Ο ανιψιός μου ο Μανώλης, 1963
Μανωλάκης ο τέντι μπόυ, 1967
Έμπαινε Μανωλιό!, 1970
Ο Μανωλιός ξαναχτυπά, 1971
Ο Μανωλιός στην Ευρώπη, 1971
Άμε να ζωγραφίσης έναν Άι – Μανώλη
Κόψε κέδρο (ξύλο, πρίνο) κάμε Αντώνη, κι από πλάτανο (κερασιά, κουμαργιά) Μανώλη (Θανάση), κι αν ρωτάς και για τον Γιάννη, ό,τι ξύλο κόψεις κάνει, και αν πεις και για Νικόλα, κάμνουνε τα ξύλα όλα
Προς χλευασμόν βαπτιστικού ονόματος
Θύμωσε (Άλλαξε) ο Μανωλιός κι έβαλε τα ρούχα (βρακί, σκούφια, κάπα) του αλλιώς
Στου Όθωνα τα χρόνια ζούσε κάποιος συμπαθέστατος τύπος, ο Μανώλης Μπατίνος που πίστευε ότι ήταν φιλόσοφος, ρήτορας και ποιητής και φορούσε πάντα τα ίδια ρούχα. Κάποτε πέρασε ο Ιωάννης Κωλέττης, πρώτος κοινοβουλευτικός πρωθυπουργός της Ελλάδας, από την πλατεία που σύχναζε ο Μανώλης. Αμέσως τον πλησίασε και τον ρώτησε, αν έχει το δικαίωμα να βγάλει λόγο στη Βουλή. Ο Κωλέττης του είπε ότι θα του έδινε ευχαρίστως άδεια αν πετούσε από πάνω του τα παλιόρουχα που φορούσε κι έβαζε άλλα.
Την άλλη μέρα ο Μανώλης παρουσιάστηκε στην πλατεία με τα ίδια ρούχα, αλλά γυρισμένα ανάποδα. Στάθηκε περήφανα στην πλατεία και απάγγειλε αυτούς τους μνημειώδεις στίχους.
«Άλλαξε η Αθήνα όψη,
σαν μαχαίρι δίχως κόψη,
πήρε κάτι απ' την Ευρώπη
και ξεφούσκωσε σαν τόπι.
Άλλαξαν χαζοί και κούφοι
και μας κάναν κλωτσοσκούφι.
Άλλαξε κι ο Μανωλιός
κι έβαλε τα ρούχα του αλλιώς».
Ο Μανώλης με τα λόγια, χτίζει ανώγεια και κατώγεια. (κι εκατό παραθυράκια)...
Ο Μανώλης με τα λόγια χτίζει ανώγια και κατώγια, κι αν τα λες και δεν τα κάνεις την υπόληψή σου χάνεις
Για άτομο που δίνει υποσχέσεις που δεν θα τηρήσει, που καυχιέται για πράγματα που δεν έκανε.
Κόψε ξύλο κάνε Αντώνη κι από πλάτανο Θανάση (ή Μανόλη) κι αν ρωτήσεις και το Γιάννη, ό, τι ξύλο θέλεις (έχεις) κάνει.
Υπομονή Μανόλη, σαν υπομένουν όλοι.
Κάνω 'γω κι ας είναι σκόλ' για να ντύσου του Μανώλ' ...
(σε μερικές περιπτώσεις συμπληρώνεται με)
...π' ο φορεί καθόλ' βρακί,
Άλλαξεν η χήνα τα 'εβαλ' οδ' εκείνα, άλλαξεν η πάπια κι' έβαλε τα σάπια, άλλαξε κι' ο Μαγαλιός κι' έβαλε την κάππα αλλεώς
Έσέ τα λέω, Μανώλη, για να τ' ακούνε όλοι
Α λαλήσ' κι' α δε λαλήσ' κ'δούνια τάχ' η Μανωλής
Δηλαδή όσο κι αν τον ορμηνεύη, δεν ακούει
Θα γίνη του Κουτρούλ' το πανηγύρι και του Μανώλ' ο γάμος
Με γεια Μανώλη την καμιτζόλα εφτά δραχμές είχε με χάτριζια μ' όλα
Επί των άλλα αντ' άλλων λεγόντων
Ξυπασμός, μωρέ Μανώλη
Για κάποιο που έκαμνε πως δεν ξέρει κάτι, ενώ το ήξερε από καιρό
Κατά το μαστρο Μανώλη και τα κοπέλια του
Όρτσα Μανώλης πόντσα Μιχάλης
Καλό κρασί κακό κεφάλι
Το είπε κι' ο κυρ Μανώλης!
Μωρός, πλούσιος όμως!
Έκαμα τουν του Μανώλ' τσι βρακουζώνι
Θάμμασμα, μαρέ Μανώλ' σ' ένα κλήμα δυό σταφύλια
Είναι κουτομανώλης
Όπου γάμος και χαρά κι ο Μανώλης μέσ' τη μέση
Κι ο Μανώλης στο κονσούλτο
Γιάννης πήγις, Μανώλης ήρτις
Ο Μανώλης κ΄η Μαρία ο παππάς κι΄η παππαδιά εξ αυγά τρία καθένας
Αίνιγμα