Από την αρχαία Ελληνική λέξη αστή που προέρχεται από το άστυ=πόλη και την κατάληξη -εία που φανερώνει σχέση με τη ρίζα όπως οίκος-οικεία και στην περίπτωση μας αστή- αστεία και σημαίνει αυτήν που μεγάλωσε σε πόλη που στους επαρχιώτες το ντύσιμο και η συμπεριφορά της προκαλούσε γέλιο.