Καταγόταν από μια κωμόπολη, που ήταν χτισμένη στη δυτική όχθη του ποταμού Ευφράτη και ονομαζόταν Καπερσανά. Επειδή αγάπησε την ερημική ζωή, ακολούθησε την οδό της μοναχικής πολιτείας και έστησε το κελί του κοντά στον ποταμό. Ο Επίσκοπος της πόλεως, που πληροφορήθηκε την αρετή του Οσίου, πήγε ο ίδιος να τον συναντήσει, για να τον πείσει να δεχθεί την ιεροσύνη, αλλά εκείνος αρνήθηκε και αρκέσθηκε στην ησυχία, την προσευχή και την μελέτη του θείου λόγου. Έτσι παρηγορούσε κατά Θεόν και οδηγούσε τις ψυχές των ανθρώπων στον Χριστό. Στο Συναξάρι αναφέρεται ότι μια φορά πήγαν εκεί οι άνθρωποι από την κωμόπολη της καταγωγής του, που τον ήθελαν κοντά τους και χωρίς εκείνος να αντισταθεί ή να συγκατατεθεί, τον ήραν και τον έφεραν στην κωμόπολή τους, όπου έκτισαν ένα κελί και τον έκλεισαν εκεί. Και στο κελί αυτό ο Όσιος διέμενε με ησυχία και προσευχή. Ύστερα όμως από λίγες ημέρες έφθασαν εκεί νύχτα άνθρωποι από την αντίπερα κωμόπολη, που πήραν τον Όσιο και τον μετέφεραν στην δική τους κωμόπολη. Εκείνος ούτε αντίρρηση έφερε, ούτε κατέβαλε προσπάθεια να μην τον πάρουν, ούτε, πάλι, έδωσε την συγκατάθεσή του για την πράξη αυτή. Έτσι, λοιπόν, ο Όσιος Σαλαμάνης κατέστησε τον εαυτό του τελείως νεκρό στην παρούσα ζωή και αγωνιζόταν μόνο να τηρήσει το θέλημα του Θεού, ο Οποίος τόσο αγάπησε τον άνθρωπο και παρέδωκε τον εαυτό Του για τη σωτηρία του. Έτσι έζησε θεοφιλώς ο Όσιος Σαλαμάνης και κοιμήθηκε με ειρήνη.