|
Τραγουδιστής:
Συνθέτης: Αμελοποίητο
Στιχουργός: Γιώργος Σεφέρης
Χρονολογία:
Καθὼς περνοῦν τὰ χρόνια
πληθαίνουν οἱ κριτὲς ποὺ σὲ καταδικάζουν-
καθὼς περνοῦν τὰ χρόνια καὶ κουβεντιάζεις μὲ λιγότερες
φωνές,
βλέπεις τὸν ἥλιο μ᾿ ἄλλα μάτια-
ξέρεις πὼς ἐκεῖνοι ποὺ ἔμειναν, σὲ γελοῦσαν,
τὸ παραμίλημα τῆς σάρκας, ὁ ὄμορφος χορὸς
ποὺ τελειώνει στὴ γύμνια.
Ὅπως, τὴ νύχτα στρίβοντας στὴν ἔρμη δημοσιά,
ἄξαφνα βλέπεις νὰ γυαλίζουν τὰ μάτια ἑνὸς ζωου
ποὺ ἔφυγαν κιόλας, ἔτσι νιώθεις τὰ μάτια σου
τὸν ἥλιο τὸν κοιτᾶς, ἔπειτα χάνεσαι μὲς στὸ σκοτάδι-
ὁ δωρικὸς χιτώνας
ποὺ ἀγγίξανε τὰ δάχτυλά σου καὶ λύγισε σὰν τὰ βουνά,
εἶναι ἕνα μάρμαρο στὸ φῶς, μὰ τὸ κεφάλι του εἶναι στὸ
σκοτάδι.
Κι αὐτοὺς ποὺ ἀφῆσαν τὴν παλαίστρα γιὰ νὰ πάρουν
δοξάρια
καὶ χτύπησαν τὸ θεληματικὸ μαραθωνοδρόμο
κι ἐκεῖνος εἶδε τὴ σφενδόνη ν᾿ ἀρμενίζει στὸ αἷμα
ν᾿ ἀδειάζει ὁ κόσμος ὅπως τὸ φεγγάρι
καὶ νὰ μαραίνουνται τὰ νικηφόρα περιβόλια-
τοὺς βλέπεις μὲς στὸν ἥλιο, πίσω ἀπὸ τὸν ἥλιο.
Καὶ τὰ παιδιὰ ποὺ κάναν μακροβούτια ἀπ᾿ τὰ μπαστούνια
πηγαίνουν σὰν ἀδράχτια γνέθοντας ἀκόμη,
σώματα γυμνὰ βουλιάζοντας μέσα στὸ μαῦρο φῶς
μ᾿ ἕνα νόμισμα στὰ δόντια, κολυμπώντας ἀκόμη,
καθὼς ὁ ἥλιος ράβει μὲ βελονιὲς μαλαματένιες
πανιὰ καὶ ξύλα ὑγρὰ καὶ χρώματα πελαγίσια-
ἀκόμη τώρα κατεβαίνουνε λοξὰ
πρὸς τὰ χαλίκια τοῦ βυθοῦ
οἱ ἄσπρες λήκυθοι.
Ἀγγελικὸ καὶ μαῦρο, φῶς,
γέλιο τῶν κυμάτων στὶς δημοσιὲς τοῦ πόντου,
δακρυσμένο γέλιο,
σὲ βλέπει ὁ γέροντας ἱκέτης
πηγαίνοντας νὰ δρασκελίσει τὶς ἀόρατες πλάκες
καθρεφτισμένο στὸ αἷμα του
ποὺ γέννησε τὸν Ἐτεοκλῆ καὶ τὸν Πολυνείκη.
Ἀγγελικὴ καὶ μαύρη, μέρα-
ἡ γλυφὴ γέψη τῆς γυναίκας ποὺ φαρμακώνει τὸ φυλακισμένο
βγαίνει ἀπ᾿ τὸ κύμα δροσερὸ κλωνάρι στολισμένο στάλες.
Τραγούδησε μικρὴ Ἀντιγόνη, τραγούδησε, τραγούδησε...
δὲ σοῦ μιλῶ γιὰ περασμένα, μιλῶ γιὰ τὴν ἀγάπη
στόλισε τὰ μαλλιά σου μὲ τ᾿ ἀγκάθια τοῦ ἥλιου,
σκοτεινὴ κοπέλα-
ἡ καρδιὰ τοῦ Σκορπιοῦ βασίλεψε,
ὁ τύραννος μέσα ἀπ᾿ τὸν ἄνθρωπο ἔχει φύγει,
κι ὅλες οἱ κόρες τοῦ πόντου, Νηρηίδες, Γραῖες
τρέχουν στὰ λαμπυρίσματα τῆς ἀναδυομένης
ὅποιος ποτέ του δὲν ἀγάπησε θ᾿ ἀγαπήσει,
στὸ φῶς-
καὶ εἶσαι
σ᾿ ἕνα μεγάλο σπίτι μὲ πολλὰ παράθυρα ἀνοιχτὰ
τρέχοντας ἀπὸ κάμαρα σὲ κάμαρα, δὲν ξέροντας ἀπὸ ποῦ
νὰ κοιτάξεις πρῶτα,
γιατὶ θὰ φύγουν τὰ πεῦκα καὶ τὰ καθρεφτισμένα βουνὰ
καὶ τὸ τιτιβισμάτων πουλιῶν
θ᾿ ἀδειάσει ἡ θάλασσα, θρυμματισμένο γυαλί, ἀπὸ βοριὰ
καὶ νότο
θ᾿ ἀδειάσουν τὰ μάτια σου ἀπ᾿ τὸ φῶς τῆς μέρας
πῶς σταματοῦν ξαφνικὰ κι ὅλα μαζὶ τὰ τζιτζίκια.
|