|
Τραγουδιστής: Νινή Ζαχά
Συνθέτης: Αττίκ
Στιχουργός: Αττίκ
Χρονολογία: 1963
Κεί κάτω, στα καλάμια
κάθε σούρουπο, η Κατινιώ,
απάνταγε μια λάμια
στο ποτάμι κοντά στον Πηνειό.
Προβατάκια, κατσικάκια, με μια κλάρα, η ορφανή,
αψηφώντας τα ρυάκια οδηγούσε στο παχνί.
Και είπε κάποιο βράδυ της λάμιας η φωνή.
Κατινιώ, Κατινιώ, σού το γράφει το ριζικό σου,
Κατινιώ, Κατινιώ, να μην πάρεις ούτε γέρο, ούτε νιο.
ω ω ω ω, έκαμεν η Κατινιώ, ω ω ω ω, έκαμεν κι η ηχώ.
Μεγάλωσε στη στάνη, ψυχοπαίδι, ξανθή Κατινιώ,
του μπάρμπα της του Γιάννη όταν έμεινε δίχως γονιό.
Στο χορό, στο πανηγύρι που την πήγαν μια Λαμπρή,
μόλις τέλειωσαν οι γύροι, τη ζητήσαν’ δυο γαμπροί.
Μ’ ακούστηκε, το δείλι, της λάμιας η φωνή.
Κατινιώ, Κατινιώ, σού το γράφει το ριζικό σου,
Κατινιώ, Κατινιώ, να μην πάρεις ούτε γέρο, ούτε νιο.
ω ω ω ω, έκαμεν η Κατινιώ, ω ω ω ω, έκαμεν κι η ηχώ.
Αγάπαγε να πάρει τον πιο νιο, η ξανθή Κατινιώ,
πανώριο παλληκάρι, μα χαλάστηκε το προξενιό.
Γιατί η θειά της η Κρουστάλω το `μαθε όλο το χωριό,
επροτίμησε τον άλλον που ήταν τσέλιγκας με βιο.
Κι ακούστηκε και πάλι της λάμιας η φωνή.
Κατινιώ, Κατινιώ, σού το γράφει το ριζικό σου,
Κατινιώ, Κατινιώ, να μην πάρεις ούτε γέρο, ούτε νιο.
ω ω ω ω, έκαμεν η Κατινιώ, ω ω ω ω, έκαμεν κι η ηχώ.
Αρχίσαν’ τα νταούλια θα `ρθει νύφη ξανθή Κατινιώ,
με βιόλες και με γιούλια θα τη ράνουνε με το στανιό.
Κι ένας τσέλιγκας προσμένει για την άδικη χαρά,
η νυφούλα, στολισμένη, ξεψυχά μέσ’ στα νερά.
Κι η λάμια, μοιρολόγια της ψάλει, τρυφερά.
Κατινιώ, Κατινιώ, σ’ το `χε γράψει το ριζικό σου,
Κατινιώ, Κατινιώ, να μην πάρεις ούτε γέρο ούτε νιο.
ω ω ω ω, δύστυχη Κατινιώ, ω ω ω ω, δε θα πει πια κι η ηχώ.
|