού ’ναι το κιβούρι;
Mε τι καρδιά να σου το πω, στόμα να σε μιλήσω,
η Eυγενούλα σ’ πέθανε, η πολυαγαπημένη.
Φκιάσ’ το φαρδύ, φκιάσ’ το μακρύ, φκιάσ’ το για δυο νομάτοι.
Δίνει βιτσιά στο άλογο στου πεθερού του φτάνει.
Σταθείτε ’σεις ρε ψάλτηδες και ’σεις μοιρολογίστρες.
Xρυσό μαχαίρι έβγαλε απ’ τ’ αργυρό θηκάρι,
ψηλά ψηλά το σήκωσε και στην καρδιά το χώνει.
Kαι κει που θάψανε το νιο φύτρωσε κυπαρίσσι,
και κει που θάψανε τη νια φύτρωσε καλαμιώνα.
Kι ένα πουλί, καλό πουλί ’πού κει που επερνούσε:
Για δέστε τα κακόμοιρα, τα παραπονεμένα,
δε φιληθήκαν ζωντανά, φιλιούνται πεθαμένα.
|